Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση ανάμεσα στον καθηγητή Μαρέκ Λουζέκ, σύμβουλο του Τσέχου προέδρου της Δημοκρατίας, και του Τζιμ Ο' Νιλ, διευθυντή οικονομικών και παγκόσμιων ερευνών στην Goldman Sachs για τα οφέλη ή όχι της ΟΝΕ για την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Μπορεί η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στη σημερινή οικονομική κρίση, που είναι πολύπλευρη και πολύπλοκη; Υπήρξε το ευρώ μία καλή λύση και μπορεί να βοηθήσει την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής οικονομίας, ανταγωνιστικής και κοινωνικά αποδεκτής;
Αυτά και αρκετά άλλα θέματα συζητήσαμε προσφάτως στις Βρυξέλλες με δύο διακεκριμένους μελετητές, των οποίων ωστόσο οι απόψεις διΐστανται: ο ένας είναι ο Τσέχος καθηγητής του πανεπιστημίου της Πράγας, κ. Μαρέκ Λουζέκ, που είναι ταυτοχρόνως οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Δημοκρατίας κ. Βάτσλαβ Κλάους και αναλυτής στο Κέντρο Πολιτικής Οικονομίας της Πράγας. Ο δεύτερος είναι ο κ. Τζιμ Ο' Νιλ, διευθυντής οικονομικών και παγκόσμιων ερευνών στη γνωστή εταιρεία Goldman Sachs.
Η Ευρώπη διαθέτει τις απαραίτητες δυνάμεις και την απαιτούμενη θέληση για να βγει όσο γίνεται λιγότερο πληγωμένη από τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση;
ΤΖΙΜ Ο' ΝΙΛ: Είναι καιρός η Ευρώπη να δράσει με περισσότερη τόλμη, τόσο στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ όσο και στη διεθνή σκηνή. Αν το ευρώ, από χρηματοοικονομικής πλευράς, συμπεριφέρθηκε σωστά από τότε που λανσαρίστηκε, το 1999, η νομισματική ένωση δεν κράτησε τις υποσχέσεις της στο οικονομικό επίπεδο. Στον σημερινό ανταγωνιστικό κόσμο, η Ευρώπη υστερεί σε φαντασία και οικονομική ελευθερία. Προστατεύει εθνικές επιχειρήσεις με τρόπο που τελικά πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους. Από την άλλη πλευρά, πιστεύω ότι ήρθε η ώρα οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες να αναλάβουν κάποιες πρωτοβουλίες, στους κόλπους των μεγάλων παγκόσμιων οικονομικών οργανισμών και λεσχών, όπως είναι η λέσχη G8.
ΜΑΡΕΚ ΛΟΥΖΕΚ: Ο κ. Ο' Νιλ θεωρεί ότι, επειδή σήμερα το ευρώ είναι πιο δυνατό από ό,τι ήταν όταν μπήκε στην παγκόσμια αγορά, πρόκειται για επιτυχία. Θεωρώ ότι αυτή είναι μία θεώρηση που σίγουρα δεν ικανοποιεί τους Ευρωπαίους εξαγωγείς. Υπό αυτή την έννοια, αναρωτιέμαι: τα τελευταία χρόνια το ευρώ επιτάχυνε ή επιβράδυνε την οικονομική ανάπτυξη των χωρών-μελών; Οι αριθμοί είναι εύγλωττοι. Ενώ η Ε.Ε. δεν σταμάτησε να ολοκληρώνεται, η οικονομική ανάπτυξη συνεχώς επιβραδύνεται, από δεκαετία σε δεκαετία. Η μέση ανάπτυξη των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών ήταν 5,8% τη δεκαετία του '50, έπεσε στο 4,3% την δεκαετία του '60, έγινε 2,3% τη δεκαετία του '80 και είναι μόλις 1,7% σήμερα. Συνεπώς, αντί το ενιαίο νόμισμα να ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη των μελών της Ευρωζώνης, αντιθέτως, τη θέτει σε κίνδυνο. Εξάλλου, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του Ηνωμένου Βασιλείου, που δεν συμμετέχει σε αυτήν. Κατά τη γνώμη μου, η κατάσταση θα επιδεινωθεί και σύντομα η Ε.Ε. θα μπει σε φάση στασιμοπληθωρισμού.
ΤΖΙΜ Ο' ΝΙΛ: Μία παρατήρηση. Δεν ευθύνεται το ευρώ για την υποχώρηση της οικονομικής ανάπτυξης. Ευθύνονται οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, οι οποίες εξακολουθούν να συμπεριφέρονται ως μη μέλη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ). Με αποτέλεσμα, η παραγωγικότητα στην Ευρωζώνη να είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη στις ΗΠΑ. Ακόμα χειρότερα, ο ευρωπαϊκός κοντοθωρισμός μπροστά στις παγκόσμιες πραγματικότητες αμαυρώνει και τη διεθνή εικόνα της γηραιάς ηπείρου, η οποία φαντάζει στους άλλους σαν μία περιοχή κατσουφιασμένη, διστακτική και χωρίς φιλοδοξίες. Είμαι όμως βέβαιος ότι η κατάσταση θα ήταν χειρότερη χωρίς την ύπαρξη του ευρώ.
ΜΑΡΕΚ ΛΟΥΖΕΚ: Θέλω να επισημάνω ότι η Ευρωζώνη δεν προσφέρει μεγιστοποιημένα οφέλη στα μέλη της. Η ακαμψία της ενιαίας νομισματικής πολιτικής έχει διαφορετικές επιπτώσεις στις επιμέρους χώρες-μέλη. Έτσι, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι περιοριστική για τη Γερμανία και τη Γαλλία και πολύ ακριβή για την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία. Στο μεταξύ, σε ολόκληρη την Ευρωζώνη η ανεργία είναι πολύ υψηλή. Έτσι, η επιτυχία της Ευρωζώνης δεν εξαρτάται από τον θεσμό που την αντιπροσωπεύει, αλλά από επιπτώσεις της νομισματικής της πολιτικής. Περισσότερο από ένα ενιαίο νόμισμα, η Ευρώπη είχε ανάγκη από αναπτυξιακά τονωτικά. Αυτά όμως είναι αδιανόητα, όταν υπάρχουν υπερ-παρεμβάσεις και ακαμψίες στην αγορά εργασίας.
Με άλλα λόγια, το μεγάλο πρόβλημα για την Ευρώπη είναι πολιτικό. Κατά τη γνώμη μου, η οποιαδήποτε οικονομική και ενιαία νομισματική πολιτική είναι καταδικασμένη να βρίσκεται σε κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στο μέτρο που η Ευρώπη είναι πολιτικός νάνος. Ήταν αυτό το όραμα των ιδρυτών της;
ΤΖΙΜ Ο' ΝΙΛ: Σίγουρα όχι. Δεν ήταν αυτό το όραμά τους. Και από μία άποψη έχετε δίκιο. Η Ευρώπη πολιτικά παραπαίει, σήμερα δε ακόμη περισσότερο, μετά το ιρλανδικό «όχι» στη μεταρρυθμιστική συνθήκη. Παρόλα αυτά, η Ευρώπη μπορεί να πιέσει ώστε να μεταρρυθμιστεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και να αλλάξει επί τα βελτίω η σύνθεση του περίφημου G8. Στο τραπέζι των παγκόσμιων οικονομικών διαπραγματεύσεων πρέπει επειγόντως να καθίσουν και άλλα σημαντικά έθνη. Μόνον έτσι θα ενισχυόταν η αξιοπιστία αυτών που αποφασίζουν για τα παγκόσμια οικονομικά πράγματα. Υπό αυτή την έννοια, η Ευρωζώνη θα μπορούσε να έχει έναν εκπρόσωπο και όχι όσους έχει σήμερα. Από την άλλη πλευρά, στο μέτρο που η Ευρώπη επωφελείται από την ανάπτυξη της Βραζιλίας, της Ινδίας, της Κίνας και της Ρωσίας, δεν μπορεί να παραπονείται για τις κινεζικές εξαγωγές και να αρνείται την είσοδο στις επιχειρήσεις της κρατικών κεφαλαίων από τις προαναφερόμενες χώρες. Τα κρατικά επενδυτικά ταμεία (sovereign wealth funds) αποτελούν σανίδα σωτηρίας για την παγκόσμια οικονομία και είναι αστείο να απορρίπτονται από κάποιους για λόγους οικονομικού εθνικισμού.
ΜΑΡΕΚ ΛΟΥΖΕΚ: Δεν μπορώ να καταλάβω σε τί θα ωφελούσε την οικονομική ανάπτυξη της Ε.Ε. αν αύριο κυρίαρχες χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχουν εκπρόσωπο στο G8 και εκπροσωπούνται μόνον από την Ε.Ε. Αυτό είναι το πρόβλημα; Ή μήπως το τελευταίο εστιάζεται στην υποκρισία πολλών ηγετών της Ε.Ε.; Η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν είναι σκέτη υποκρισία; Την Ε.Ε. τη μάρανε το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στη Λιθουανία ανέβηκε στο 0,1% και δεν την ενόχλησαν οι διάφορες πολυετείς αποκλίσεις από τα κριτήρια της Γερμανίας και της Γαλλίας; Σε μία Ένωση στην οποία ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, το μέλλον της διακυβεύεται. Γι' αυτό και η Τσεχία δήλωσε ότι μέχρι το 2018 δεν έχει την πρόθεση να υιοθετήσει το ευρώ. Και, πιστέψτε με, ουδόλως ανησυχεί γι' αυτό. Οι ελπίδες της Ευρώπης για το μέλλον δεν εδράζονται στο ευρώ, αλλά στον περιορισμό των παρεμβάσεων και στην ενίσχυση των ελευθεριών και των ατομικών ευθυνών. Στην Τσεχία, πολλοί από εμάς γνωρίζουν τώρα ότι η δημιουργία ενός τοπικού κοινού νομίσματος δεν είναι μήτε αναγκαία, μήτε επαρκής συνθήκη για υγιή οικονομική ανάπτυξη. Απεναντίας, φαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι περιορίστηκαν με τη θέλησή τους μέσα σε μία άκαμπτη νομισματική συμφωνία, η οποία οδήγησε σε απώλεια ενός μη ευκαταφρόνητου μέρους της αρχικής υπάρχουσας προσαρμοστικότητας. Όταν κοιτάζουμε τα τρέχοντα ευρωπαϊκά νομισματικά και οικονομικά προβλήματα, οφείλουμε -τουλάχιστον αναλυτικά- να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα σε δύο ζητήματα: άλλος είναι ο αντίκτυπος μιας νομισματικής ένωσης σε χώρες όχι παρόμοιες, αλλά χώρες που βρίσκονται σε παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, και άλλος ο αντίκτυπος της εισόδου σε νομισματική ένωση μίας χώρας που βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης από το κυρίαρχο τμήμα της ένωσης, και υπόκειται σε δυναμικές θεσμικές αλλαγές, σε μία προσπάθεια να προλάβει τους περισσότερο αναπτυγμένους εταίρους της. Αυτές οι διαφορές συνιστούν σήμερα σοβαρό πρόβλημα για την Ευρώπη.
ΤΖΙΜ Ο' ΝΙΛ: Διαφωνώ με την άποψη αυτή. Δεν στηρίζεται σε καμία σοβαρή θεωρία. Πολλές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, παρουσιάζουν αισθητές εσωτερικές διαφορές. Προφανώς, η απουσία μίας συναλλαγματικής αγοράς που θα μπορούσε να αντιδρά ως δικλείδα ασφαλείας στις οικονομικές και χρηματιστηριακές πιέσεις, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αύξηση της νομισματικής πτητικότητας. Ο υπεύθυνοι της Ευρωζώνης θα έπρεπε να ανησυχούν λιγότερο για τις εσωτερικές διακυμάνσεις και περισσότερο για τα οικονομικά αποτελέσματα που, από το 1999 και μετά, επιτυγχάνονται σε άλλες περιοχές, εκτός ευρωζώνης. Από την άποψη αυτή, ενώ η ανάπτυξη μετά την δημιουργία της ΟΝΕ είναι σταθερή, η ευρωζώνη χάνει έδαφος από πλευράς ΑΕΠ. Για την κατάσταση αυτή φταίει ο πολιτικός κοντοθωρισμός και όχι το ευρώ, το οποίο, για να εκπληρώσει τον ρόλο του, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός σε ολόκληρη την ζώνη της ΟΝΕ. Κάτι τέτοιο όμως συνεχώς σκοντάφτει στον οικονομικό εθνικισμό, αλλά και σε γελοίες συντεχνιακές συνδικαλιστικές σκοπιμότητες. Ολυμπιακή και Αλιτάλια δεν θα έπρεπε, από καιρό, να είχαν εξαγοραστεί; Τί έγινε, ωστόσο; Απολύτως τίποτε -και το κόστος το πληρώνει η ΟΝΕ. Τέλος, θέλω να προσθέσω ότι το ΔΝΤ πρέπει να γίνει ένας σύγχρονος θεσμός και να διευρύνει τις παγκόσμιες αρμοδιότητές του και σε θέματα εποπτείας των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των διασυνοριακών ροών κεφαλαίων. Επίσης, ένα χρηματοοικονομικό G6 θα ήταν αποτελεσματικότερο σήμερα, από το περίφημο G7.
Στο σημείο αυτό, έκλεισε η συζήτησή μας με τους δύο διαπρεπείς οικονομολόγους, οι οποίοι, κατά τη γνώμη μας, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, έθεσαν σοβαρούς προβληματισμούς για το μέλλον μιας γηράσκουσας Ευρώπης, στην οποία η πολιτική κινδυνεύει από σοβαρές δόσεις αναξιοπιστίας, με αποτέλεσμα ο λαϊκισμός να κερδίζει έδαφος -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το αύριο.