«Η πολιτική του καγκελαρίου Σολτς για την Κίνα είναι αφελής» γράφει το Der Spiegel. Για μοιραία εξάρτηση από την Κίνα» κάνει λόγο η Suddeutsche Zeitung, με αφορμή την απόκτηση από την Cosco του 25% ενός από τους τέσσερις τερματικούς σταθμούς του λιμανιού του Αμβούργου .
Οι Γερμανοι δείχνουν στον Σολτς «κόκκινη κάρτα», υποστηρίζει η Bild. Η γερμανική εφημερίδα εμπλέκει μάλιστα και τον Έλληνα πρωθυπουργό: «Σολτς και Μητσοτάκης: Οι πιο πιστοί …λιμενάρχες της Κίνας», γράφει η Bild. «Η Κίνα ελέγχει έναν στους τέσσερις λιμενικούς τερματικούς σταθμούς παγκοσμίως μέσω της κρατικής ναυτιλιακής της εταιρείας Cosco»,αναφέρει η FAZ και προσθέτει: «Η μείωση του μεριδίου σε τερματικό σταθμό στο λιμάνι του Αμβούργου από 35 σε 24,9 τοις εκατό δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι Κινέζοι έχουν θέση στο λιμάνι» , υποστηρίζει η FAZ.
Πολεμικό λοιπόν το κλίμα στη Γερμανία κατά του καγκελάριου, που δεν δίστασε να αγνοήσει τις αντίθετες εισηγήσεις έξι υπουργείων για το λιμάνι του Αμβούργου. «Δεν βλέπει ο Όλαφ Σολτς ότι θα υπάρξει ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος - και ότι καλή δουλειά δεν μπορεί πλέον να γίνει με την Κίνα;», διερωτάται το Spiegel.
Το αρνητικό αυτό κλίμα για τον Σολτς , κυριαρχεί μάλιστα λίγες ημέρες πριν την επίσημη επίσκεψή του στο Πεκίνο στις 3 Νοεμβρίου. Τον Γερμανό καγκελάριο συνοδεύουν μάλιστα οι πιο επιφανείς παράγοντες της γερμανικής βιομηχανίας. Στη στη λίστα των επιχειρηματιών που θα ταξιδεύσουν μαζί με τον Σολτς είναι οι επικεφαλής της αυτοκινητοβιομηχανίας BMW και της VW ,της Siemens,της Basf, της χημικής εταιρεία Wacker, της Adidas , της εταιρείας παιδικών τροφών Hipp, της τεχνολογίας θέρμανσης Geo Clima Design της φαρμακευτικής Bayer , αλλά και της Biontech. Ειδικά η BioNTech, από την αρχή της πανδημίας, προσπαθεί μάταια για να εγκριθεί στην Κίνα το εμβόλιο της κατά του κορωνοϊού και ελπίζει να το πετύχει με το ταξίδι του Σολτς στο Πεκίνο.
H Siemens επίσης, παρά την έντονη κριτική για τα επενδυτικά σχέδια γερμανικών εταιρειών στην Κίνα, σκοπεύει να επεκτείνει περαιτέρω τις δραστηριότητές της στη Λαϊκή Δημοκρατία. Έδωσε μάλιστα την κωδική ονομασία «Μάρκο Πόλο» στα σχέδιά της για τεράστιες επενδύσεις στην Κίνα και την ανάπτυξη νέων λειτουργιών στον τομέα της ψηφιακής βιομηχανίας, όπως γράφει η Handelsblatt.
Ο γερμανικός όμιλος χημικών BASF ανακοίνωσε επίσης ότι ξεκίνησε την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου νεοπεντυλικής γλυκόλης (NPG) στο Σαντζιάνγκ, με ετήσια παραγωγική ικανότητα 80.000 τόνων.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο Όλαφ Σολτς αποφάσισε να είναι ο πρώτος δυτικός ηγέτης που θα επισκεφτεί το Πεκίνο από την αρχή της πανδημίας, αλλά και την επανεκλογή του Σι Τζιπινγκ στην ηγεσία του ΚΚ Κίνας.
Ελντοράντο για τη Γερμανία
Για περισσότερες από δύο δεκαετίες άλλωστε, η Κίνα - η δεύτερη παγκόσμια οικονομία- έχει γίνει Ελντοράντο για τη γερμανική βιομηχανία, εξασφαλίζοντας σταθερά έσοδα για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Αλλά τώρα, με την Κίνα να έχει βρεθεί στο στόχαστρο λόγω και της στήριξης που παρέχει στη Ρωσία, οι σχέσεις περιπλέκονται. Και ο Σολτς έχει καταλήξει στο μάτι του κυκλώνα, κατηγορούμενος ότι θέλει να ξεκινήσει μια νέα στρατηγική συνεργασία με μια χώρα, την Κίνα , η οποία, όπως συνέβη πρόσφατα με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, θα μπορούσε να δημιουργήσει στο μέλλον πιθανά και τεράστια οικονομικά προβλήματα.
Τα τελευταία γεγονότα δείχνουν πώς το Βερολίνο προσπαθεί με κάθε τρόπο να βελτιώσει μια εθνική στρατηγική βιομηχανικής ολοκλήρωσης με την Κίνα. Και επιπλέον, χωρίς να νοιάζεται για την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική, ή την αντίδραση της Ουάσιγκτον, όταν πρόκειται για τις εμπορικές σχέσεις.
Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Κίνας, εξάλλου, είναι αρκετά ακμάζουσες, και αυτό παρά το γεγονός ότι το Βερολίνο είναι πυλώνας του ευρωπαϊσμού, του ατλαντισμού και του ΝΑΤΟ. Η Deutsche Welle γράφει ότι περίπου 50.000 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται σήμερα στην Κίνα , με επενδύσεις σχεδόν 90 δισ. ευρώ . Οι επενδύσεις τους επικεντρώνονται κυρίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας , ενώ οι κινεζικές επενδύσεις στη Γερμανία είναι πιο ποικίλες και περιλαμβάνουν υπολογιστές, υφάσματα και ηλεκτρονικό εξοπλισμό.
Τα τελευταία 25 χρόνια, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 11,8%,-από 6,58 δισεκατομμύρια δολάρια το 1995 σε 106 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020. Το συνολικό γερμανικό πλεόνασμα με την Κίνα ανήλθε σε πάνω από 179 δισ. ευρώ το 2020 και υπερβαίνει το όριο του 6% του ΑΕΠ που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (8,5% του γερμανικού ΑΕΠ το 2015, 7% το 2020) και της Κίνας επίσης (1,9% του ΑΕΠ το 2020). Με άλλα λόγια, η Γερμανία δίνει την εντύπωση ότι θέλει να εκμεταλλευτεί τη σχετική θέση της εντός της ΕΕ για να συσσωρεύσει εμπορικά οφέλη για την ίδια. Οφέλη που θα μπορούσαν εύκολα να μοιραστούν μεταξύ των διαφόρων χωρών μελών της Ένωσης.
Όσον αφορά το εμπόριο μεταξύ Κίνας και ΕΕ, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα-μέλος με σημαντικό πλεόνασμα : 14,4 δισεκατομμύρια το 2020. Το ύψος των εμπορικών συναλλαγών ξεπερνά σχεδόν τα 180 δισεκατομμύρια (82 δισεκατομμύρια εισαγωγές και 96,5 εξαγωγές).
Βέβαια, λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας και της στρατηγικής του μηδενικού Covid, το Πεκίνο δεν αγοράζει πια όπως παλιά,πνίγοντας τη Γερμανία. Όπως έγραψαν οι Financial Times , για να δώσουν ένα πρακτικό παράδειγμα, εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια, η Systec Automotive του Ολιβερ Μπετζ παράγει αισθητήρες για κινέζους κατασκευαστές κινητήρων από τη βάση της στο Μόναχο. Όμως τους τελευταίους μήνες, οι πωλήσεις της Systec Automotive στην Κίνα έχουν πέσει κατακόρυφα, κατά τρία τέταρτα. Και αυτό γιατί η στρατηγική του Πεκίνου είναι η αυξανόμενη προτίμηση για την αγορά τοπικών προϊόντων, σε βάρος των ευρωπαϊκών.
Οι (γεω) πολιτικές συνέπειες
Η Κίνα φαίνεται επίσης να είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος για το Βερολίνο (εδώ και έξι χρόνια),αλλά και η χώρα που στέλνει τον μεγαλύτερο αριθμό ξένων φοιτητών σε γερμανικά πανεπιστήμια (43.629), καθώς και αυτή με την οποία η γερμανική κυβέρνηση έχει ανεβάσει τις σχέσεις της σε επίπεδο « παγκόσμιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης ». Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών χαρακτηρίζει τις σχέσεις με την Κίνα ως «πολύπλευρες και έντονες». Αλλά η Κίνα, για τη Γερμανία, είναι ταυτόχρονα εταίρος, ανταγωνιστής και «συστημικός αντίπαλος» με βάση το «λεξικό» των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Ζωολογικός Κήπος του Ντούισμπουργκ υπερηφανεύεται επίσης όχι μόνο για τα «κόκκινα» πάντα του, αλλά και για τον κινέζικο κήπο του, με ένα υδάτινο περίπτερο, την τοξωτή γέφυρα και τα αγάλματα λιονταριών, όλα δωρεά της αδελφοποιημένης κινεζικής πόλης του Γιουχάν. Το Πανεπιστήμιο του Ντούισμπουργκ διατηρεί συνεργασία με Κινέζους εταίρους. Το πιο σημαντικό είναι ότι η γερμανική πόλη έχει μετατραπεί σε σταυροδρόμι του Νέου Δρόμου του Μεταξιού. Εδώ, κάθε εβδομάδα, 60 τρένα γεμάτα εμπορεύματα ,φτάνουν από την Κίνα. Οταν το πρώτο τρένο έφτασε στο σταθμό του Ντούισμπουργκ το 2014, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στεκόταν στις γραμμές και το περίμενε, δίπλα στον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, τότε Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας.
Αν για χρόνια η Γερμανία απέφευγε να αντιμετωπίσει την αντίφαση του να είναι πυλώνας του ατλαντισμού και σύμμαχος των ΗΠΑ και, ταυτόχρονα, προνομιούχος εταίρος της Κίνας, σήμερα ο Σολτς βρίσκεται σε μια πολύ λεπτή θέση. Η αίσθηση είναι ότι ο Γερμανός καγκελάριος γνωρίζει πολύ καλά ότι το Βερολίνο δεν βρίσκεται στα μισά του δρόμου μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Η Γερμανία είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, το Βερολίνο δεν φαίνεται να έχει καμία πρόθεση να θυσιάσει τις οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρει η Κίνα.