Η ΚΡΙΣΗ στην αγορά ενυπόθηκου χρέους υψηλού ρίσκου κατέδειξε για άλλη μία φορά πόσο δύσκολο είναι να τιθασεύσει κανείς το χρηματοοικονομικό τομέα -έναν τομέα που είναι ταυτόχρονα η πηγή ζωής και η μεγαλύτερη απειλή των σύγχρονων οικονομιών.
Η ΚΡΙΣΗ στην αγορά ενυπόθηκου χρέους υψηλού ρίσκου κατέδειξε για άλλη μία φορά πόσο δύσκολο είναι να τιθασεύσει κανείς το χρηματοοικονομικό τομέα -έναν τομέα που είναι ταυτόχρονα η πηγή ζωής και η μεγαλύτερη απειλή των σύγχρονων οικονομιών.
Οι τρέχουσες εξελίξεις δεν είναι πρωτόγνωρες για τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες έζησαν αντίστοιχες χρηματοοικονομικές κρίσεις τα τελευταία 25 χρόνια. Μισός αιώνας χρηματοοικονομικής σταθερότητας ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα τον εφησυχασμό των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Η σταθερότητα αντανακλούσε ένα απλό quid pro quo: Ρύθμιση με αντάλλαγμα την ελευθερία για λειτουργία. Οι κυβερνήσεις είχαν υιοθετήσει ρυθμιστικό πλαίσιο για την εποπτεία των τραπεζών.
Στις αγορές μετοχών τέθηκαν προϋποθέσεις διαφάνειας.
Η χρηματοοικονομική απορρύθμιση της δεκαετίας του '80, ωστόσο, μας μετέφερε σε άγνωστο έδαφος. Η απορρύθμιση υποσχόταν χρηματοοικονομικές καινοτομίες, που θα ενίσχυαν την πρόσβαση στην πίστωση, θα επέτρεπαν μεγαλύτερη διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου και θα διαμοίραζαν το ρίσκο σε εκείνους που θα μπορούσαν να το αντέξουν. Η εποπτεία και οι ρυθμίσεις, υποστήριζαν οι υπέρμαχοι της απελευθέρωσης, θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη, ενώ οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις.
Με τη σημερινή όμως κρίση, αντιλαμβανόμαστε πλέον ότι ακόμη και οι πιο καλά ενημερωμένοι παίκτες στην αγορά δεν είχαν ιδέα για τα νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία, που ξαφνικά εμφανίστηκαν. Σήμερα κανείς πλέον δεν αμφισβητεί την ανάγκη για αναθεώρηση του χρηματοοικονομικού τομέα.
Οι οικονομολόγοι
Τι ακριβώς όμως πρέπει να γίνει; Οι οικονομολόγοι, που εστιάζουν σε τέτοια ζητήματα, εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες.
Κατ' αρχήν, έχουμε τους φιλελεύθερους, για τους οποίους η όποια εκούσια συναλλαγή μεταξύ δύο ενηλίκων δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα. Εάν εσύ πουλάς ένα κομμάτι χαρτί, το οποίο εγώ θέλω να αγοράσω, είναι δική μου ευθύνη να γνωρίζω τι αγοράζω και να έχω υπόψη μου τις πιθανές αρνητικές συνέπειες. Εάν η αγορά με ζημιώσει, ευθύνομαι αποκλειστικά εγώ. Δεν μπορώ να ζητήσω σωσίβιο σωτηρίας από την κυβέρνηση.
Οι μη φιλελεύθεροι (τους οποίους θα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες στη συνέχεια) αναγνωρίζουν το αδύνατο σημείο του επιχειρήματος: οι χρηματοοικονομικές καταστροφές περιλαμβάνουν αυτό που οικονομολόγοι ονομάζουν «συστημικό ρίσκο» -όλοι πληρώνουν κάποιο τίμημα.
Οπως έδειξε και η περίπτωση της Bear Stearns, η κυβέρνηση ενδέχεται να χρειαστεί να διασώσει ιδιωτικούς οργανισμούς, προκειμένου να αποτρέψει τον πανικό, που θα είχε ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες. Πολλοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, λοιπόν, και ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι, λειτουργούν με εγγύηση της κυβέρνησης. Και ακριβώς αυτή η πραγματικότητα είναι που δικαιολογεί την κρατική παρέμβαση σε επίπεδο ρύθμισης των πρακτικών δανεισμού και επενδύσεων.
Οι σκεπτικιστές
Για το λόγο αυτό, οι οικονομολόγοι της δεύτερης και τη τρίτης ομάδας -ας τους πούμε ένθερμους θιασώτες και σκεπτικιστές- είναι υπέρ της παρέμβασης. Διαφωνούν ωστόσο ως προς την έκταση της παρέμβασης, εξαιτίας της διαφορετικής οπτικής τους για τα όρια της αποτελεσματικότητας των ρυθμιστικών και εποπτικών μηχανισμών.
Οι πρώτοι τείνουν να θεωρούν κάθε κρίση ως ευκαιρία για εκμάθηση. Ακόμη και αν το προληπτικό ρυθμιστικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί εποπτείας είναι τέλεια, η επέκτασή τους στα αντισταθμιστικά ταμεία (hedge funds) και σε άλλους μη ρυθμιζόμενους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς θα μπορούσε να ενέχει κινδύνους.
Οταν η κατάσταση είναι πολύ περίπλοκη για τις κρατικές ρυθμιστικές αρχές, την ευθύνη μπορεί πάντα να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας, βασιζόμενος στα μοντέλα εκτίμησης ρίσκου των οίκων αξιολόγησης και των χρηματοοικονομικών εταιρειών. Τα οφέλη της χρηματοοικονομικής καινοτομίας είναι πολύ σημαντικά, για να ρισκάρουμε να τα χάσουμε με μία πιο αυστηρή παρέμβαση.
Οι σκεπτικιστές διαφωνούν. Υποστηρίζουν ότι οι χρηματοοικονομικές καινοτομίες έχει δημιουργήσει τεράστια κέρδη (όχι όμως και για τον ίδιο το χρηματοοικονομικό τομέα) και αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των προληπτικών ρυθμίσεων.
Η πραγματική πρόληψη και εποπτεία απαιτούν ευρεία γκάμα εργαλείων πολιτικής, μεταξύ των οποίων είναι τα ποσοτικά πλαφόν, οι φόροι συναλλαγών, οι περιορισμοί στην τιτλοποίηση, απαγορεύσεις ή άλλα έμμεσα μέτρα αποτροπής συγκεκριμένων συναλλαγών. Ολα τα παραπάνω όμως συνιστούν ανάθεμα για τους περισσότερους παίκτες στις χρηματοοικονομικές αγορές.
Τρεις άλλοι τομείς
Για να κατανοήσετε τη λογική μιας πιο ευρείας προσέγγισης στη ρύθμιση των χρηματοοικονομικών αγορών, σκεφτείτε τρεις άλλους τομείς: ναρκωτικές/φαρμακευτικές ουσίες, καπνό και όπλα. Σε καθέναν από αυτούς τους τομείς, προσπαθούμε να εξισορροπήσουμε τα προσωπικά οφέλη και την ελευθερία των προσωπικών επιλογών με την ανάγκη για προστασία από τους κινδύνους για το άτομο και την κοινωνία.
Μία στρατηγική είναι να επισημάνουμε τους κινδύνους και τις συμπεριφορές, που προκαλούν προβλήματα και να βασιστούμε στη συνέχεια στην αυτορρύθμιση. Στην ουσία, αυτή είναι η προσέγγιση, που συστήνουν οι θιασώτες του χρηματοοικονομικού τομέα: ορίστε τις παραμέτρους συμπεριφοράς και αφήστε τους συναλλασσομένους στις χρηματοοικονομικές αγορές να δρουν ελεύθερα.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο, ωστόσο, και στους τρεις προαναφερθέντες τομείς είναι πολύ πιο αυστηρό. Περιορίζουμε αυστηρά έως και απαγορεύουμε την πρόσβαση στις περισσότερες ναρκωτικές/φαρμακευτικές ουσίες, επιβάλλουμε βαρύτατους φόρους και διαφημιστικούς περιορισμούς στον καπνό και ελέγχουμε την κυκλοφορία και την κατοχή των όπλων: Τίθεται δηλαδή σε εφαρμογή μία βασική αρχή της πρόληψης και της εποπτείας: επειδή οι δυνατότητές μας να ελέγξουμε και να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά των ατόμων έχουν κάποιο όριο, πρέπει να βασιστούμε σε μία ευρύτερη σειρά παρεμβάσεων.
Στην ουσία, οι ένθερμοι υποστηρικτές της χρηματοοικονομικής αγοράς θυμίζουν τους υπερμάχους της ελεύθερης οπλοκατοχής στις ΗΠΑ, που υποστηρίζουν ότι «τα όπλα δεν σκοτώνουν τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι σκοτώνουν τους ανθρώπους». Το μήνυμά τους είναι ξεκάθαρο: τιμωρήστε όσους χρησιμοποιούν τα όπλα για να διαπράξουν εγκλήματα, αλλά μην τιμωρείτε τους υπολοίπους, περιορίζοντας την πρόσβασή τους στα όπλα.
Επειδή, όμως, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η απειλή της τιμωρίας αποτρέπει σε κάθε περίπτωση το έγκλημα ή ότι όλοι οι εγκληματίες θα συλληφθούν, η δυνατότητά μας να εξασφαλίσουμε ότι οι κάτοχοι όπλων φέρονται με υπευθυνότητα είναι ουσιαστικά εξαιρετικά περιορισμένη.
Για αυτό και οι περισσότερες ανεπτυγμένες κοινωνίες ελέγχουν αυστηρά την οπλοκατοχή. Οι σκεπτικιστές πιστεύουν ότι εξίσου περιορισμένες είναι και οι δυνατότητές μας να διασφαλίσουμε χωρίς συγκεκριμένες ρυθμίσεις την υπεύθυνη συμπεριφορά στις χρηματοοικονομικές αγορές.
Το εάν κανείς συμφωνεί με τη μία ή την άλλη ομάδα εξαρτάται από την οπτική του για τα καθαρά οφέλη της χρηματοοικονομικής καινοτομίας.
Και για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα του τομέα ναρκωτικών/φαρμακευτικών ουσιών, το ερώτημα είναι εάν κάποιος πιστεύει ότι η χρηματοοικονομική καινοτομία είναι σαν την ασπιρίνη, η οποία παράγει τεράστια οφέλη με περιορισμένο ρίσκο, ή μεθαμφεταμίνη, η οποία προκαλεί αρχικά ευφορία και οδηγεί τελικά στην κατάρρευση.
* ΝΤΑΝΙ ΡΟΝΤΡΙΚ, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, κάτοχος του βραβείου Αλμπερτ Χίρσμαν. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «One Economics, Many Recipes: Globalization, Institutions, and Economic Growth».
Copyright: Project Syndicate, 2008.