Το να αποδεικνύεται ότι έχεις δίκιο δεν είναι πάντα ευχάριστο. Για πολλά χρόνια υποστήριζα ότι η οικονομία της Αμερικής στηριζόταν στη φούσκα της αγοράς κατοικιών, η οποία αντικατέστησε τη φούσκα του χρηματιστηρίου της δεκαετίας του 1990.
Το να αποδεικνύεται ότι έχεις δίκιο δεν είναι πάντα ευχάριστο. Για πολλά χρόνια υποστήριζα ότι η οικονομία της Αμερικής στηριζόταν στη φούσκα της αγοράς κατοικιών, η οποία αντικατέστησε τη φούσκα του χρηματιστηρίου της δεκαετίας του 1990.
Όμως καμία φούσκα δεν διαρκεί για πάντα. Με τα μεσαία εισοδήματα στις ΗΠΑ να έχουν βαλτώσει, το πορτοφόλι των Αμερικανών δεν θα μπορούσε να αντέξει ακριβότερα σπίτια.
Όπως πολύ χαρακτηριστικά το έθεσε ένας από τους προκατόχους μου στη θέση του Προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων των ΗΠΑ, «ό,τι δεν είναι βιώσιμο δεν επιβιώνει». Οι οικονομολόγοι, σε αντίθεση με όσους ζουν στοιχηματίζοντας σε μετοχές, δεν διατείνονται ότι μπορούν να προβλέψουν την ημέρα που θα γίνει το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών, ακόμη περισσότερο να εντοπίσουν το γεγονός που θα γκρεμίσει τον πύργο από τραπουλόχαρτα. Οι δομές είναι συστηματικές και ξεδιπλώνονται σταδιακά και οδυνηρά με την πάροδο του χρόνου.
Υπάρχει ένα μακροοικονομικό και ένα μικροοικονομικό σενάριο. Το μακροοικονομικό σενάριο είναι απλό, πλην όμως δραματικό. Κάποιοι, παρακολουθώντας το κραχ στην αγορά μειωμένων εξασφαλίσεων (subprime) καθησυχάζουν «Μην ανησυχείτε, το πρόβλημα είναι μόνο στον κλάδο ακινήτων». Έτσι, όμως, παραβλέπεται ο βασικός ρόλος που έχει παίξει η αγορά κατοικιών στην πρόσφατη πορεία της αμερικανικής οικονομίας, καθώς τα δύο τρίτα έως τρίτα τέταρτα της ανάπτυξης των τελευταίων ετών οφείλονταν στις άμεσες επενδύσεις στην αγορά ακινήτων και στα χρήματα που προήλθαν από τις κατοικίες μετά από αναχρηματοδότηση των ενυπόθηκων δανείων.
Η εκτίναξη στις τιμές των κατοικιών τόνωσε την αυτοπεποίθηση –και την τσέπη– των Αμερικανών και τους ώθησε να ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα βγάζουν. Το πρωτοφανές ποσοστό αποταμιεύσεων των αμερικανικών νοικοκυριών, από αρνητικό έως μηδενικό, παρέπεμπε στη Μεγάλη Ύφεση.
Με την αύξηση των επιτοκίων να ασκεί πιέσεις στις τιμές των κατοικιών, τα παιχνίδια τελείωσαν. Καθώς η Αμερική κινείται σε ένα ποσοστό αποταμιεύσεων της τάξεως του 4%, για παράδειγμα, (χαμηλό και πάλι για τα κανονικά επίπεδα), η συνολική ζήτηση θα εξασθενίσει και μαζί με αυτή και η οικονομία.
Το μικροοικονομικό σενάριο είναι πιο δραματικό. Τα χαμηλά επίπεδα-ρεκόρ των επιτοκίων τα έτη 2001, 2002 και 2003 δεν έδωσαν κίνητρο στους Αμερικανούς για μεγαλύτερες επενδύσεις –υπήρχε ήδη υπερβάλλουσα δυναμικότητα. Αντ’ αυτού, το εύκολο χρήμα ήταν μια ένεση για την οικονομία , καθώς ώθησαν τα νοικοκυριά να αναχρηματοδοτούν τα ενυπόθηκα δάνειά τους και να ξοδεύουν μέρος του κεφαλαίου τους.
Το να δανείζεσαι για να κάνεις μια επένδυση, η οποία θα ενδυναμώσει τους ισολογισμούς, είναι ένα πράγμα και το να δανείζεσαι για να χρηματοδοτείς διακοπές ή καταναλωτικά όργια είναι άλλο πράγμα. Κι όμως, προς αυτή την κατεύθυνση έσπρωξε ο ¶λαν Γκρίσπαν τους Αμερικανούς. Όταν τα ενυπόθηκα δάνεια δεν ήταν αρκετά «τονωτικά» για την αγορά, τους παρότρυνε να λάβουν ενυπόθηκα δάνεια μεταβλητού επιτοκίου, σε μια εποχή που τα επιτόκια δεν θα μπορούσαν παρά να ανέβουν.
Η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται ότι το πρόβλημα της αγοράς ενυπόθηκων δανείων στην Αμερική θα έχει παγκόσμιο αντίκτυπο. Το πρώτο πλήγμα δέχτηκε η βρετανική τράπεζα χορήγησης στεγαστικών δανείων Northern Rock. Η Αμερική κατάφερε να μετακυλήσει τα επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε επενδυτές (συμπεριλαμβανομένων τραπεζών) σε όλο τον κόσμο. Με αυτό τον τρόπο, «έθαψαν» τα επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια σε σύνθετα μέσα, και τα έθαψαν τόσο βαθιά που κανείς δεν γνώριζε ακριβώς το βαθμό της επισφάλειάς τους ούτε μπορούσε να τα ανατιμολογήσει άμεσα. Εν όψει της αβεβαιότητας αυτής, οι αγορές «πάγωσαν».
Στις χρηματοοικονομικές αγορές, οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς έχασαν προσωρινά την πίστη τους. Για το καλό του συνόλου (φυσικά, και ποτέ για το δικό τους ατομικό συμφέρον), υποστήριξαν ότι είναι απαραίτητη μια επέμβαση διάσωσης. Και ενώ το Υπουργείο Οικονομικών των Η.Π.Α. και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιούσαν τις αγορές της Ανατολικής Ασίας που αντιμετώπιζαν χρηματοοικονομικές κρίσεις δέκα χρόνια νωρίτερα για τους κινδύνους των επεμβάσεων διάσωσης και τους συμβούλευαν να μην αυξήσουν τα επιτόκια, οι Η.Π.Α. ως δάσκαλος που δίδασκε για τις επιπτώσεις του ηθικού κινδύνου και νόμο δεν εκράτει, προχώρησαν στην εξαγορά εκατομμυρίων ανυπόθηκων δανείων και στη μείωση των επιτοκίων.
Ωστόσο, η πτώση των επιτοκίων οδήγησε σε αύξηση των μεσοπρόθεσμων επιτοκίων, τα οποία εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό συσχέτισης με την αγορά ενυπόθηκων δανείων, ίσως εξαιτίας των εντεινόμενων ανησυχιών σχετικά με τις πληθωριστικές πιέσεις. Θα είχε, ενδεχομένως, νόημα οι κεντρικές τράπεζες (ή η Fannie Mae, η εταιρεία ενυπόθηκων δανείων με τις μεγαλύτερες κρατικές επιχορηγήσεις στην Αμερική) να αγοράσουν χρεόγραφα που προέρχονται από την τιτλοποίηση ενυπόθηκων δανείων προκειμένου να διοχετεύσουν ρευστότητα στην αγορά. Αλλά αυτοί από τους οποίους αγοράζουν τα χρεόγραφα αυτά θα πρέπει να τους παρέχουν εξασφαλίσεις, ώστε να μην αναγκαστεί το κοινό να πληρώσει το τίμημα των κακών επενδυτικών αποφάσεων. Οι μέτοχοι στις τράπεζες δεν πρέπει να τη «βγάζουν» φτηνά.
Η τιτλοποίηση, με όλα της τα πλεονεκτήματα σε επίπεδο διασποράς κινδύνων, παρουσιάζει τρία προβλήματα των οποίων οι επιπτώσεις δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν πλήρως. Παρότι χάρη σε αυτή το πλήγμα που δέχθηκαν οι αμερικανικές τράπεζες δεν ήταν τόσο ισχυρό όσο θα ήταν σε άλλη περίπτωση, οι κακές πρακτικές δανειοδότησης της Αμερικής έχουν παγκόσμιο αντίκτυπο.
Επιπλέον, η τιτλοποίηση οδήγησε σε «κακή» δανειοδότηση: τα παλιά χρόνια, οι τράπεζες που δημιουργούσαν τα επισφαλή δάνεια υπόκειντο και τις συνέπειες –στον κόσμο της τιτλοποίησης, όμως, οι υπεύθυνοι του κακού «πασάρουν» τα δάνεια στους άλλους. (Όπως θα έλεγαν και οι οικονομολόγοι, εντάθηκαν τα προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης).
Τα παλιά χρόνια, όταν οι δανειολήπτες αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, γινόταν αναδιάρθρωση των ενυπόθηκων δανείων –η επιβολή κατάσχεσης δεν ήταν θεμιτή ούτε για το δανειολήπτη ούτε για το δανειοδότη. Η τιτλοποίηση έκανε την αναδιάρθρωση χρέους δυσκολότερη, αν όχι αδύνατη.
Τα θύματα των «ληστρικών» δανειοδοτών είναι αυτά που χρειάζονται τη συνδρομή του κράτους. Με το στεγαστικό δάνειο να ανέρχεται στο 95% της αξίας της κατοικίας ή παραπάνω, η αναδιάρθρωση του δανείου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί στα υπερχρεωμένα άτομα η ευκαιρία να κάνουν μια καινούργια αρχή μέσω της δυνατότητας επισπευσμένης αποπληρωμής –για παράδειγμα, μια ειδική διάταξη κατά της χρεωκοπίας που θα δίνει τη δυνατότητα το 75% των κεφαλαίων που δαπανήθηκαν στην κατοικία να αποπληρωθεί από τους δανειολήπτες και το υπόλοιπο να το επωμισθούν οι δανειοδότες.
Είναι πολλά τα μαθήματα που πρέπει να πάρει η Αμερική και ο υπόλοιπος κόσμος –μεταξύ αυτών η εντονότερη ανάγκη για πιο αυστηρό έλεγχο του χρηματοοικονομικού κλάδου, και συγκεκριμένα η μεγαλύτερη προστασία κατά της ληστρικής δανειοδότησης, καθώς, φυσικά, και η μεγαλύτερη διαφάνεια.
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ είναι νομπελίστας οικονομολόγος. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Η μεγάλη αυταπάτη».