Κόσμος
Τρίτη, 24 Ιουνίου 2008 21:38

Παραδοσιακοί και «έξυπνοι» τρόποι ελέγχου των ΜΜΕ

Ο Τιμ Ράσερτ και ο Πατρίκ Πουαβρ ντ' Αρβόρ σταμάτησαν να βγαίνουν στην οθόνη της τηλεόρασης την ίδια εβδομάδα. Ο πρώτος πέθανε από έμφραγμα, ο δεύτερος απολύθηκε.

Μέσα από το πρόγραμμά του με συνεντεύξεις, ο Ράσερτ όριζε την πολιτική συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με την «Ουάσινγκτον Ποστ», η αμερικανική πρωτεύουσα δεν είχε γνωρίσει κηδεία σαν του Ράσερτ από την εποχή που πέθαναν οι πρόεδροι Ρίγκαν και Φορντ.

Ο ντ' Αρβόρ επί 21 χρόνια ήταν ο παρουσιαστής του «20 heures», του κυριότερου προγράμματος ειδήσεων και συνεντεύξεων της γαλλικής τηλεόρασης.

Αντίθετα με τον Ράσερτ, που ήταν ένας σοβαρός και συγκροτημένος οικογενειάρχης, το στιλ και η προσωπική ζωή του Πουαβρ ντ' Αρβόρ ήταν πιο πολύπλοκα. Είχε ανακαλυφθεί, για παράδειγμα, ότι η πολύκροτη συνέντευξή του με τον Φιντέλ Κάστρο ήταν προϊόν μοντάζ. Το 1996, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους με αναστολή, για δωροληψία από έναν πολιτικό τον οποίο καλούσε συχνά στο στούντιο. Τότε αναγκάστηκε να αφήσει την εκπομπή για ένα χρόνο. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν στάθηκε ικανό να του στερήσει τη δουλειά του. Τώρα, κυκλοφορούν φήμες ότι απολύθηκε επειδή δεν τα πήγαινε καλά με τον πρόεδρο Σαρκοζί, στενό φίλο του ιδιοκτήτη του καναλιού. «Απομακρύνθηκα με βίαιο τρόπο», δηλώνει.

Ακόμη πιο βίαιο ήταν αυτό που συνέβη πρόσφατα με όλους τους εργαζόμενους στην καθημερινή ρωσική εφημερίδα Moskovsky Korrespondent. Το απροσδόκητο κλείσιμό της φαίνεται ότι αποφασίστηκε μετά τη δημοσίευση της σχέσης που φέρεται να έχει ο Βλαντίμιρ Πούτιν με την ελκυστική γυμνάστρια Αλίνα Καμπάεβα. Οι απολυμένοι δημοσιογράφοι μπορούν βέβαια να παρηγορούνται με την ιδέα ότι είναι ακόμη ζωντανοί, κάτι που δεν συμβαίνει με πολλούς συναδέλφους τους στο Μεξικό, το Ιράκ, αλλά και την ίδια τη Ρωσία.

Η δολοφονία ενός δημοσιογράφου που γνωρίζει και λέει πολλά, αποτελεί βέβαια μια ακραία πρακτική. Υπάρχουν λιγότερο αιματηροί τρόποι να φιμωθεί, ή τουλάχιστον να υποταχθεί, ένα μέσο ενημέρωσης. Ενας από τους τρόπους αυτούς είναι η εφαρμογή νόμων που υποτίθεται ότι αποσκοπούν στην προστασία της υπόληψης των πολιτών (δηλαδή των πολιτικών), αλλά στην πραγματικότητα καταπατούν την ελευθερία του Τύπου. Ακόμη πιο ισχυρός τρόπος, όμως, είναι ο οικονομικός. Ο πιο εύκολος τρόπος να αποκτήσεις τον έλεγχο ενός μέσου ενημέρωσης είναι να το αγοράσεις. Ενα άλλο κανάλι άσκησης επιρροής είναι η κρατική διαφήμιση, που κατανέμεται ανάλογα με το ποιος ιδιοκτήτης είναι φίλος με τον ηγέτη.

Οι διαδεδομένες αυτές πρακτικές έχουν ως αποτέλεσμα, σε αυτή την «εποχή της πληροφορίας», να ενημερώνεται η παγκόσμια κοινή γνώμη από μέσα που υπηρετούν συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα ή είναι ευάλωτα σε πιέσεις από τέτοια συμφέροντα.

Ο ερευνητής Σιμεόν Τζάνκοβ και οι συνάδελφοί του πραγματοποίησαν πρόσφατα μία έρευνα. Σε 97 χώρες, εξέτασαν ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες των πέντε εφημερίδων με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα, των πέντε καναλιών με τη μεγαλύτερη θεαματικότητα και των πέντε ραδιοφωνικών σταθμών με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα. Η διαπίστωσή τους ήταν ότι, κατά μέσο όρο, το Κράτος κατέχει το 30% των κυριοτέρων εφημερίδων, το 60% των κυριοτέρων τηλεοπτικών καναλιών και το 72% των κυριοτέρων ραδιοφωνικών σταθμών. Τα υπόλοιπα μέσα ανήκουν στην πλειοψηφία τους σε μεγάλες οικογένειες, που ελέγχουν το 54% των μεγάλων εφημερίδων του πλανήτη και το 34% των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών. Ο Ρούπερτ Μέρντοκ και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. Μόνο το 4% των κυριοτέρων μέσων ενημέρωσης του πλανήτη έχουν μια ιδιοκτησιακή δομή διασπαρμένη μεταξύ πολλών μετόχων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τον έλεγχο των μεγάλων μέσων τον ασκούν οι κυβερνήσεις ή οι μεγιστάνες και οι οικογένειές τους.

Η έρευνα έδειξε ότι οι χώρες όπου η ιδιοκτησία των μέσων είναι συγκεντρωμένη σε λιγότερα χέρια, χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερους δείκτες διαφθοράς, χειρότερη διαχείριση της οικονομίας, χειρότερη ποιότητα της εκπαίδευσης και της υγείας, πιο στρεβλές νομισματικές αγορές και λιγότερα δικαιώματα για τους πολίτες.

Τι κρίμα που ο Τιμ Ράσερτ δεν μπορεί να κάνει μια εκπομπή με αυτό το θέμα!

Πηγή: El Pais, ΑΠΕ-ΜΠΕ