Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει σε νέα σημαντική αύξηση των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ κατά 0,75%. Το βασικό επιτόκιο στην ευρωζώνη από μηδέν έφτασε σε λίγους μήνες στο 2% εφέτος.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει σε νέα σημαντική αύξηση των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ κατά 0,75%. Το βασικό επιτόκιο στην ευρωζώνη από μηδέν έφτασε σε λίγους μήνες στο 2% εφέτος.
Ο στόχος σαφής: Να αντιμετωπιστεί ο υψηλότερος πληθωρισμός (9,9%),από την υιοθέτηση του ευρώ. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, οι αυξήσεις των επιτοκίων κάνουν την αποταμίευση πιο ελκυστική και τον δανεισμό πιο ακριβό, γεγονός που οδηγεί σε λιγότερη κατανάλωση αλλά και επενδύσεις. Αυτό όμως,προκαλεί πτώση των τιμών, αλλά και ύφεση.
Στην πραγματικότητα πάντως, η κεντρική τράπεζα και η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ, μπορούν να κάνουν ελάχιστα ενάντια στις βασικές αιτίες της πληθωριστικής έκρηξης - δεν μπορεί ούτε να επηρεάσει άμεσα τις υψηλές τιμές της ενέργειας, ούτε να διορθώσει τις διαταραγμένες αλυσίδες εφοδιασμού. Ωστόσο, είναι στα χέρια της ΕΚΤ να περιορίσει τον λεγόμενο εισαγόμενο πληθωρισμό, αναστέλλοντας την πτώση του ευρώ μέσω υψηλότερων επιτοκίων. Αυτό είχε κάποια θετικά αποτελέσματα μέχρι τώρα, επειδή το υψηλότερο επιτόκιο προσελκύει κεφάλαια ή περιορίζει την απόσυρσή τους από την ΕΕ σχεδόν με μαγικό τρόπο.
Η εισαγωγή πολλών πρώτων υλών όπως το πετρέλαιο, που αγοράζονται με δολάρια,έγινε φθηνότερη.Απλώς και μόνο επειδή το κοινό νόμισμα, αφού έφτασε να ισοδυναμεί κάτω από 96 σεντς του δολαρίου, αξίζει τώρα ξανά περισσότερο από ένα δολάριο. Το ερώτημα είναι πάντως αν τελικά είναι ανίσχυρη η νομισματική πολιτική όσο συνεχίζεται ο πόλεμος και οι δραματικές επιπτώσεις του και στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Σύμφωνα με μελέτη του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου (IW), η νομισματική πολιτική είναι επί του παρόντος «ανίσχυρη έναντι ενός μεγάλου μέρους του τρέχοντος πληθωρισμού». Το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από την πλευρά της προσφοράς. Οι αυξήσεις των τιμών οφείλονται κυρίως στο αυξημένο κόστος ενέργειας και πρώτων υλών και στη διακοπή των αλυσίδων εφοδιασμού. Η νομισματική πολιτική, από την άλλη πλευρά, επηρεάζει πρωτίστως τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες.
Αν και η ΕΚΤ έχει επίσης στόχο να μην θεωρηθούν οι υψηλές τιμές ως μια νέα πραγματικότητα, πολλοί παρατηρητές φοβούνται μια επιδείνωση της οικονομίας ως αποτέλεσμα της αυστηρής νομισματικής πολιτικής. Διότι τα υψηλότερα επιτόκια κάνουν τα δάνεια πιο ακριβά για τα νοικοκυριά, τις εταιρείες και το κράτος και καθιστούν τις αποταμιεύσεις πιο ελκυστικές – κάτι που συνήθως μειώνει την κατανάλωση. Το καταναλωτικό κλίμα σε πολλές ευρωπαικες χώρες βρίσκεται ήδη σε ιστορικό χαμηλό εδώ και αρκετούς μήνες.
«Ο αυξανόμενος πληθωρισμός συμβαδίζει τώρα με μια ξαφνική επιδείνωση των προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης», προειδοποίησε πρόσφατα ακόμη και ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας, Ιγνάσιο Βίσκο. «Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολύ γρήγορες και σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων αυξάνουν τον κίνδυνο ύφεσης».
Οι οικονομολόγοι της βρετανικής επενδυτικής τράπεζας Barclays πιστεύουν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα τερματιστούν στο 2,5% . Η ύφεση, η οποία αντικατοπτρίζεται όλο και περισσότερο στα οικονομικά δεδομένα, θα εμποδίσει την ΕΚΤ να αυξήσει περαιτέρω το βασικό επιτόκιο.
Είναι επίσης θέμα να περιοριστούν στο ελάχιστο οι παρενέργειες των αυστηρότερων μέτρων νομισματικής πολιτικής για τα κράτη και τις χρηματοπιστωτικές αγορές.Δυστυχώς, είτε η ΕΚΤ θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, δεν είναι πλέον κυρίαρχος των γεγονότων, αλλά τρέχει να τα προλάβει. Ακόμη και αν οι ρυθμοί πληθωρισμού μειωθούν κάπως κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους λόγω της πτώσης των τιμών της ενέργειας, η επιστροφή στην τιμή στόχο του 2% είναι πολύ δύσκολη.
Η διευθύνουσα σύμβουλος του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, Σούζαν Κλαρκ σε επιστολή που δημοσιεύτηκε στους Financial Times προειδοποιεί ότι οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία θα συνεχίσουν να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία για πολλά χρόνια. Ειδικά για την Ευρώπη, διαφαίνεται ο κίνδυνος να μειωθεί ακόμη περισσότερο το μερίδιό της στην παγκόσμιας οικονομία. Μια τάση που δυστυχώς βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη τα τελευταία 15 χρόνια. Αλλά με εξαίρεση τον Μακρόν και τον Πάπα Φραγκίσκο,ουδείς τολμά να βάλει το δάκτυλο για να κλείσει η πληγή: Να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο του πολέμου.