Τρίτη, 09 Σεπτεμβρίου 2008 10:44

Το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής

Ένας νόμος που περιορίζει την κατάχρηση της εξουσίας του Τύπου, προστατεύοντας παράλληλα την ελευθερία του να εκθέσει την κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας θα είναι δύσκολο να συσταθεί, αλλά όχι ακατόρθωτο.

Ένας νόμος που περιορίζει την κατάχρηση της εξουσίας του Τύπου, προστατεύοντας παράλληλα την ελευθερία του να εκθέσει την κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας θα είναι δύσκολο να συσταθεί, αλλά όχι ακατόρθωτο.

Το προσωπικό απόρρητο έχει καταστεί μείζον ζήτημα στη σύγχρονη φιλοσοφία περί δικαίου. Το «δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής» συμπεριλαμβάνεται στην επίσημη διακήρυξη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ, όπως και στο ¶ρθρο 8 του ευρωπαϊκού συντάγματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά το ¶ρθρο 8 εξισορροπείται από το ¶ρθρο 10, το οποίο εγγυάται «την ελεύθερη έκφραση της προσωπικής γνώμης».

Κατά συνέπεια, ποιο από τα δύο δικαιώματα έχει προτεραιότητα σε περίπτωση αντικρουόμενων συμφερόντων; Υπό ποιες συνθήκες -για παράδειγμα- είναι δίκαιο να περιορισθεί η ελευθερία του Τύπου έτσι ώστε να διασφαλισθεί το δικαίωμα περί προστασίας του ιδιωτικού απορρήτου και το αντίθετο;

Ανάλογη ισορροπία επιδιώκεται και μεταξύ του δικαιώματος των πολιτών για προστασία προσωπικών δεδομένων και των αιτημάτων της κυβέρνησης για πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες για την καταπολέμηση του εγκλήματος, της τρομοκρατίας κ.λπ.

Η ελευθερία του λόγου αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις δημοκρατικές ελευθερίες. Αποτελεί μια απαραίτητη προστασία απέναντι στην κατάχρηση της εξουσίας και της συγκάλυψης παράνομων ενεργειών από αξιωματούχους του κράτους. Και δεν υπήρξε χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, το οποίο έριξε από την εξουσία τον πρόεδρο Νίξον, το 1974.

Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει που η ελευθερία του Τύπου είναι εκείνο ακριβώς το είδος της ελευθερίας που οι απολυταρχικές κυβερνήσεις επιθυμούν πιο πολύ να περιορίσουν. Πράγματι, με την προϋπόθεση ότι έχουν τη δυνατότητα να «φιμώσουν» τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, μπορούν ακόμη και να επιτρέψουν (σχετικώς) ελεύθερες εκλογές, όπως στη Ρωσία του Πούτιν. Και με τον Τύπο να λογοκρίνεται σε μεγάλο βαθμό σε πολλές χώρες του κόσμου, η ελευθερία του Τύπου αποτελεί ένα σύνθημα που ισχύει ακόμη και στις ημέρες μας.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που υπάρχει υπερβολική ελευθερία του Τύπου. Με την πάροδο των ετών, οι τάμπλοϊντ εφημερίδες άρχισαν να γίνονται ολοένα και περισσότερο αδιάκριτες, επικαλούμενες το δικαίωμα όχι μόνο του να αποκαλύπτουν τη διαφθορά και την ανικανότητα των αξιωματούχων σε υψηλόβαθμα κλιμάκια της κυβέρνησης, αλλά και να διεγείρουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών με σκανδαλώδεις αποκαλύψεις γύρω από την προσωπική ζωή των διασήμων.

Και ό,τι είχε αρχίσει ως «κουτσομπολιό» εν είδει ψυχαγωγίας γύρω από βασιλικές προσωπικότητες και καλλιτεχνικούς αστέρες έχει καταλήξει σε μια μαζική «επίθεση» στην ιδιωτική ζωή, με τις εφημερίδες να ισχυρίζονται ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να κρατηθούν έξω από τις κρεβατοκάμαρες αποτελεί «επίθεση» κατά της ελευθερίας του λόγου.

Το ζήτημα έφθασε προσφάτως μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας. Το Μάρτιο, η μεγαλύτερη σκανδαλοθηρική βρετανική εφημερίδα «The News of The World», είχε δημοσιεύσει ως πρωτοσέλιδο μια «αποκλειστική» είδηση, με τον τίτλο «επικεφαλής της F1 επιδόθηκε σε διεστραμμένα ναζιστικά όργια με πέντε πόρνες».

Και το ρεπορτάζ εστιαζόταν στον τρόπο με τον οποίο ο Μαξ Μόσλεϊ, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αυτοκινήτων (FIA, του οργανισμού που ασκεί εποπτεία στους διεθνείς αυτοκινητιστικούς αγώνες και αγώνες μοτοσικλετών) και γιός του Βρετανού, πρώην ηγέτη φασιστικής οργάνωσης, σερ Όσβαλντ Μόσλεϊ, είχε λάβει μέρος δύο ημέρες πριν από τη δημοσίευση της «είδησης» σε σαδομαζοχιστικό «όργιο» με «ναζιστικό θέμα», σε ιδιωτικό διαμέρισμα στο Λονδίνο.

Η είδηση συνοδευόταν με φωτογραφίες που είχαν τραβηχθεί κρυφά από μια εκ των γυναικών, σε συνεργασία με την εφημερίδα «News of the World» και οι αναγνώστες μπορούσαν να τις κατεβάσουν από την ιστοσελίδα της.

Ο Μαξ Μόσλεϊ παραδέχθηκε ότι συμμετείχε σε αυτό (το όχι παράνομο) συμβάν, αλλά προσέφυγε ποινικώς εναντίον της εφημερίδας «News of the World» για παράβαση των δικαιωμάτων περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Η εφημερίδα ισχυρίσθηκε ότι ήταν υπέρ του «δημοσίου συμφέροντος» η αποκάλυψη των σεξουαλικών δραστηριοτήτων του κ. Μόσλεϊ.

Ο προεδρεύων δικαστής στη σχετική υπόθεση, ο κ. Τζάστις Ίντι, απέρριψε τα επιχειρήματα υπεράσπισης της εφημερίδας και επιδίκασε αποζημίωση, ύψους 60.000 στερλινών (115.000 δολάρια) στον κ. Μαξ Μόσλεϊ και στην προσφυγή του για παράβαση ιδιωτικής ζωής. Το ποσό αποτελεί, μέχρι στιγμής, το μεγαλύτερο ποσό αποζημίωσης που έχει επιδικασθεί με βάση το ¶ρθρο 8.

Υπάρχει όμως μια περίεργη διάσταση στην απόφαση του δικαστού Ίντι: απέρριψε το επιχείρημα της εφημερίδας «Νews of the World» περί δημοσίου συμφέροντος, διότι δεν εντόπισε κάποια στοιχεία ότι το σαδομαζοχιστικό πάρτι είχε ναζιστικό θέμα. Αυτό υπονοεί ότι σε περίπτωση που υπήρχε ναζιστικό θέμα, τότε ενδεχομένως να ήταν νόμιμη η δημοσίευσή του, δεδομένης της θέσης του κ. Μόσλεϊ ως προέδρου της FIA. Από την άλλη πλευρά όμως, η ιδιαίτερη φύση των ιδιωτικών φαντασιώσεων του κ. Μόσλεϊ είναι άσχετες με την υπόθεση.

Και είναι δύσκολο να διαπιστωθεί το γιατί κάποιος έχει λιγότερα δικαιώματα προστασίας της προσωπικής του ζωής μόνο και μόνο επειδή διεγείρεται από μια στολή των Ναζί έναντι κάποιου που ενθουσιάζεται με τα γυναικεία εσώρουχα.

Αυτό που επετεύχθη με την απόφαση του δικαστού Ίντι είναι να τονισθεί η βασική διαφορά μεταξύ του τι ενδιαφέρει την κοινή γνώμη και του τι είναι προς το συμφέρον της κοινής γνώμης. Πώς μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική η επισήμανση αυτής της διαφοράς;

Στη Γαλλία ισχύει ένας νόμος περί προσωπικών δεδομένων που καθορίζει με ευκρίνεια τόσο την έννοια της ιδιωτικής ζωής όσο και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ισχύει ο νόμος. Στον αντίποδα, η Βρετανία έχει αναθέσει στους δικαστές να αποφασίζουν τι ακριβώς σημαίνει «το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής». Και έχουν ανακύψει φόβοι μήπως η συγκεκριμένη νομοθεσία που έχει σχεδιασθεί για την προστασία της ιδιωτικής ζωής θα «φιμώσει» νόμιμες δημοσιογραφικές έρευνες.

Την ίδια στιγμή, είναι ευρέως παραδεκτό (εκτός από τους περισσότερους συντάκτες και δημοσιογράφους) ότι σε αρκετές περιπτώσεις που τα ΜΜΕ παραβιάζουν την προσωπική ζωή αυτό γίνεται στο πλαίσιο κατάχρησης της ελευθερίας του Τύπου, με μοναδικό σκοπό την αύξηση της κυκλοφορίας, τροφοδοτώντας την κοινή γνώμη με «πονηρό» υλικό.

Ένας νόμος που περιορίζει την κατάχρηση της εξουσίας του Τύπου, προστατεύοντας παράλληλα την ελευθερία του να εκθέσει την κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας θα είναι δύσκολο να συσταθεί, αλλά όχι ακατόρθωτο. Η βασική αρχή είναι ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στα ΜΜΕ να υποκύπτουν στην «κουτσομπολίστικη» διάθεση του κοινού, με συγκάλυψη τη δικαιολογία περί προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.

Το τι κάνουν οι διάσημοι -που, στην πραγματικότητα, είναι συνηθισμένοι άνθρωποι- στην προσωπική τους ζωή θα πρέπει να είναι εκτός της δικαιοδοσίας των ΜΜΕ, εκτός κι αν εξασφαλίσουν ειδική άδεια για σχετικά ρεπορτάζ, φωτογραφίες ή τηλεοπτικό υλικό.

Οι μοναδικές εξαιρέσεις αφορούν περιπτώσεις, κατά τις οποίες μια εφημερίδα έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι τα εμπλεκόμενα πρόσωπα παραβαίνουν το νόμο ή ότι -παρόλο που δεν παραβαίνουν το νόμο- συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο ώστε να κρίνονται ακατάλληλοι να εκτελέσουν τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να αναφέρεται η κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών από έναν αστέρα της μουσικής, όχι όμως οι σεξουαλικές του συνήθειες (εφόσον είναι νόμιμες). Η ιδιωτική ζωή ενός πολιτικού μπορεί να αποκαλυφθεί εάν αναμένεται να έχει επιπτώσεις στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Το ίδιο ισχύει και για κορυφαίο εταιρικό στέλεχος, εάν ενδεχομένως επηρεάζει τις αποδόσεις προς τους μετόχους.

Και αυτό θα πρέπει να αποτελεί το μοναδικό επιχείρημα υπεράσπισης του «κοινού συμφέροντος» που θα μπορούσε να επικαλεσθεί κάποιο μέσο μαζικής ενημέρωσης σε περιπτώσεις δικαστικής αγωγής εναντίον του για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Μπορεί τα media να καταστούν λίγο πιο άχαρα, αλλά η δημόσια ζωή θα είναι πολύ πιο ισορροπημένη.

RΟΒΕΡΤ SΚΙDELSKY, μέλος της βρετανικής Βουλής των Λόρδων, επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick και συγγραφέας της βραβευμένης βιογραφίας του οικονομολόγου John Maynard Keynes, όπως και μέλος του συμβουλίου της Σχολής Πολιτικών Σπουδών της Μόσχας.

Copyright: Project Syndicate, 2008.