Κόσμος
Πέμπτη, 27 Μαρτίου 2008 20:42

Επιστροφή του Κέινς

Το να σπεύδει το κράτος να σώσει μια τράπεζα υπονομεύει την ουσία του καπιταλισμού: ιδιαίτερα όταν αυτό συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κοιτίδα του φιλελευθερισμού. Αλλά οι ειδικοί, τόσο οι προοδευτικοί όσο και οι συντηρητικοί, υποστηρίζουν αυτό το μέτρο: η εναλλακτική λύση, το να αφεθεί δηλαδή η τράπεζα να χρεοκοπήσει, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις που θα οδηγούσαν στην κατάρρευση του συστήματος.

Το ίδιο είχε γίνει πριν από 15 χρόνια στην Ισπανία, όταν η Κεντρική Τράπεζα έλαβε μέτρα για τη σωτηρία της Banesto. Το ίδιο έγινε πέρυσι στη Γερμανία, με τα μέτρα για τη σωτηρία της τράπεζας IKB, που επλήγη από τα περίφημα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού ρίσκου (subprimes). Το ίδιο έγινε πριν από ένα μόλις μήνα στη Βρετανία, όταν αποφασίστηκε η εθνικοποίηση της Northern Rock. Αλλά και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Αλαν Γκρίνσπαν είχε παρέμβει δυναμικά το 1998 για να σωθεί το ταμείο Long Term Capital Management.

Ο Κέινς (φωτογραφία) επιστρέφει, σχολιάζουν, όχι χωρίς σαρκασμό, αρκετοί ειδικοί. «Η αγορά αυτορυθμίζεται όσο υπάρχουν κέρδη», λέει ο Χοσέ Κάρλος Ντίεθ, επικεφαλής οικονομολόγος του ιδρύματος Intermoney. «Οταν παρουσιάζονται ζημίες και μια τράπεζα θέτει σε κίνδυνο το σύστημα, το κράτος έχει την υποχρέωση να παρέμβει για να μην παρασυρθούν και οι υπόλοιποι. Καταρρέει έτσι ένα από τα θεμέλια των νεοσυντηρητικών».

Η περίπτωση της Bear Stearns παρουσιάζει πάντως διαφορές από την Banesto ή τη Northern Rock. Η Fed αντέδρασε στην πρόταση της JP Morgan να αγοράσει την Bear Stearns έναντι μόλις 2 δολαρίων για κάθε μετοχή, αναγκάζοντάς την να πενταπλασιάσει την προσφορά της. Ακόμη κι αυτή η παρέμβαση, όμως, επικρίθηκε από πολλούς σχολιαστές, αλλά και βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος, που καταδίκασαν τη χρησιμοποίηση των χρημάτων των φορολογουμένων για να σωθεί μια τράπεζα που είχε λάβει σημαντικά ρίσκα.

Οσοι αντιτίθενται σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις υποστηρίζουν την αρχή του «ηθικού κινδύνου»: όταν μια επιχείρηση παίρνει υπερβολικά ρίσκα και κινδυνεύει εξ αυτού να χρεοκοπήσει, είναι καλύτερα να μην τη βοηθήσει κανείς. Σε αντίθετη περίπτωση, ενθαρρύνεται το υπερβολικό ρίσκο. Ακόμη και οι νεοσυντηρητικοί, όμως, υποστήριξαν την παρέμβαση της Fed. «Η απόφασή της ήταν σωστή», λέει ο Ντέσμοντ Λάσμαν, από το American Enterprise Institute που εδρεύει στην Ουάσινγκτον. «Η κριτική θα ήταν δικαιολογημένη μόνο αν οι διαχειριστές και οι μέτοχοι της Bear Stearns επιβραβεύονταν για τη συμπεριφορά τους. Εδώ, όμως, οι μέτοχοι αντιμετώπισαν τον κίνδυνο να δεχθούν δύο δολάρια για μετοχές που κάποτε άξιζαν 170 δολάρια».

Σε κάθε περίπτωση, γράφει ο Ρούπερτ Κόρνγουελ, ο οικονομικός σεισμός που σημειώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνει απλώς μια παρατήρηση που είχε γίνει με αφορμή τον πόλεμο του Ιράκ: ότι η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο χάνει την κυριαρχία της. Οι μεγάλες δυνάμεις, άλλωστε, παρήκμαζαν ανέκαθεν στην ιστορία εξαιτίας όχι μιας στρατιωτικής ήττας, αλλά της οικονομικής τους αδυναμίας. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Θιβέτ. Σε άλλες συνθήκες, η Ουάσινγκτον θα έκανε μεγάλη φασαρία για την καταστολή της Κίνας. Σήμερα δεν μπορεί να το κάνει, καθώς η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής των Ηνωμένων Πολιτειών και μια εντολή του Πεκίνου για μαζικές πωλήσεις μετοχών θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη κρίση στην Ουάσινγκτον.

Παραδόξως, ο λόγος που το Πεκίνο δεν προβαίνει σε μια τέτοια κίνηση είναι ότι η καταστροφή της αμερικανικής οικονομίας θα οδηγούσε σε κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η Κίνα.

Ακόμη κι έτσι, όμως, η κριτική εναντίον των μεγαλοχρηματιστών της Γουόλ Στριτ δεν πρόκειται να κοπάσει. Το κράτος, που χαρακτηρίζεται συχνά ο μεγάλος εχθρός, θα αντιμετωπιστεί ξανά ως φίλος.

Πηγές: El Pais, Le Monde, Independent, ΑΠΕ-ΜΠΕ