Η ΔΙΕΘΝΗΣ οικονομία πάσχει από οξύτατη κρίση εμπιστοσύνης, η οποία απαιτεί συγχρονισμό των νομισματο-πιστωτικών πρακτικών, μεθόδων και πολιτικών και όχι μεμονωμένες ενέργειες.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ οικονομία πάσχει από οξύτατη κρίση εμπιστοσύνης, η οποία απαιτεί συγχρονισμό των νομισματο-πιστωτικών πρακτικών, μεθόδων και πολιτικών και όχι μεμονωμένες ενέργειες.
Οταν ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του γερμανικού καπιταλισμού, ο κ. Γιόζεφ ¶κερμαν, πρόεδρος της Ντόιτσε Μπανκ, δηλώνει «δεν πιστεύω πλέον στην αυτοθεραπεία των αγορών» και τονίζει ότι «απαιτείται μία συγκεκριμένη δράση τραπεζών, κυβερνήσεων και Κεντρικών Τραπεζών», τότε γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι η κρίση της παγκόσμιας οικονομίας είναι πολύ σοβαρή -αν όχι η σοβαρότερη από το 1945 και μετά. Αυτό, εξάλλου, επισημαίνει και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών. Κ. Π. Στάϊνμπρυκ, υπογραμμίζοντας ότι «εδώ και πολλές δεκαετίες τέτοια κρίση δεν έχει υπάρξει».
Τι όμως συμβαίνει, αντικειμενικά και ψύχραιμα, στις παγκόσμιες αγορές, όπου η πιστωτική κρίση, από το Μάρτιο του 2007 και μετά, συνεχώς κερδίζει σε ένταση; Γιατί «φλέγεται» η τιμή του πετρελαίου, ανεβαίνει η τιμή του χρυσού και απογειώθηκαν οι τιμές των δημητριακών; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι απλή και υπακούει σε μία συγκεκριμένη λογική.
Οι πρώτες ύλες, ο χρυσός και το πετρέλαιο μετεξελίχθηκαν σε πραγματικές τοποθετήσεις. Διότι, από το Χονγκ Κονγκ μέχρι τη Νέα Υόρκη, οι επενδυτές προτιμούν χειροπιαστά αγαθά, παρά μετοχές και ομόλογα -που στους μενετούς καιρούς μας θεωρούνται επικίνδυνες τοποθετήσεις. Επίσης, οι ίδιοι επενδυτές δεν έχουν πλέον καμία όρεξη να αγοράσουν κατοικίες, διότι περιμένουν να απορροφηθεί στις ΗΠΑ η πιο δραματική κρίση της κτηματαγοράς από το 1945. Ο χρηματοοικονομικός πλανήτης φοβάται -και δικαιολογημένα.
Μικρά και σημαντικά
Τον περασμένο Μάρτιο, συνέβησαν τις ΗΠΑ κάποιες μικρές καταστροφές με μεγάλη σημασία. Επρόκειτο για την πτώχευση της Καρλάϊλ Κάπιταλ Κορπορέϊσιον, κτηματικής εταιρείας η οποία ανήκε στο πανίσχυρο γκρουπ Καρλάϊλ. Επίσης, χάρη στην επέμβαση της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed), διεσώθη την τελευταία στιγμή η Μπίαρ Στιρτς, πραγματικός και αξιοσέβαστος θεσμός για την Γουόλ Στριτ, τη Μέκκα των διεθνών χρηματαγορών.
Θύματα των τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης (subprime), οι δύο χρηματιστηριακοί οργανισμοί πλήρωναν το τίμημα της δημιουργίας μίας επικίνδυνης φούσκας ακινήτων στις ΗΠΑ. Φούσκα η οποία ξεκίνησε το 1995, κορυφώθηκε το 2000, όταν τροφοδοτήθηκε από την τότε χρηματιστηριακή κρίση, και έσκασε πριν λίγους μήνες. Γιατί, όμως;
Πίσω στο 2000
Από το 2000 και μετά, με σκοπό τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας σε υψηλά επίπεδα, η Fed ενίσχυσε -εμμέσως πλην σαφώς- την κτηματική δραστηριότητα. Έτσι, στις ΗΠΑ πουλήθηκαν μέσα σε μία πενταετία περίπου 800.000 κατοικίες με δάνεια τα οποία χορηγούνταν με συνοπτικές διαδικασίες και ελκυστικά επιτόκια.
Στην συνέχεια, τα δάνεια αυτά μεταβάλλονται σε ομόλογα ή ενσωματώνονται σε πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα τα οποία διαχέονταν σε όλες τις διεθνείς αγορές -χωρίς, όμως, να γνωρίζει κανείς πού και ποιοι τα αποκτούσαν.
Με άλλα λόγια, τα αμερικανικά στεγαστικά δάνεια αφ' εαυτά ήσαν προϊόντα τα οποία μπορούσαν να παράγουν κέρδη με ελάχιστες επενδύσεις από αυτούς που επωφελούντο. Επρόκειτο, δηλαδή, για υψηλής αποδόσεως αλλά και υψηλού ρίσκου προϊόντα, τα οποία επανατοποθετούντο σε μεγάλο βαθμό και σε επενδύσεις LBO (leverage buy out). Οι επενδύσεις αυτές συνίστανται στην ευτελή εξαγορά παραπαιουσών επιχειρήσεων, οι οποίες, αφού εξυγιανθούν, πωλούνται με σημαντική υπεραξία.
Υπερδανεισμένα νοικοκυριά
Κάποια στιγμή, όμως, η αδυναμία υπερδανεισμένων νοικοκυριών να αποπληρώσουν τα δάνειά τους άρχισε να δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας στο αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα. Τα προβλήματα αυτά μεταφέρονταν, έως έναν βαθμό, και εκτός ΗΠΑ. Ακόμα χειρότερα, η αδυναμία να πωληθούν τα σπίτια έριχνε λάδι στην φωτιά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι πρώτες εστίες φωτιάς.
Έτσι, τράπεζες κολοσσοί στις ΗΠΑ, όπως η Σίτιμπανκ και άλλες, άρχισαν να υπεκτιμούν τα ενεργητικά τους, με αποτέλεσμα οι ανησυχίες να ταξιδεύουν και σε εκτός Αμερικής χώρες. Στο χορό μπήκαν πολύ γρήγορα και οι επενδυτικοί οργανισμοί, με συνέπεια η όλη κατάσταση να εξελίσσεται σε χιονοστιβάδα.
Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα αιχμαλωτίστηκε έτσι σε μια παράλογη ακινησία, με αποτέλεσμα κανείς να μην αγοράζει μετοχές, που ενδέχεται να πέσουν, ή να χορηγεί δάνεια, που ενδεχομένως θα καταστούν προβληματικά. Υπάρχει συνεπώς στην καρδιά του συστήματος έντονη ανησυχία για έναν λόγο ο οποίος αποσιωπάται.
Ως γνωστόν, μετά την υπόθεση Ένρον, καθιερώθηκαν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ -IFRS). Τα ΔΛΠ υποχρεώνουν τις τράπεζες να βελτιώνουν κάθε τρίμηνο την αξία του ενεργητικού τους σε τιμές αγοράς. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες διστάζουν πλέον να προβούν σε αγορές μετοχών οι οποίες μπορούν να πέσουν, ασχέτως αν είναι ενδιαφέρουσες μεσοπρόθεσμα. Σε τρίμηνη βάση, μία πτώση σημαίνει υποτίμηση των ιδίων κεφαλαίων -κάτι που οι τράπεζες δεν θέλουν.
Έτσι, από φόβο μήπως εμφανίσουν χειρότερα αποτελέσματα από τους ανταγωνιστές τους, ουδείς πλέον αγοράζει και ουδείς δανείζει. Με επικεφαλής τις ΗΠΑ, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα βρίσκεται σε μία δαιμονισμένη σπειροειδή κίνηση, που το οδηγεί στην πτώση.
Ελλειμμα και αποταμίευση
«Οι Γερμανοί πωλούν στον κόσμο ολόκληρο μηχανήματα και εργαλεία, οι Κινέζοι υφαντουργικά προϊόντα, οι Ιάπωνες ηλεκτρονικά παιχνίδια και οι Αμερικανοί πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Με τον τρόπο αυτόν καλύπτουν το εξωτερικό τους έλλειμμα και την έλλειψη αποταμίευσης.
Όμως, συμβαίνει σήμερα τα προϊόντα τους αυτά, που αντιπροσωπεύουν 500 δισ. δολάρια, να μην τα θέλει κανείς. Όλοι φοβούνται ότι εμπεριέχουν τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια ή LBO», τονίζει ο κ. Ζαν Αρτούς, στέλεχος της γαλλικής τράπεζας ΒΝΡ. Προσθέτει δε ότι έτσι δικαιολογείται η γενικευμένη φυγή από το δολάριο, το οποίο βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδό του σε σχέση με το ευρώ.
Ωστόσο, η φυγή αυτή πλήττει το νόμισμα της πρώτης οικονομίας στον κόσμο και αυτό καθιστά την σημερινή χρηματοοικονομική κρίση εξαιρετικά επικίνδυνη. Σήμερα, η κρίση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχει καμία σχέση ούτε με την αντίστοιχη ασιατική της περιόδου 1997-98, ούτε με την ρωσική του 1998. Η παρούσα πιστωτική στενότητα συνοδεύεται από πτώση των χρηματιστηριακών τιμών και μαζικές τοποθετήσεις σε μη άυλες αξίες, όπως οι πρώτες ύλες.
Η κρίση αυτή, όμως, έχει και μία άλλη διάσταση, μη ορατή, αυτήν της ανακατανομής των ρόλων μεταξύ Βορρά και Νότου, που αποτελεί οικονομικό γεγονός με ιστορική σημασία. Η άνοδος στην παγκόσμια οικονομική σκηνή νέων «ηθοποιών» όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, η Βραζιλία, η Νότιος Κορέα, η Μαλαισία, το Βιετνάμ, επιβάλλει το ξαναμοίρασμα της τράπουλας -έργο όχι εύκολο για τους μεγάλους δυτικούς κεντρικούς τραπεζίτες.
Σκεπτικισμός για Fed
Στο πλαίσιο αυτό, οι Ευρωπαίοι παρατηρούν με σκεπτικισμό τις τελευταίες πρωτοβουλίες της Fed, η οποία προσπαθεί με κάθε μέσο να συνδράμει την αμερικανική οικονομία, ώστε να αποφευχθεί μία βαθειά κρίση. Έτσι, η Fed χαμήλωσε ακόμη περισσότερο τα επιτόκιά της και «έρριξε» στην αγορά περίπου 300 δισ. δολάρια από τα αποθέματά της. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν έχουν ξεκάθαρες επιπτώσεις.
Η μείωση των επιτοκίων οδηγεί τους επενδυτές σε δολάρια να εγκαταλείψουν το νόμισμα, προς όφελος επενδύσεων σε πρώτες ύλες, ενώ οι πιστώσεις ενέχουν τον κίνδυνο δημιουργίας προσεχούς κερδοσκοπικής φούσκας. Όπως επισημαίνουν αρκετοί Ευρωπαίοι τραπεζίτες, ο επικεφαλής της Fed κ. Μπεν Μπερνάνκι, επέλεξε τον δρόμο της ευκολίας, ο οποίος έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ, η οποία έχει ψύχωση με τον πληθωρισμό, αρνείται να μειώσει τα επιτόκιά της, συμβάλλοντας έτσι στο να προστίθεται στην πιστωτική κρίση και μία νομισματική.
Πλήρης αβεβαιότητα
Το αποτέλεσμα είναι η παγκόσμια οικονομία να τελεί υπό πλήρη αβεβαιότητα. Οι εμπορικές τράπεζες δεν δανείζουν, διότι φοβούνται νέες χρεοκοπίες, οι καταναλωτικές δαπάνες στις ΗΠΑ κάμπτονται και η πτώση της αγοράς ακινήτων επισωρεύει ζημίες στους καταναλωτές.
Αν κανείς πάει δε σε βάθος, θα διαπιστώσει ότι η κρίση δεν οφείλεται σε έλλειψη διεθνούς ρευστότητας. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η παγκόσμια οικονομία πάσχει από δραματική έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία οφείλεται, πρωτίστως, στους κραδασμούς που προκαλούνται στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα από την ανακατάταξή του.
Το πρόβλημα, σε τελευταία ανάλυση, έγκειται στο κατά πόσον οι μεγάλες οικονομίες και οι νεοεισερχόμενες στους κόλπους τους θα μπορέσουν να ξεφύγουν από τον σημερινό αποσυγχρονισμό τους. Αν αυτό δεν συμβεί αρκετά σύντομα, όπως λέει και ο κ. Γιόζεφ ¶κερμαν, τότε η κατάσταση επιφυλάσσει οδυνηρές συνέπειες.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ