H ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ οικονομία υφίσταται πλήγμα από τις υψηλές τιμές ενέργειας. Την ώρα που οι χώρες εξαγωγής ενεργειακών προϊόντων σε Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές απολαμβάνουν μεγάλα κέρδη, ο υπόλοιπος κόσμος «υποφέρει».
H ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ οικονομία υφίσταται πλήγμα από τις υψηλές τιμές ενέργειας. Την ώρα που οι χώρες εξαγωγής ενεργειακών προϊόντων σε Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές απολαμβάνουν μεγάλα κέρδη, ο υπόλοιπος κόσμος «υποφέρει», καθώς η τιμή του πετρελαίου έχει ξεπεράσει τα 120 δολάρια το βαρέλι, ενώ διπλάσια είναι πλέον και η τιμή του άνθρακα.
Χωρίς άφθονη και χαμηλού κόστους ενέργεια, απειλείται κάθε παράμετρος της παγκόσμιας οικονομίας. Για παράδειγμα, οι τιμές ειδών διατροφής αυξάνονται με την ίδια ταχύτητα που αυξάνονται οι τιμές πετρελαίου, εν μέρει εξαιτίας του υψηλότερου κόστους παραγωγής αλλά και διότι οι αγροτικές εκτάσεις στις ΗΠΑ και άλλες χώρες χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων αντί για την παραγωγή σιτηρών.
Το πετρέλαιο
Για τις υψηλές τιμές πετρελαίου δεν διαφαίνεται κάποια λύση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι υψηλές τιμές αντικατοπτρίζουν τις βασικές συνθήκες προσφοράς και ζήτησης. Η παγκόσμια οικονομία -και ειδικότερα Κίνα, Ινδία και άλλες χώρες στην Ασία- αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, συντελώντας σε αυξημένη ζήτηση για ενέργεια, κυρίως για ηλεκτρική ενέργεια και μεταφορές.
Παρ' όλα αυτά, δεν είναι εύκολο να συμβαδίζει η παραγωγή πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα με την αυξημένη ζήτηση, παρά την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων. Και, σε πολλές περιοχές, τα αποθέματα πετρελαίου μειώνονται.
Κατά κάποιον τρόπο, υπάρχουν μεγαλύτερα αποθέματα άνθρακα, τα οποία μπορούν να μετατραπούν σε υγρά καύσιμα για τις μεταφορές. Από την άλλη πλευρά, ο άνθρακας αποτελεί ανεπαρκές υποκατάστατο, εν μέρει εξαιτίας των περιορισμένων αποθεμάτων και εν μέρει διότι η καύση άνθρακα συντελεί στην έκλυση διοξειδίου στην ατμόσφαιρα, αποτελώντας μια επικίνδυνη για το περιβάλλον πηγή ενέργειας.
Για να καταφέρουν οι αναπτυσσόμενες χώρες να παραμείνουν σε αναπτυξιακή τροχιά -όπως και οι πλούσιες χώρες να αποφύγουν τον κίνδυνο οικονομικής επιβράδυνσης- είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν νέες ενεργειακές τεχνολογίες.
Θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη του τρεις στόχους: χαμηλού κόστους εναλλακτικές πηγές ενέργειας έναντι των ορυκτών καυσίμων, μεγαλύτερη ενεργειακή επάρκεια και μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Η ηλιακή
Η περισσότερα υποσχόμενη τεχνολογία -σε μακροπρόθεσμη βάση- είναι η ηλιακή ενέργεια. Η συνολική ηλιακή ακτινοβολία που φθάνει στον Πλανήτη είναι 1.000 φορές μεγαλύτερη από την παγκόσμια χρήση ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και ένα μικρό κομμάτι της γήινης επιφάνειας -κυρίως σε ερημικές περιοχές, που συγκεντρώνουν μεγάλο μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας- μπορεί να προμηθεύσει μεγάλο ποσοστό της ανθρωπότητας με ηλεκτρική ενέργεια.
Για παράδειγμα, εγκαταστάσεις ηλιακής ενέργειας στην έρημο Mohave της Αμερικής θα μπορούσαν να καλύψουν περισσότερο από το ήμισυ των συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας. Εργοστάσια ηλιακής ενέργειας στη Βόρεια Αφρική θα μπορούσαν να προμηθεύσουν με ενέργεια τη Δυτική Ευρώπη. Και εργοστάσια ηλιακής ενέργειας στην έρημο Sahel της Αφρικής -νοτίως της ερήμου Σαχάρα- θα μπορούσαν να προμηθεύσουν με ηλεκτρική ενέργεια τις περισσότερες περιοχές Δυτικής, Ανατολικής και Κεντρικής Αφρικής.
Ίσως το περισσότερα υποσχόμενο επίτευγμα όσον αφορά την ενεργειακή επάρκεια των οχημάτων να είναι η τεχνολογία υβριδικών αυτοκινήτων, μέσω της οποίας η ενεργειακή επάρκεια των νέων οχημάτων θα μπορούσε να τριπλασιασθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Βασικός στόχος είναι η λειτουργία των αυτοκινήτων αποκλειστικά και μόνο με μπαταρίες που θα επαναφορτίζονται κάθε βράδυ, αλλά και με υβριδικό κινητήρα βενζίνης, η οποία θα λειτουργεί εφεδρικά. Μια πρώτη έκδοση αναμένεται από την General Motors το 2010.
Γεωλογική αποθήκευση
Η πιο σημαντική τεχνολογία για την ασφαλή περιβαλλοντική χρήση του άνθρακα είναι η συγκέντρωση και γεωλογική αποθήκευση των αερίων διοξειδίου του άνθρακα που εκλύονται από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας.
Τέτοιου είδους συγκέντρωση και απομόνωση του αερίων διοξειδίου του άνθρακα είναι απαραίτητη σε χώρες κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων άνθρακα και ειδικότερα Κίνα, Ινδία, Αυστραλία και ΗΠΑ. Οι σημαντικότερες τεχνολογίες συγκέντρωσης και αποθήκευσης CO2 έχουν ήδη αναπτυχθεί.
Και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επενδύουν στην επιστήμη και στις δοκιμές αρχικών σταδίων, παρά το υψηλό κόστος που συνεπάγεται η συγκεκριμένη διαδικασία. Χωρίς έστω και μερική χρηματοδότηση από το κράτος, η εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών θα πραγματοποιηθεί με βραδείς ρυθμούς.
Πράγματι, οι περισσότερες σημαντικές τεχνολογίες που θεωρούμε πλέον δεδομένες -αεροσκάφη, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, Διαδίκτυο και καινούρια φάρμακα, για να αναφέρουμε ορισμένες από αυτές- είχαν εξασφαλίσει ζωτικής σημασίας κρατικά κεφάλαια κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης και δοκιμής.
Κρατική επιδότηση
Είναι λυπηρό και σοκαριστικό το γεγονός ότι η κρατική επιδότηση είναι περιορισμένη, καθώς η επιτυχία αυτών των τεχνολογιών θα μπορούσε να «μεταφρασθεί» σε οικονομική παραγωγή πολλών τρισ. δολαρίων.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Ενεργειακής Υπηρεσίας (ΙΕΑ), το 2006 η αμερικανική κυβέρνηση επένδυσε μόλις τρία δισ. δολάρια για έρευνα και ανάπτυξη στον ενεργειακό τομέα, ένα ποσό κατά 40% μειωμένο σε σύγκριση με τις αντίστοιχες κρατικές δαπάνες των αρχών της δεκαετίας του ΄80, όπως και ένα ποσό που ισοδυναμεί με το ποσό που δαπανούν οι ΗΠΑ για στρατιωτικό εξοπλισμό σε μιάμιση ημέρα.
Και τα δεδομένα είναι περισσότερο αποθαρρυντικά εάν ανατρέξει κανείς σε επιμέρους στοιχεία. Η χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική, γεωθερμική, θαλάσσια και βιο-ενέργεια) ανερχόταν μόλις στα 239 εκατ. δολάρια.
Οι δαπάνες για συγκέντρωση και αποθήκευση άνθρακα ανήλθαν μόλις στα 67 εκατ. δολάρια, ενώ οι δαπάνες για ενεργειακή επάρκεια σε όλους τους τομείς (κτήρια, μεταφορές και βιομηχανία) ανήλθαν στα 352 εκατ. δολάρια.
Τεχνολογίες
Η ανάπτυξη νέων ενεργειακών τεχνολογιών δεν αποτελεί ευθύνη μόνο της Αμερικής. Η συνεργασία -σε διεθνές επίπεδο- για την προώθηση ενεργειακών τεχνολογιών είναι αναγκαία για την αύξηση των αποθεμάτων και τη διασφάλιση ότι η ενεργειακή χρήση είναι ασφαλής προς το περιβάλλον, ώστε να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των κλιματολογικών αλλαγών, το οποίο ανέκυψε εξαιτίας της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Μια τέτοια προοπτική είναι ευνοϊκή τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη, από τη στιγμή που θα μπορούσε να ενώσει τον κόσμο κάτω από ένα κοινό συμφέρον, αντί για τη διχόνοια που προκύπτει εξαιτίας της μείωσης των αποθεμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα.
JEFFREY SACHS, καθηγητής οικονομικών και επικεφαλής του Earth Institute, στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Ο κ. Sachs είναι παράλληλα ειδικός σύμβουλος του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας.
Copyright: Project Syndicate, 2008.