Η ακρίβεια ως θέμα έχει μετατραπεί, όπως συνηθίζεται άλλωστε, σε «σίριαλ» ελληνικής έμπνευσης. Οι προσεγγίσεις από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Η ακρίβεια ως θέμα έχει μετατραπεί, όπως συνηθίζεται άλλωστε, σε «σίριαλ» ελληνικής έμπνευσης. Οι προσεγγίσεις από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το πλέον ανάλγητο φαινόμενο της οικονομίας, που κατατρώει εισοδήματα και περιθωριοποιεί στρώματα του πληθυσμού, προσεγγίζεται επιφανειακά, χωρίς καμία εμβάθυνση στις πραγματικές του αιτίες.
Ετσι υπερτονίζονται τα αρνητικά αποτελέσματά του, ενώ υποβαθμίζεται ο ρόλος της συγκυρίας, μένει στο απυρόβλητο η συμμετοχή του Κράτους στη διόγκωση του φαινομένου, ωθείται ο απλός καταναλωτής να διαδραματίζει το ρόλο του διαμαρτυρόμενου, χωρίς να του θυμίζει κανείς τη δύναμη που κατέχει.
Αν ξεκινήσουμε από τον τελευταίο, θα παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος που δρα ο Ελληνας καταναλωτής, απέχει παρασάγγας από αυτόν του Γερμανού, του Ολλανδού, ή ακόμη και του Ιταλού. Για παράδειγμα, σε όλα τα σούπερ μάρκετ, κυκλοφορούσε πάντα φρέσκο γάλα σε τιμές κάτω από 1 ευρώ, αρκετές φορές και επώνυμο. Ωστόσο σε κάθε ευκαιρία, ακούγαμε να μιλούν για το γάλα των 1,40 και 1,50 ευρώ. Το ίδιο και στα καύσιμα. Υπάρχουν εταιρείες που ασκούν πολιτική υψηλών τιμών και άλλες χαμηλότερων τιμών.
Ωστόσο, και οι «ακριβές» και οι «φθηνές», έχουν σχεδόν την ίδια αντιμετώπιση από τον καταναλωτή. Λειτουργούν το ίδιο αποτελεσματικά και τα «φθηνά» και τα «ακριβά» πρατήρια. Με απλά λόγια, ο καταναλωτής δεν έχει μάθει να επιβραβεύει τον φθηνό, ή να έχει ως γνώμονα τη σχέση τιμής-οφέλους, κάτι που σε άλλες πιο προηγμένες κοινωνίες, αποτελεί κοινό τόπο.
Ας έρθουμε τώρα στο ρόλο του Κράτους υπό την ευρεία του έννοια. Ρόλος του δεν είναι μόνο η αστυνόμευση, η ελεγκτική διαδικασία, που στα θέματα τιμών, πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, ώστε να λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή.
Μεγαλύτερη σημασία, έχουν οι πρακτικές που μετέρχεται το ίδιο το Κράτος, ώστε να δίνει το στίγμα του νοικοκυριού και της φροντίδας σε όλη την κοινωνία. Για παράδειγμα, λέμε ότι στην Ελλάδα έχουμε τον ακριβότερο σερβιριζόμενο καφέ. Κανείς όμως δεν ρωτά, πόσο κοστίζει σε δημοτικά τέλη το τραπεζάκι της πλατείας.
Ούτε το πόσο πληρώνει κάθε μήνα ο ιδιοκτήτης του καφέ στο Λιμενικό Ταμείο, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων κ.λπ κ.λπ. Αυτοί οι δημόσιοι φορείς, ενδιαφέρονται να εισπράττουν όσο γίνεται περισσότερα από τους επιχειρηματίες. Οι τελευταίοι από πού θα τα εισπράξουν; Μα από τον καφέ που θα προσφέρουν στον πελάτη τους.
Λέμε ότι έχουμε ακριβά καύσιμα. Ομολόγησε όμως κανείς, στην τιμή του κάθε λίτρου, τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν τα διάφορα τέλη υπέρ Ταμείων και φορέων; Δηλαδή το Κράτος κατάφερε να μεταφέρει στον καταναλωτή υποχρεώσεις που θα έπρεπε να έχουν είτε ο προϋπολογισμός, είτε οι ωφελούμενοι από το Ταμείο.
Ιδιαίτερα στους εθνικούς δρόμους, τα πρατήρια έχουν σταθερά τις πιο υψηλές τιμές. Πόσα όμως εισπράττει το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας ως μηνιαίο ενοίκιο. Και εν ακόμη, πότε έθεσε κριτήριο τιμών πώλησης, στην επιλογή της επιχείρησης στην οποία θα μισθώσει το Σταθμό Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών;
Και εδώ, το ΤΕΟ ενδιαφέρεται να εισπράττει όσο γίνεται περισσότερα. Τελικά η επιχείρηση που εκμεταλλεύεται τον ΣΕΑ, το ακριβό μίσθωμα που καταβάλλει στο ΤΕΟ, το εισπράττει από τον καταναλωτή. Ετσι ο τελευταίος, πέρα από τους φανερούς φόρους, πληρώνει και τον κρυφό φόρο που δεν είναι άλλος από το υψηλό μίσθωμα που εισπράττει ο κρατικός φορέας.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια. Οι πλοιοκτήτες μιλούν για επιβάρυνση 30% στην τιμή του εισιτηρίου, από τα μη ανταποδοτικά τέλη που επιβάλλονται, για να ενισχύσουν ταμεία, σωματεία κ.λπ. Αν όμως είναι δύσκολο να καταργηθούν όλες οι επιβαρύνσεις, γιατί το Δημόσιο, δεν μειώνει το συντελεστή ΦΠΑ;
Γιατί να τιμωρείται ο κάτοικος του νησιού με τον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ, για τη μετακίνησή του προς το κέντρο, όταν από τα πράγματα δεν έχει δυνατότητα να χρησιμοποιήσει οδικό δίκτυο; Γιατί να τιμωρείται δεύτερη φορά με τα ακριβότερα προϊόντα που είναι υποχρεωμένος να αγοράζει, αφού και αυτών η μεταφορά επιβαρύνεται με τον υψηλό συντελεστή;
Εν τέλει, πότε και ποια ελληνική κυβέρνηση, επιδίωξε να χαρακτηρίσει τις μεταφορές στη νησιωτική περιφέρεια της χώρας ως υπηρεσία κοινωνικής ωφέλειας, που θα πρέπει να επιδοτείται με εθνικούς ή με κοινοτικούς πόρους;
Τέλος, αναρωτήθηκε κανείς, πόσο επιβαρύνεται ένα προϊόν που διακινείται από τα ελληνικά λιμάνια; Πόσο δηλαδή κοστίζει η μεταφορά του κοντέινερ από την Κίνα, την Ινδία, η την Κορέα στον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Ελευσίνα ή τον Αστακό και πόσο η μεταφορά του από την πύλη του λιμανιού στην αποθήκη του καταστήματος. Με βάση τις τιμές που έχουμε υπ΄ όψη μας, ο Αστακός βρίσκεται πιο μακριά από την Κίνα.
Οσο για το ποιος καθορίζει τα τιμολόγια μεταφοράς, περιττεύει να πούμε ότι είναι το ίδιο το Κράτος, που διαπραγματεύεται με το «κλειστό επάγγελμα» τα κόμιστρα, και με πρόσχημα αυτά να είναι... χαμηλά.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΪΤΑΝΤΖΙΔΗΣ