Κόσμος
Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008 21:53

Το κέρδος και ο κίνδυνος

Η πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας διαγραφόταν ως η εποχή των παχιών αγελάδων για τους τραπεζίτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσαν τα περιβόητα δείπνα τους, καθώς η συμμετοχή σ’ αυτά, κόστιζε περί τις 2.000 δολάρια. Μόλις την περασμένη χρονιά τα μπόνους, που δόθηκαν σε στελέχη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη Γουόλ Στριτ, έφτασαν τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα, ο Τζον Θέιν αναλάμβανε τη διεύθυνση της Μέριλ Λιντς, μ' ένα πακέτο αποδοχών της τάξεως των 80 δισ. δολαρίων. Ηταν ο πιο ακριβοπληρωμένος μάνατζερ του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Oμως, «έχασε τη δουλειά του πριν από τέσσερις μήνες», είπε γι' αυτόν ένας άλλος τραπεζίτης και πρόσθεσε: «Αυτοί που είχαν την ευθύνη, υποβάθμισαν πλήρως τους κινδύνους και τώρα πρέπει να πληρώσουν όλοι γι' αυτό».

Τράπεζες, τόσο στη μία, όσο και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ξεχύθηκαν στο κυνήγι του εύκολου χρήματος, με τα χρεόγραφα. Μια ιδέα που στη Γουόλ Στριτ τη γιόρτασαν σαν την ανακάλυψη του τροχού. Χρέη, εν προκειμένω υποθήκες, μετατράπηκαν από τράπεζες σε επενδυτικά πακέτα και πουλήθηκαν σ' όλο τον κόσμο. «Η ιδέα βασίζεται σε μοντέλα μαθηματικών, φυσικών, ακόμα και σε πυρηνικών επιστημόνων», όπως αποκάλυψε την περασμένη Δευτέρα -την αποκαλούμενη και «μαύρη»- ένας μάνατζερ.

Ολα αυτά, όμως, προωθήθηκαν από ανθρώπους, που δεν είχαν εμπειρία και αισθητήριο για τους κινδύνους του χρηματιστηρίου. Ο Γουίντροφ Σμιθ, από την οικογένεια των ιδρυτών της Μέριλ Λιντς, θεωρεί ότι η έλλειψη εμπειρίας είναι ο βασικός παράγοντας της σημερινής κρίσης. «Τα τελευταία χρόνια τα κόστη στη Μέριλ Λιντς συμπιέστηκαν πάρα πολύ, άλλαξε η κουλτούρα, απολύθηκαν στελέχη που είχαν πολυετή εμπειρία. Και κάποια στιγμή παραφρόνησε και η Μέριλ», είπε χαρακτηριστικά.

Μετά τη Γουόλ Στριτ ήρθε η σειρά των τραπεζών να χειριστούν την υπόθεση των χρεογράφων, η οποία, σχεδόν αμέσως, χαρακτηρίστηκε ως το «θαυματουργό πακέτο» από τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που άρχισαν να σπεκουλάρουν με το νέο προϊόν. Πολλές φορές, μάλιστα, με όρους 1 προς 30. Αυτό σημαίνει ότι για ένα δολάριο που επένδυαν πίστωναν άλλα τριάντα από πάνω.

Αυτό μεγιστοποιεί το κέρδος, πλην όμως, μεγιστοποιεί και τον κίνδυνο. Αλλά ο κίνδυνος ήταν άγνωστος τα περασμένα χρόνια στις χρηματαγορές. Η απληστία έπαιξε εδώ, επίσης, το δικό της αποφασιστικό ρόλο.

Η Μέρεντιθ Γουίτνεϊ, από τους σοβαρότερους αναλυτές στη Γουόλ Στριτ, από την περασμένη χρονιά προειδοποιούσε για νέα πλήγματα. Και συνεχίζει να προειδοποιεί. «Αναμένονται ακόμα πιο χαοτικές εβδομάδες για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η ρευστότητα αφαιρείται από την οικονομία, και μάλιστα σε όλο τον πλανήτη».

«Είμαστε αντιμέτωποι με το τέλος του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Εάν όλοι αντλήσουν τα σωστά διδάγματα, οι χρηματικές συναλλαγές θα είναι ασφαλέστερες και διάφανες και οι καλές τράπεζες θα πάρουν ξανά το πάνω χέρι. Υπό την έννοια αυτή το σοκ της χρηματοπιστωτικής κρίσης θα εξυγιάνει τις αγορές», σχολιάζει γερμανική εφημερίδα.

Deutsche Welle, AΠΕ-ΜΠΕ