Αν η Ρωσία είχε την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ζουν τη «Σεπτεμβριανή Επανάστασή» τους: αυτό κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στην Ουάσινγκτον. Η αμερικανική πρωτεύουσα «ζει τις δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο». Είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς αν αυτό που ο Αλαν Γκρίνσπαν χαρακτήρισε «σημαντικότερη κρίση εδώ κι έναν αιώνα» θα οδηγήσει σε μια επανάληψη του κραχ του 1929.
Το βέβαιο είναι ότι στις 29 Σεπτεμβρίου το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης υπέστη τη μεγαλύτερη πτώση στην ιστορία του. Όπως επίσης ότι η κρίση κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στο δόγμα που ενέπνευσε την οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών από την εποχή του Ρίγκαν και μετά. Η Νέα Υόρκη, έδρα των βασιλιάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, υποτάχθηκε στην Ουάσινγκτον, έδρα της κυβέρνησης.
«Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση των προβλημάτων, αλλά το ίδιο το πρόβλημα», είχε πει ο Ρόναλντ Ρίγκαν, το είδωλο των συντηρητικών, στα τέλη της δεκαετίας του '70. Από τότε, η Αμερική έζησε στο ρυθμό που έδιναν οι ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση της αγοράς και ο περιορισμός με κάθε τρόπο του ρόλου και του βάρους του Big Government, που οι ιδεολόγοι του φιλελευθερισμού ανακήρυξαν σε υπ' αριθμόν ένα εχθρό. Η ειρωνεία της Ιστορίας, γράφει ο Πατρίκ Σαμπατιέ στο περιοδικό «Λε Πουαν», είναι ότι, μετά την «οικονομική 11η Σεπτεμβρίου», το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Ρίγκαν το κάρφωσε ο ίδιος άνθρωπος που μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 είχε οργανώσει μια πρωτοφανή επέκταση του ρόλου της κυβέρνησης: ο πρόεδρος Μπους.
Το 2000, έμπαινε στον Λευκό Οίκο εκφράζοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του στο «αόρατο χέρι» των αγορών. Σήμερα, αναγκάζεται να στηρίξει τη μεγαλύτερη παρέμβαση που έχει κάνει ποτέ το κράτος στην οικονομία, προκειμένου να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση του συστήματος. Το Big Government θριαμβεύει.
Αλλά ο θρίαμβος αυτός προκάλεσε την αντίδραση δεκάδων βουλευτών, που απέρριψαν το προηγούμενο σχέδιο διάσωσης της αμερικανικής οικονομίας. Ενας ρεπουμπλικανός βουλευτής από το Μίσιγκαν, ο Ταντ ΜακΚότερ, συνέκρινε μάλιστα αυτό το σχέδιο με «την επανάσταση των Μπολσεβίκων».
Αν τα μέτρα που έλαβε ο υπουργός Οικονομικών Χένρι Πόλσον και ο διοικητής της Fed Μπεν Μπερνάνκι είχαν ληφθεί από το Παρίσι -σαρκάζει ένας αρθρογράφος της «Ουάσινγκτον Ποστ»- οι Αμερικανοί θα έβλεπαν ένα νέο δείγμα των κρατικιστικών και σοσιαλιστικών παραδόσεων της Γαλλίας. Αλλά και το περιοδικό ΤΙΜΕ σημειώνει στο τελευταίο του τεύχος ότι «γίναμε οι Ηνωμένες Πολιτείες της Γαλλίας».
Η «Σεπτεμβριανή Επανάσταση» έγινε όμως και στα μυαλά των Αμερικανών. Πριν από δέκα μόλις χρόνια, πάνω από το 60% εξέφραζαν το φόβο τους για μια υπερβολική παρέμβαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Σήμερα, το 60% ανησυχεί ότι η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει σε ικανοποιητικό βαθμό για να βοηθήσει τη «Μέιν Στριτ», δηλαδή τον μέσο Αμερικανό, να ξεπεράσει την κρίση. Το άγχος για την οικονομία έγινε το χαρακτηριστικό γνώρισμα του πολιτικού τοπίου κατά την προεκλογική περίοδο που διανύει η Αμερική. Και όπως λέει ο Σταν Γκρίνμπεργκ, ένας από τους πιο έγκυρους δημοσκόπους της Αμερικής, «είναι πολύ δύσκολο αυτό να αλλάξει μέχρι τις 4 Νοεμβρίου».
Η κρίση επηρεάζει και την προεκλογική εκστρατεία, ευνοώντας τον Μπαράκ Ομπάμα που θεωρεί ότι αποτελεί «την τελική ετυμηγορία για μια οικονομική φιλοσοφία που στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία: τον φιλελευθερισμό». Ο αντίπαλός του, ο Τζον ΜακΚέιν, δήλωνε ακόμη και την περασμένη άνοιξη ότι θέλει λιγότερο έλεγχο της αγοράς. Τώρα, βέβαια, λέει ότι «η κυβέρνηση πρέπει να υπερασπιστεί το γενικό συμφέρον» και καταγγέλλει την «ανεύθυνη συμπεριφορά» της Γουολ Στριτ, συγκρίνοντάς την με ένα καζίνο.
Το θέμα του ελέγχου των αγορών απασχολεί εδώ και δεκαετίες την Ουάσινγκτον. Και η δύναμή της δεν σταμάτησε ποτέ να εδραιώνεται. Ο Ρεπουμπλικανός Θίοντορ Ρούσβελτ (TR) υιοθέτησε στις αρχές του αιώνα προοδευτικούς νόμους για την αντιμετώπιση των υπερβολών των πλουτοκρατών. Ο εξάδελφός του, ο Δημοκρατικός Φράνκλιν Ρούσβελτ (FDR), προώθησε το 1933 το περίφημο Νιου Ντιλ. Ο Ομπάμα υποστηρίζει τώρα ένα είδος Νιου Ντιλ «λάιτ». Το βέβαιο είναι, όπως έγραψε η «Γουολ Στριτ Τζέρναλ», ότι το 2008 άλλαξε το πρόσωπο του καπιταλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες - ίσως και στον κόσμο.
Πηγή: Le Point, ΑΠΕ-ΜΠΕ