Πολιτική
Τρίτη, 08 Απριλίου 2008 17:43

«Διώξεις για δημόσια κριτική από δικαστικούς φαλκιδεύουν τα δικαιώματά τους»

«ΤΟ αναφαίρετο δικαίωμα του δικαστικού λειτουργού, όπως και κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την τυχόν ιδιότητά του, να ασκεί και δυσμενή κριτική και να αρθρώνει, προς κάθε κατεύθυνση, καταγγελτικό λόγο», υπογράμμισε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ), κατά την τελευταία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της, με αφορμή την προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση που διατάχθηκε σε βάρος του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος Σωτ. Μπάγια.

Σύμφωνα με την Ενωση, «υπέρτατη αξία για την Ελληνική Δικαιοσύνη αποτελεί η εσωτερική και εξωτερική ανεξαρτησία των λειτουργών της (άρθρα 5,14,23 του Συντάγματος και 91 παρ. 5 του Οργανισμού Δικαστηρίων)». Επομένως, -συνεχίζει- «οποιαδήποτε κίνηση προκαταρκτικής πειθαρχικής δίωξης για άσκηση δημόσιας κριτικής από δικαστικό λειτουργό, μπορεί να εκληφθεί ότι φαλκιδεύει τα στοιχειώδη δικαιώματά τους».

«Η οποιαδήποτε άποψη ή άσκηση κριτικής για ενέργειες θεσμοθετημένων οργάνων, πρέπει να αναφέρονται σε συγκεκριμένα περιστατικά, γιατί τότε και μόνο περιχαρακώνονται οι θεσμοί και οι φορείς τους», σημειώνει επίσης η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων.

Εξάλλου, με αφορμή πρόσφατες συνεντεύξεις του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δ. Παξινού, σε εφημερίδες, κατά τις οποίες -όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της ΕΔΕ- αναφέρθηκε «απαξιωτικά για τους δικαστές μας και ειδικότερα των νέων αποφοίτων της Σχολής Δικαστών», η Ενωση παρατηρεί τα ακόλουθα:

«Θα αναμέναμε ο πρόεδρος του ΔΣΑ, αντί να επιδίδεται σε αστήρικτες αιτιάσεις, να ενσκήψει στα πραγματικά προβλήματα της Δικαιοσύνης και να συνεργαστεί μαζί μας για την εύρυθμη λειτουργία της. Θα έπρεπε, επίσης, να είναι προσεκτικός στις κρίσεις του, ιδιαίτερα για τους νέους δικαστές μας, τους οποίους οφείλει να στηρίζει και για τους οποίους είμαστε υπερήφανοι, τόσο για την επιστημονική τους κατάρτιση, όσο και για το ήθος τους, μιμούμενος προς τούτο το παράδειγμα μεγάλης μερίδας συναδέλφων του της μαχόμενης δικηγορίας. Θεωρούμε, ότι θα του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, αν τις συμπεριφορές στις οποίες αναφέρθηκε, αναζητούσε στα πρόσωπα ελαχίστων, ευτυχώς, συναδέλφων του στα ακροατήρια. Τέλος, αναφορικά με τη θέση - μομφή του, ότι οι δικαστές "υπερθεματίζουν και ενεργούν κατά την εικαζόμενη βούληση των εκάστοτε κυβερνώντων", τη θεωρούμε επιεικώς απαράδεκτη και υπονομευτική του κύρους και της αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης».