Τετάρτη, 07 Μαΐου 2008 11:14

Οι ηθικές αδυναμίες των αγορών

ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ σήμερα ορατή μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση του καπιταλισμού, παρ' όλο που είναι ζωντανά και σε πλήρη άνθηση τα συναισθήματα κατά της οικονομίας της αγοράς, ιδιαίτερα όσα συνδέονται με την οξεία κριτική των ηθικών «αδυναμιών» της παγκοσμιοποίησης.

Επειδή κανένα κοινωνικό σύστημα που δεν εδράζεται σε μια ηθική βάση δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει επί μακρόν, τα θέματα που τίθενται από τους επικριτές της παγκοσμιοποίησης είναι επείγοντα, πολύ περισσότερο σήμερα στο μέσον της οικονομικής κρίσης.

Είναι δύσκολο να αρνηθεί κάποιος ορισμένες ηθικές αξίες της αγοράς. Εξάλλου, αποδίδουμε ηθική διάσταση τόσο σε διαδικασίες όσο και σε αποτελέσματα, όπως στη φράση «ο σκοπός δεν αγιάζει πάντα τα μέσα».

Ηθικά είναι περισσότερο αποδεκτός ο προσπορισμός αγαθών μέσω της ελεύθερης εργασίας παρά μέσω της δουλείας, καθώς και η επιλογή των αγαθών από τους ίδιους τους καταναλωτές, παρά από το κράτος για λογαριασμό των πολιτών.

Το γεγονός ότι το σύστημα της αγοράς είναι πιο αποτελεσματικό στη δημιουργία πλούτου και στην ικανοποίηση των αναγκών από οποιοδήποτε άλλο σύστημα, αποτελεί πρόσθετο θετικό στοιχείο.

Η ηθική κριτική της αγοράς εστιάζεται στην τάση της διάδοσης ενός ηθικά μη αποδεκτού προτύπου κατανάλωσης, στην προώθηση αρνητικών κινήτρων, καθώς και στην προβολή δυσμενών αποτελεσμάτων. Ο καπιταλισμός επίσης θεωρείται υπεύθυνος για την απουσία αρχών δικαίου.

Ας ξεκινήσουμε με θέματα διάπλασης του χαρακτήρα. Συχνά έχει υποστηριχθεί ότι ο καπιταλισμός ανταμείβει τις αρετές της αυτοπειθαρχίας, της σκληρής εργασίας, της επινοητικότητας, της προνοητικότητας και της λιτότητας.

Από την άλλη πλευρά, υποβιβάζει αξίες, που δεν έχουν οικονομική αξία όπως, ο ηρωισμός, το αίσθημα τιμής, η γενναιοδωρία και ο οίκτος. (Κατά κάποιον τρόπο ο ηρωισμός επιβιώνει στη ρομαντική έννοια του «ηρωικού επιχειρηματία»).

Το πρόβλημα δεν είναι απλά η ηθική ανεπάρκεια των οικονομικών αξιών, αλλά η εξαφάνισή τους. Η σκληρή εργασία και η επινοητικότητα εξακολουθούν να ανταμείβονται, όμως ο αυτοέλεγχος, ο οίκτος και η προνοητικότητα έχουν αρχίσει να εκλείπουν, ιδιαίτερα από τότε που πρωτοέκανε την εμφάνισή της η πιστωτική κάρτα. Στην υπερκαταναλωτική Δύση, καθένας δανείζεται για να καταναλώσει όσο το δυνατόν περισσότερο. ΗΠΑ και Βρετανία «πνίγονται» στα χρέη.

Ο Αdam Smith είχε γράψει «ότι η κατανάλωση είναι ο μοναδικός και αποκλειστικός σκοπός της παραγωγής». Ομως, η κατανάλωση δεν αποτελεί ηθικό αυτοσκοπό. Δεν είναι σωστό να διαθέτει κάποιος πέντε αυτοκίνητα αντί για ένα. Η κατανάλωση είναι απαραίτητη για την επιβίωση, όπως και η κατανάλωση πέρα από τις βασικές ανάγκες είναι απαραίτητη για να ζει κάποιος πλουσιοπάροχα.

Αυτή είναι η ηθική επιβράβευση της οικονομικής ανάπτυξης. Από την ηθική πλευρά, η κατανάλωση είναι το μέσον προς την ευμάρεια και η οικονομία της αγοράς είναι το πιο αποτελεσματικό σύστημα εξόδου των ανθρώπων από την ανέχεια. Αυτό τουλάχιστον επιβεβαιώνεται με εντυπωσιακό ρυθμό σε Κίνα και Ινδία.

Ομως, η παραπάνω άποψη δεν καθορίζει το όριο εκείνο μετά από το οποίο η κατανάλωση μετατρέπεται σε αρνητικό πρότυπο. Εάν ο λαός επιθυμεί περισσότερα ναρκωτικά ή πορνογραφία, η αγορά τούς επιτρέπει να τα καταναλώσουν μέχρι του σημείου της αυτοκαταστροφής. Προμηθεύει με ανεξέλεγκτο ρυθμό ορισμένα προϊόντα ηθικά ανώδυνα, ενώ αντίθετα ρίχνει στην αγορά με συγκρατημένο ρυθμό αγαθά ηθικά ευπρόσδεκτα.

Για μια ποιότητα ζωής, είναι καλύτερο να βασιζόμαστε στην ηθική, παρά στη λογική των αγορών. Αναμφίβολα είναι άδικο να κατηγορούμε την αγορά για εσφαλμένες ηθικές επιλογές. Οι άνθρωποι είναι σε θέση να αποφασίσουν πότε θα σταματήσουν την κατανάλωση ή τι ακριβώς επιθυμούν να καταναλώσουν. Ομως αυτό το βασικό κίνητρο δράσης του μηχανισμού της αγοράς, που ο Κeynes αποκαλούσε «αγάπη του χρήματος», τείνει να υποσκελίσει κάθε παραδοσιακή ηθική διδαχή.

Το παράδοξο του καπιταλισμού είναι ότι μετατρέπει τη φιλαργυρία, την απληστία και τη ζήλεια σε ηθικές αξίες. Εχει υποστηριχθεί ότι ο καπιταλισμός ανασύρει στον άνθρωπο ανάγκες τις οποίες δεν είχε συνειδητοποιήσει, δίνοντας έτσι μια ώθηση στην ανθρωπότητα. Ομως, είναι πιο σωστό να λεχθεί σήμερα ότι η οικονομία της αγοράς βασίζεται στην προώθηση της απληστίας και της έντονης επιθυμίας μέσω της διαφήμισης.

Μέσα σε έναν κόσμο αμφισβητούμενης αξίας διαφημιστικών μηνυμάτων, δεν υπάρχει φυσικό όριο της πείνας για περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες.

Το τελικό ηθικό ζήτημα είναι η έλλειψη δικαιοσύνης στο καπιταλιστικό περιβάλλον. Σε μια τέλεια ανταγωνιστική αγορά, με πλήρη πληροφόρηση, μοντέλα της αγοράς δείχνουν ότι όλοι οι παράγοντες της παραγωγής ανταμείβονται ανάλογα με τα προϊόντα που παράγουν. Δηλαδή, όλοι αμείβονται ανάλογα με την αξία αυτού που παράγουν.

Ο πλήρης ανταγωνισμός και οι απαιτήσεις πληροφόρησης διασφαλίζουν ότι όλα τα συμβόλαια είναι επιτυχημένα (δεν υπάρχει μονοπώλιο) και όλες οι προσδοκίες εκπληρώνονται. Με δυο λόγια, οι άνθρωποι εξασφαλίζουν εκείνο το οποίο επιθυμούν. Η δικαιοσύνη στην κατανομή προϊόντων υποτίθεται ότι διασφαλίζεται από τη δικαιοσύνη στο σύστημα ανταλλαγών.

Ομως κανένα υπαρκτό καπιταλιστικό σύστημα αγοράς δεν αναπαράγει από μόνο του δικαιοσύνη στο σύστημα ανταλλαγών. Πάντα υπάρχει μια μονοπωλιακή δύναμη, οι εκ των έσω διαθέτουν περισσότερες πληροφορίες από αυτούς που «είναι εκτός», η άγνοια και η αβεβαιότητα είναι διάχυτες και συχνά οι προσδοκίες διαψεύδονται. Η δικαιοσύνη στις ανταλλαγές θα πρέπει να διασφαλισθεί εκτός της αγοράς.

Επιπλέον, η κληρονομιά που κουβαλούν οι άνθρωποι στην αγορά περιλαμβάνει όχι μόνο τις δικές τους έμφυτες αρετές, αλλά και τα πρώτα τους βήματα. Για αυτό ακριβώς το λόγο, η φιλελεύθερη θεωρία της δικαιοσύνης απαιτεί ένα ελάχιστο όριο ισότητας ευκαιριών.

Εδώ βρίσκεται και η ουσία της προσπάθειας, εάν θεωρηθεί ότι έχει σχέση με την ατομική ελευθερία, να εξαλείψει όλες τις ανισότητες στη ζωή, που προέρχονται από διακρίσεις στα πρώτα βήματα. Κατά συνέπεια, βασιζόμαστε στο κράτος για τη διασφάλιση κοινωνικών αγαθών, όπως παιδεία, στέγαση και υγειονομική περίθαλψη.

Τελικά, ο ισχυρισμός ότι ο καθένας λαμβάνει, υπό ιδανικές συνθήκες, αυτό που του αναλογεί, αποτελεί μια οικονομική και όχι ηθική εκτίμηση. Δεν είναι σύμφωνο με την ηθική εκτίμηση ένας διευθύνων σύμβουλος να αμείβεται 500 τουλάχιστον φορές πάνω από το μέσο μισθό των εργαζομένων του. 'Η εάν ο μισθός κάποιου δεν επαρκεί για να επιβιώσει, θα πρέπει να τον βοηθήσουμε να μην πεθάνει της πείνας.

Καθώς οι κοινωνίες μας έγιναν πλουσιότερες, φθάσαμε στο σημείο να πιστεύουμε ότι ο καθένας δικαιούται ένα ελάχιστο όριο επιπέδου διαβίωσης, είτε αυτό αφορά θέματα εργασίας, υγείας ή ανεργίας, αφού μέσω αυτού του τρόπου καθίσταται δυνατή η διατήρηση ενός ρυθμού ανάπτυξης. Το σύστημα της αγοράς δεν εγγυάται αυτόν τον τρόπο λειτουργίας.

Ενώ σήμερα η αγορά δεν αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό ανταγωνιστή, είναι ηθικά τρωτή. Εξαρτάται σε επικίνδυνο βαθμό από την οικονομική επιτυχία, σε σημείο που οποιαδήποτε οικονομική αποτυχία ευρείας κλίμακας θα αποδείξει την επιφανειακή διάσταση των ηθικών ερεισμάτων της. Η κατάργηση των αγορών δεν αποτελεί λύση αλλά να αναζητηθεί ξανά η ηθική διάσταση των επιθυμιών τους.

Ο πιο απλός τρόπος για να καταστεί αυτό δυνατόν είναι ο περιορισμός της διαφήμισης. Αυτό θα περιόριζε την έκταση του ρόλου της απληστίας και της άκρατης επιθυμίας στη λειτουργία της αγοράς, δημιουργώντας χώρο για την ύπαρξη και άλλων κινήτρων.

ROBERT SKIDELSKY, μέλος της Βουλής των Λόρδων, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Warwick, είναι συγγραφέας βραβευμένης βιογραφίας του John Maynard Keynes και μέλος του συμβουλίου της Σχολής Πολιτικών Επιστημών της Μόσχας.

Copyright: Project Syndicate, 2008