ΕΙΝΑΙ πλέον ηλίου φαεινότερον ότι η παγκόσμια οικονομία αλλάζει με ταχύτητα πρωτόγνωρη στην ιστορία της. Αυτές δε οι αλλαγές είναι τόσο βαθιές, όσο οι αντίστοιχες της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, πριν 200 και πλέον χρόνια.
Ωστόσο, οι σημερινές οικονομικές -και κοινωνικές, συνακολούθως- αλλαγές δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο, ούτε την ίδια φύση με αντίστοιχα φαινόμενα στο πολύ μακρινό ή το πιο πρόσφατο παρελθόν.
Οι βαθιές αλλαγές στην οικονομία τού σήμερα είναι απότοκες μιας τεχνολογικής εξέλιξης η οποία θεμελιώθηκε στην βιομηχανική επανάσταση και ανέπτυξε ένα γνωστικό πεδίο περί τα μέσα του 20ου αιώνα.
Συγκεκριμένα, η οικονομική σκέψη και ανάλυση γνώρισε εντυπωσιακή ανάπτυξη από το 1910 και μετά -πρέπει, ωστόσο, να ομολογηθεί ότι τα διανοητικά εργαλεία που δημιούργησε υπέστησαν ισχυρά σοκ από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.
Οι τελευταίοι, εξάλλου, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό και την αναπτυξιακή δυναμική που είχε ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθούν και οι οικονομικές γνώσεις που την συνόδευαν.
Σήμερα, πολλοί οικονομολόγοι αδυνατούν να ξεφύγουν από τα διανοητικά πλαίσια του παρελθόντος και, ως εκ τούτου, αρνούνται να δουν με την απαραίτητη για την εποχή μας διαύγεια την σημερινή οικονομική πραγματικότητα και τις παραμέτρους που την διαμορφώνουν.
Προκαλείται έτσι χάσμα μεταξύ των θεωρητικών της οικονομίας και των ανθρώπων που την υπηρετούν από πρακτικής πλευράς και, παράλληλα, πληθαίνουν τα φαινόμενα παρερμηνειών και άστοχων οικονομικών προβλέψεων.
Επίσης, αγνοούνται τα νέα συστατικά στοιχεία της οικονομίας που διαμορφώνεται για τον 21ο αιώνα και αρκετοί οικονομολόγοι επιμένουν να χρησιμοποιούν τις «μηχανιστικές» προσεγγίσεις του τέλους του 19ου αιώνα για να ερμηνεύσουν τα πολύπλοκα φαινόμενα της οικονομίας της εποχής μας. Αρνούνται να καταλάβουν ότι οι σημερινοί οικονομικοί όροι είναι προέκταση του παρελθόντος και όχι ουρανοκατέβατο προϊόν του παρόντος. Λόγου χάρη, η παγκοσμιοποίηση είχε για καλά δρομολογηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα, διεκόπη από τους δύο Πολέμους και σήμερα συνεχίζεται -υπό διαφορετικούς όρους.
Πολλοί οικονομολόγοι και οικονομολογούντες, κάνοντας λόγο για τη «νέα οικονομία» και τις πτυχές της, τονίζουν ότι η διεθνής χρηματιστηριακή άνοιξη των τελευταίων ετών είναι το αποτέλεσμα της μεγάλης τεχνολογικής επανάστασης που οριοθετεί η εποχή μας. Τονίζουν, ακόμα, ότι η άνοδος των χρηματιστηρίων είναι ανορθόλογη και γι' αυτό επικρίνουν τους επικίνδυνους κερδοσκόπους.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ πιο σύνθετη από τις απλοϊκές ερμηνείες. Τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν διότι όλο και περισσότεροι αποταμιευτές απευθύνονται στις κινητές τους αξίες. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που 1 δισ. αποταμιευτές στον κόσμο δεν έχουν μπει ακόμα στα χρηματιστήρια, η προοπτική ενός διεθνούς κραχ είναι μάλλον απίθανη -θα υπάρξουν, ωστόσο, αναταράξεις με διορθώσεις.
Και αυτές, όμως, θα είναι όλο και πιο ακίνδυνες, στο βαθμό που οι χρηματιστηριακές συναλλαγές θα συνδέονται με το Διαδίκτυο. Είναι έτσι ξεκάθαρο ότι η μεγάλη ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών συναλλαγών οδηγεί και στις απαραίτητες τεχνολογικές εξελίξεις, ώστε οι χρηματιστηριακές και άλλες πράξεις να εξυπηρετούνται ταχύτερα και καλύτερα.
Ένα άλλο φαινόμενο το οποίο χαρακτηρίζει την οικονομική πραγματικότητα της εποχής μας είναι η παράταση της αμερικανικής ανάπτυξης. Παρόμοιο φαινόμενο δεν είχε ποτέ παρατηρηθεί στα 200 χρόνια που συνόδευσαν την βιομηχανική επανάσταση. Πώς λοιπόν συμβαίνει να ξεφεύγει η αμερικανική οικονομία από τους γνωστούς κύκλους ανάπτυξης της ελεύθερης οικονομίας;
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται μία θεωρητική υπενθύμιση. Η ύπαρξη οικονομικών κύκλων πενταετούς ή οκταετούς διάρκειας δεν αποτελεί ενδογενές δεδομένο της οικονομικής λειτουργίας.
Μέχρι σήμερα, η εμπειρία μάς διδάσκει ότι η οικονομική υπερθέρμανση που προέκυπτε από την ανάπτυξη, στην ουσία οφειλόταν στη δυνατότητα που είχαν οι τράπεζες να διευρύνουν την νομισματική κυκλοφορία με αφετηρία τις καταθέσεις των πελατών τους.
Γνωρίζουμε, εξάλλου, ότι η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία σε αρκετές χώρες τροφοδοτήθηκε και ενισχύθηκε από τραπεζικές πιστώσεις -και αυτά, παρά κάποιες παρεμβάσεις των Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίες, παρόλα αυτά, δεν παύουν να είναι οι δανειστές της τελευταίας στιγμής.
Τί συμβαίνει, όμως, τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ; Πραγματοποιείται μία επανάσταση, η οποία συνίσταται στην συρρίκνωση του ρόλου των τραπεζών στην χρηματοδότηση της οικονομίας. Αντιθέτως, όλο και μεγαλύτερος είναι ο χρηματοδοτικός ρόλος των συνταξιοδοτικών ταμείων και γενικώς των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών θεσμών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μακράς διάρκειας αμερικανική οικονομική ανάπτυξη ερμηνεύεται.
Επειδή ο νομισματικός ρόλος των τραπεζών περιορίζεται, οι κυκλικές διακυμάνσεις τείνουν να εξαφανιστούν. Υπό αυτή την έννοια, η τελευταία κρίση θα είναι περιοδική, παρά την επικρατούσα κινδυνολογία.
Παράλληλα, δημιουργείται μία νέα μορφή χρήματος που στηρίζεται στα ενεργητικά και η οποία δεν έχει τις ιδιότητες του παραδοσιακού νομίσματος. Η διεύρυνση της χρήσης του πλαστικού χρήματος μέσω των πιστωτικών καρτών δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις στην νομισματική κυκλοφορία με το παραδοσιακό χάρτινο χρήμα.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «νέο νόμισμα», το οποίο οδηγεί προς διαρκείς τεχνολογικές ανατροπές, προκειμένου να διευκολύνεται η «άϋλη» κυκλοφορία του. Η χρηματοοικονομική επανάσταση οδηγεί στις τεχνολογικές εξελίξεις -και όχι το αντίθετο. Διότι, ο ρόλος του νέου χρήματος απαιτεί διαρκείς νεωτερισμούς και αυτοί, με τη σειρά τους, επηρεάζουν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία, σε σημαντικό πλέον βαθμό, στηρίζεται σε «άϋλα στοιχεία».
Σε αυτά έρχεται να προστεθεί και η εντυπωσιακή άνοδος της παραγωγικότητας, η οποία πραγματοποιείται μέσω της υψηλής τεχνολογίας και οδηγεί, με την σειρά της, στην απελευθέρωση των παγκόσμιων συναλλαγών σε κεφάλαια, αγαθά και υπηρεσίες.
Όλες αυτές οι εξελίξεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της βιομηχανικής επανάστασης και της πορείας της, πραγματοποιούνται υπό συνθήκες σχετικής γεωπολιτικής σταθερότητας και με την απουσία κινδύνου εμπόλεμης σύρραξης μεταξύ αναπτυγμένων χωρών.
Με άλλα λόγια, σήμερα οι επενδυτές και οι κινητήριες δυνάμεις της μικροοικονομικής δραστηριότητας στις αναπτυγμένες χώρες γνωρίζουν ότι οι πολεμικοί κίνδυνοι που ανέκοψαν την οικονομική ανάπτυξη το 1914 και το 1940 είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Συνεπώς, στους κόλπους της παγκοσμίως πλέον αναγνωρισμένης και καθιερωμένης οικονομίας της αγοράς, υλοποιούνται επενδυτικά σχέδια με μακρόπνοο ορίζοντα και ρηξικέλευθες πτυχές -κάτι αδιανόητο πριν 40 ή 60 χρόνια.
Έτσι, στις μέρες μας, περίπου 115.000 πολυεθνικές εταιρείες πραγματοποιούν πάνω από 3.000 δισ. δολάρια άμεσες επενδύσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, και τα 19 τρισ. δολάρια τζίρο που είχαν το 2005 αντιπροσωπεύουν το 27% του πλανητικού ΑΕΠ.
Είναι, συνεπώς, σαφέστατο ότι βρισκόμαστε για καλά μπροστά σε ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα και οι οικονομολόγοι που αρνούνται να το καταλάβουν -ή ακόμα και να το διερευνήσουν με νέα αναλυτικά εργαλεία- μάς θυμίζουν χειρουργούς οι οποίοι επιμένουν πεισματικά να κάνουν εγχειρήσεις με τσαγκαρομάχαιρα και όχι με τη βοήθεια των ακτίνων λέιζερ. Ο νοών νοείτω...
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ