Ο πόλεμος του Ιράκ έχει δώσει τη θέση του στην κλυδωνιζόμενη οικονομία ως το πλέον σημαντικό θέμα στην εκστρατεία των προεδρικών εκλογών.
Νέα Υόρκη,
Ο πόλεμος του Ιράκ έχει δώσει τη θέση του στην κλυδωνιζόμενη οικονομία ως το πλέον σημαντικό θέμα στην εκστρατεία των προεδρικών εκλογών.
Και αυτό εν μέρει επειδή οι Αμερικανοί αρχίζουν να πιστεύουν ότι τα πράγματα αλλάζουν στο Ιράκ: το σχέδιο της έντασης των επιχειρήσεων υποτίθεται ότι έχει οδηγήσει σε περιορισμό της βίας.
Οι υπαινιγμοί είναι ξεκάθαροι: η επίδειξη δύναμης έχει αποτελέσματα. Είναι ακριβώς αυτή η λογική, που οδήγησε την Αμερική στον πόλεμο στο Ιράκ. Ο πόλεμος επρόκειτο να καταδείξει, όπως πίστευε η Ουάσιγκτον, τη στρατηγική σπουδαιότητα της στρατιωτικής ισχύος. Αντιθέτως κατέδειξε τα όριά της. Επιπλέον υπονόμευσε την πραγματική πηγή ισχύος των ΗΠΑ- την "ηθική εξουσία".
Τα πρόσφατα γεγονότα έχουν αποκαλύψει τους κινδύνους της προσέγγισης, που ακολουθεί η κυβέρνηση Μπους. Ήταν εξαρχής σαφές ότι ο χρόνος της απόσυρσης των ΗΠΑ από το Ιράκ ενδεχομένως δεν θα είναι δική τους επιλογή- εκτός και αν θέλουν ακόμη μία φορά να παραβιάσουν το διεθνές Δίκαιο. Τώρα, το Ιράκ απαιτεί την απόσυρση των δυνάμεων μάχης εντός 12 μηνών και των αμερικανικών δυνάμεων στο σύνολό τους έως το 2011.
Βεβαίως ο περιορισμός της βίας είναι ευπρόσδεκτος και ίσως η ενίσχυση των στρατευμάτων να έχει διαδραματίσει κάποιο ρόλο σε αυτόν. Παρ' όλα αυτά τα επίπεδα της βίας είναι ανεπίτρεπτα. Μόνο στο Ιράκ η βία έχει καταστεί τόσο καθημερινό φαινόμενο, ώστε να θεωρούμε ότι είναι μία καλή ημέρα εάν πέσουν νεκροί μόνο 25 άμαχοι.
Και ο ρόλος της ενίσχυσης των στρατευμάτων στο Ιράκ δεν είναι σαφής. ¶λλοι παράγοντες είναι πιθανότατα πολύ πιο σημαντικοί, όπως η εξαγορά Σουνιτών ενόπλων, ώστε να πολεμήσουν στο πλευρό των ΗΠΑ κατά της Αλ Κάιντα. Αυτή όμως είναι μία επικίνδυνη στρατηγική.
Οι ΗΠΑ θα έπρεπε να καταβάλλουν προσπάθειες για τη δημιουργία μίας ισχυρής, ενωμένης κυβέρνησης, και όχι για την ενίσχυση των σεχταριστικών ενόπλων ομάδων. Τώρα η ιρακινή κυβέρνηση συνειδητοποιεί τους κινδύνους και έχει αρχίσει να συλλαμβάνει ηγέτες τέτοιων ομάδων, τους οποίους η αμερικανική κυβέρνηση στηρίζει. Οι ελπίδες για ένα σταθερό μέλλον είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Αυτό είναι το σημείο- κλειδί: η πολιτική ενίσχυσης των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ είχε υποτίθεται ως στόχο να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μία πολιτική συμφωνία, που θα έθετε τις βάσεις της μακροπρόθεσμης σταθερότητας. Ο πολιτικός αυτός διακανονισμός δεν έχει επιτευχθεί.
Η επιχειρηματολογία στήριξης αυτής της στρατηγικής αλλάζει συνεχώς, όπως συνέβη και με τα επιχειρήματα, που χρησιμοποιήθηκαν ανά καιρούς για να δικαιολογηθεί ο πόλεμος ή τα κριτήρια της επιτυχίας του.
Την ίδια ώρα, καθίσταται ξεκάθαρο το κόστος της άτυχης απόφασης για εισβολή στο Ιράκ. Ακόμη και εάν οι ΗΠΑ είχαν επιτύχει σταθεροποίηση του Ιράκ, δεν θα είχαν εξασφαλίσει τη νίκη στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», πόσο μάλλον την επιτυχία ευρύτερων στρατηγικών στόχων. Τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς στο Αφγανιστάν, ενώ στο Πακιστάν η αστάθεια είναι πιο έντονη από ποτέ.
Επιπλέον, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η απόφαση της Ρωσίας να εισβάλλει στη Γεωργία, επαναφέροντας στο προσκήνιο τους φόβους ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, στηρίχθηκε εν μέρει στην πεποίθηση πως με τις αμερικανικές δυνάμεις να είναι απασχολημένες με δύο πολέμους, που οδεύουν στην αποτυχία, η Ουάσιγκτον δεν θα μπορούσε να απαντήσει. Οι υπολογισμοί της Ρωσίας αποδείχθηκαν σωστοί.
Ακόμη και η μεγαλύτερη και η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο έχει περιορισμένους πόρους. Ο πόλεμος στο Ιράκ χρηματοδοτείται εξολοκλήρου με δανεισμό. Και αυτό έχει συμβάλει στην αύξηση του εθνικού χρέους των ΗΠΑ κατά 2/3 τα τελευταία οχτώ χρόνια.
Οι συνθήκες επιδεινώνονται συνεχώς: το έλλειμμα για το 2009 αναμένεται να ξεπεράσει το 1 τρισ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος διάσωσης του τραπεζικού τομέα και το δεύτερο πακέτο μέτρων. Ο πόλεμος, και η εξέλιξή του, έχει περιορίσει τα περιθώρια ελιγμών για τις ΗΠΑ, ενώ είναι βέβαιο ότι θα παρατείνει την οικονομική επιβράδυνση.
Η αντίληψη ότι η ενίσχυση των στρατευμάτων στο Ιράκ είχε θετικά αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, την ώρα που ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έχει αρνητική εξέλιξη. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν κουραστεί από τις ατελείωτες μάχες και τον αυξανόμενο αριθμό των θυμάτων. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν είναι τόσο εξασκημένοι στην τέχνη της παραπλάνησης όσο η κυβέρνηση Μπους. Δυσκολεύονται να κρύψουν τους πραγματικούς αριθμούς από τους πολίτες τους.
Οι Βρετανοί, για παράδειγμα, γνωρίζουν πολύ καλά τα προβλήματα, που αντιμετώπισαν επανειλημμένα κατά την περίοδο της ηγεμονίας τους στο Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ, φυσικά, συνεχίζουν να πιέζουν τους συμμάχους τους, αλλά η δημοκρατία έχει τον τρόπο να περιορίζει την αποτελεσματικότητα αυτή της πίεσης. Η αντίθεση της κοινής γνώμης στον πόλεμο του Ιράκ, δεν επέτρεψε στο Μεξικό και τη Χιλή να υποκύψουν στις αμερικανικές πιέσεις και να ταχθούν υπέρ της εισβολής στον ΟΗΕ. Οι πολίτες αυτών των χωρών αποδείχθηκε ότι είχαν δίκαιο.
Στις ΗΠΑ, η πεποίθηση ότι η στρατηγική του Ιράκ «πετυχαίνει» οδηγεί αρκετούς στο συμπέρασμα ότι είναι η αναγκαία η ενίσχυση των στρατευμάτων και στο Αφγανιστάν. Είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος στο Ιράκ είχε αποσπάσει την προσοχή των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Οι αποτυχίες στο Ιράκ όμως είναι ζήτημα στρατηγικής και όχι δύναμης των στρατευμάτων. Έχει έρθει η ώρα για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να διδαχθούν τα μαθήματα του Ιράκ ή καλύτερα να θυμηθούν τα μαθήματα κάθε χώρας, που έχει επιχειρήσει να καταλάβει άλλο κράτος και να καθορίσει το μέλλον του.
ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΖ, καθηγητής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, τιμήθηκε με Νόμπελ Οικονομίας το 2001.
Copyright: Project Syndicate, 2008.