Το Λονδίνο ανακοινώνει: «…Στας 06:30 πρωινήν ήρχισαν αι εχθροπαξίαι μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας. Οι Ιταλοί ήρχισαν την επίθεσιν των προσπαθήσαντες να καταλάβουν άρχικώς την Κέρκυραν. Έκ παραλλήλου έπετέθησαν διά της άεροπορίας των εναντίον των Πατρών του Ίσθμού της Κορίνθου της Έλευσίνος…». Και όλα ξεκίνησαν...
Το Λονδίνο ανακοινώνει: «…Στας 06:30 πρωινήν ήρχισαν αι εχθροπαξίαι μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας. Οι Ιταλοί ήρχισαν την επίθεσιν των προσπαθήσαντες να καταλάβουν άρχικώς την Κέρκυραν. Έκ παραλλήλου έπετέθησαν διά της άεροπορίας των εναντίον των Πατρών του Ίσθμού της Κορίνθου της Έλευσίνος…». Και όλα ξεκίνησαν μπαίνοντας η Ελλάδα σε έναν πόλεμο με τον Μουσολίνι και τις Ιταλικές δυνάμεις να ετοιμάζουν την προέλαση τους, την ώρα που οι Ρεθεμνιώτες στις 28.10.1940 δίπλα στο στρατιωτικό τιμητικό άγημα απέδιδαν τιμές κατά την περιφορά των οστών των Τεσσάρων Μαρτύρων στην πόλη, καταχειροκροτώντας τους στρατιώτες του αγήματος έχοντας ήδη πληροφορηθεί την κήρυξη του πολέμου.
Χρόνια αργότερα το 1973 ένα παιδί στα 14 του χάνει τον πατέρα του ο οποίος τον μεγάλωσε μέσα από τις ιστορίες, τις θύμησες του πολέμου, τις αφηγήσεις για τους φίλους του και συντρόφους στο μέτωπο, για την κατάληψη της Κορυτσάς. Μέχρι και σήμερα, πολύτιμη περιουσία του, τα κειμήλια και όλα όσα του είχε αφήσει ο πατέρας του, φυλάσσονται και με ευλάβεια μελετώνται συνεχώς, ως μία προσευχή και προσπάθεια να μην υπάρξει λήθη αλλά και να αποδίδεται μία συνεχής τιμή σε όσους όχι μόνο πολέμησαν στο Ελληνοαλβανικό μέτωπο, αλλά και σε εκείνους οι οποίοι μέσα από τις επιστολές τους, τις κάρτες τους, τους τσαλακωμένους ταχυδρομικούς φακέλους και τις ανταποκρίσεις, προσπάθησαν να αποσοβήσουν όσο αυτό ήταν εφικτό, τις αγωνίες των οικογενειών στο Ρέθυμνο που προσευχόντουσαν για τους μαχόμενους Έλληνες.
Με τα χρόνια αυτό το παιδί, ο Μάνος Τσάκωνας Αρχιτέκτονας του δήμου Ρεθύμνου, που ο πατέρας του Φώτης Τσάκωνας κατάφερε να επιστρέψει από τον πόλεμο του 1940, έβαλε έναν σκοπό στη ζωή του. Να συγκεντρώσει, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τις επιστολές, τις ανταποκρίσεις, τις περιγραφές και όσες ζωντανές ειδήσεις είχαν διασωθεί από το μέτωπο, ώστε ως ένας ανταποκριτής και ο ίδιος, να μεταφέρει τη σκυτάλη της γνώσης, της μνήμης στις επόμενες γενιές.
Το 2017 εξέδωσε το βιβλίο «Ρεθεμνιώτες Ανταποκριτές στο Ρέθυμνο» και όπως ο ίδιος αναφέρει: «…στις οροσειρές Μόροβα και Ιβάν συναντήθηκε ο ανθυπολοχαγός πατέρας Φώτης Τσάκωνας, της 9η Μεραρχίας που μπήκε πρώτη στην Κορυτσά, με δημοσιογράφους πολεμικούς ανταποκριτές Αθηναϊκών Εφημερίδων όπως ο Κωστής Παπαδάκης και ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης που αρθρογραφούν στο "ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ" και την "ΠΡΩΙΑ" αντίστοιχα. Μέσω αυτών θα γνωρισθεί και με άλλους απεσταλμένους δημοσιογράφους και θα είναι αυτός που θα στείλει την πρώτη επιστολή ανταπόκριση που δημοσιεύεται σε Ρεθυμνιώτικη εφημερίδα περιγράφοντας μία μάχη στο μέτωπο. Ίσως λόγω αυτής της φιλίας με δημοσιογράφους, αποκτά και διασώζει μαζί με καρτ ποστάλ και έντυπα, το μικρό αλλά πολύτιμο φωτογραφικό υλικό, που εμπλουτισμένο με σχέδια Ελλήνων καλλιτεχνών παρουσιάζεται σε αυτή την έκδοση και συμπληρώνει τα πρωτότυπα κείμενα των πολεμικών ανταποκρίσεων».
Όπως μας γνωστοποιεί ο Μάνος Τσάκωνας, στο Ρέθυμνο η μοναδική εφημερίδα που κυκλοφορεί είναι η Κρητική Επιθεώρηση που δημοσιεύει τις λίγες αλλά πολύτιμες ανταποκρίσεις που στάλθηκαν από την πρώτη γραμμή του πυρός, γραμμένες από διάφορα πρόσωπα, μεταφέροντας τις εμπειρίες από τα δύσβατα βουνά της Αλβανίας, περιγράφοντας με πάθος μάχες και καθημερινότητα.
Ο Ρεθεμνιώτης Ανταποκριτής Κωστής Παπαδάκης στην πρώτη του ανταπόκριση στις 3 Νοεμβρίου 1940 μεταξύ άλλων αναφέρει: «7 μέρες τώρα και 7 νύχτες πολεμούμε. Τα κανόνια μας, τα πολυβόλα μας, τα αεροπλάνα μας, τα αδέλφια μας, όλοι εμείς που αποτελούμε τον ελληνικό στρατό με ψυχή γεμάτη θάρρος και αυτοπεποίθηση πολεμούμε. Πολεμούμε έναν εχθρό που ζήτησε να σβήσει την Ελλάδα από το χάρτη της Ευρώπης, που ζήτησε ύπουλα και άνανδρα να μας υποδουλώσει και να μας κάνει αποικία του. Έναν περίπατο θα 'κάναν τα Ιταλικά άρματα μάχης για να περάσουν τα σύνορα μας και να μπουν στον τόπο μας και να εξασφαλίσουν στον κατακτητή αυθέντη τους τον εύκολο θρίαμβο. Έτσι νόμιζαν μα εμείς που ξέρουμε γιατί πολεμούμε που ξέρουμε πως ο αγώνας μας είναι τιμιότερος από όσους κατά καιρούς έκανε ο Ελληνισμός, δεν θα αφήσουμε να περάσουν τα σύνορά μας, τα χωρίς ψυχή παλιοσίδερα του ιταλικού στρατού».
Στις 13 Νοεμβρίου ανταπόκριση του Κώστα Παπαδάκη αναφέρει στιγμές που βιώνουν, πέρα από την πρώτη γραμμή οι στρατιώτες και συγκεκριμένα αναφέρει: «…Τώρα θα θέλετε να μάθετε και πώς περνάμε. Το τσάι μας το πρωί το παίρνουμε με ζάχαρη και ο σιτιστής, μας έχει και καφέ. Για την ώρα με τη δύναμη του Θεού, δεν μας έλειψε τίποτα. Κάθε λίγο φτάνουν μουλάρια φορτωμένα με του κόσμου τα καλά. Ούτε το κονιάκ και το ούζο, τόσο χρήσιμα για εδώ, μας λείπουν. Έτσι με όλα μας τα εφόδια και προπαντός με ψυχή ακατάβλητη και γεμάτη ενθουσιασμό πολεμούμε. Ένα σύνθημα επικρατεί μεταξύ όλων των στρατιωτών… να τους ρίξουμε στη θάλασσα και θα το μάθετε γρήγορα, θα τους στείλουμε από κει που ήρθαν».
Όμως λίγες μέρες αργότερα το κακό μαντάτο φτάνει… Ο Ιωάννης Λιάμος στο ημερολόγιο πολέμου που συντάσσει αναφέρει ότι, ο πρώτος Κρητικός νεκρός του ελληνο-ιταλικού πολέμου, μόλις 29 ετών ήταν ο άτυχος δημοσιογράφος Κώστας Παπαδάκης στη μάχη στο λόφο του Νεστορίου της Καστοριάς, στην προσπάθεια απόκρουσης της Ιταλικής επίθεσης.
Σε άλλο σημείο του ημερολογίου ο Ιωάννης Λιάμος αναφέρει: «…ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε όλη την ημέρα μέχρι και τις 5:00 το απόγευμα, τότε βομβαρδίστηκε και το σχολείο που είχε στη σκεπή και τον Ερυθρό Σταυρό σε ένδειξη ότι ήταν νοσοκομείο, τότε αντίκρυ στο σχολείο που είναι ένα δασάκι, είχαν καμουφλάρει και τα μεταγωγικά, σκοτώθηκε και ο Παπαδάκης Κωνσταντίνος ο δημοσιογράφος που αναφέρω. Επίσης βομβαρδίστηκε και η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που καταστράφηκε ο γυναικωνίτης και πολύ ελάχιστα σπίτια έπαθαν ζημιά… Συγκινητικά πράγματα, αι γυναίκες δεν σταματούσαν τα μοιρολόγια. Το ίδιο συνέβη και με την ταφή του αείμνηστου ανθυπολοχαγού Παπαδάκη… Αι αεροπορικές επιθέσεις κατά του Νεστορίου δεν σταμάτησαν».
Μέσα από την ερευνητική προσπάθεια του Μάνου Τσάκωνα, μαθαίνουμε ότι τη δεύτερη μόλις ημέρα αφότου εκδηλώθηκε η ελληνική αντεπίθεση, από την Αθήνα ξεκινούν για το μέτωπο οι πρώτοι δημοσιογράφοι πολεμικοί ανταποκριτές οι οποίοι συναντήθηκαν το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1940 στο σταθμό Λαρίσης. Μία συνάντηση χωρίς συνηθισμένο ρόλο… συναντήθηκαν ο Ευστάθιος Θωμώπουλος, ο Θωμάς Μαλαβέτας, ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, ο Θόδωρος Δογάνης και ο Παύλος Παλαιολόγος. Που ήταν οι πρώτοι πέντε διαπιστευμένοι Αθηναίοι δημοσιογράφοι που ξεκινούσαν για το Αλβανικό μέτωπο ως πολεμικοί ανταποκριτές. Στις 24 Νοεμβρίου 1940 με ανταπόκριση του ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης στην εφημερίδα «ΠΡΩΙΑ» αναφέρει: «Αι στρατιωτικαί αρχαί και η χωροφυλακή εγκατεστάθησαν στην Κορυτσά εντός της πόλεως και οργάνωσαν την ασφάλεια ήτις αποκατεστάθει τάχιστα. Ήδη φροντίζουν για τον εφοδιασμό της πόλεως εις τρόφιμα των οποίων υπάρχει μεγάλη έλλειψις... Ο πληθυσμός της Κορυτσάς με ειλικρινή ενθουσιασμόν πανηγυρίζει την απελευθέρωσίν του από τον φασιστικόν ζυγόν δια κωδωνοκρουσιών και πανδήμων εκδηλώσεων… Οι Ιταλοί φεύγοντες εκ της Κορυτσάς, εγκατέλειψαν στρατιωτικό υλικό παντός είδους αξίας δεκάδων εκατομμυρίων… Το παρόν τηλεγράφημα μου το έχω συντάξει επί χάρτου δημόσιας Ιταλικής υπηρεσίας».
Παρακάτω διαβάζουμε πως η κατάληψη της Κορυτσάς παρέσχε μιαν απόδειξη της ευστοχίας της Ελληνικής Αεροπορίας. «…το αεροδρόμιο της Κορυτσάς έχει καταστεί άχρηστων και επ' αυτού είναι κατεσπαρμένα τα συντρίμμια των καταστραφέντων ιταλικών αεροπλάνων ενώ επιμελώς έχουν γαζωθή από τα πολυβόλα των αεροπόρων μας χωρίς να θιγή ποσώς η πολίς».
Ο Νικόλαος Λυράκης ιατρός στο επάγγελμα και ανταποκριτής της «ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ» στις 28 και 29 Ιανουαρίου 1941 αναφέρει σε ανταπόκριση του: «Η αθάνατη Μεραρχία. Θα επιστρέψωμεν δαφνοστεφείς… Υπασπιστήν έχομεν τον γνωστόν εν Ρεθύμνη λοχαγόν κ. Δανδουλάκιν εργαζόμενον δραστηρίως νυχθημερόν και ενίοτε θωπεύοντα το αρτιγέννητον μούσι του… Όπου περνούσαμε αποσπούσαμε την προσοχή πάντων. "Τώρα περνούν οι Κρητικοί", "Η αθάνατος Μεραρχία", "Το βαρύ πυροβολικό", "Τώρα πάνε να κατευοδόσουν τους Ιταλούς", έλεγαν… Μας διηγήθηκαν πολλοί Έλληνες που συναντήσαμε στα χωριά ότι οι Ιταλοί ηρώτων τι θα πη "απάνω τους", πολεμική ιαχή με την οποίαν οι δικοί μας συνόδευαν την επίθεσιν των… Τα δυστυχή ζώα οι αφανείς αυτοί συντελεσταί της νίκης, υπέφεραν φοβερά. Μη δυνάμενα να βαδίσωσιν έπιπτον κάθε τόσο και οι άνδρες ηναγκάζοντο να τα φέρουν εις τας χείρας των μέχρις ότου πέσουν και αυτοί με τη σειρά τους… Ο παγετών εις τις πορείες αυτές ήτο ο μεγάλος μας εχθρός… Ο συνταγματάρχης μας ενθουσιώδης είπε, παιδιά η αποψινή σας προσπάθεια με συγκινεί ιδιαιτέρως. Η πατρίς που έχει τέτοιους στρατιώτας δεν αποθνήσκει ποτέ. Ζήτω η Ελλάς Ζήτω η Κρήτη».
Διαβάζουμε στην «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ» από την πρώτη γραμμή του πυρός, του εν μετώπω συνεργάτου μας Στ. Φαρσάτη 15 Μαρτίου 1941: «Αγαπητοί μου αναγνώσται. Με τα δύο τελευταία ταχυδρομεία πήρα αρκετά γράμματα γεμάτα ενθουσιώδη λόγια. Ο ταχυδρόμος του λόχου μόλις με είδε μου είπε -Σήμερα ήρθα για σένα. Έχεις δεκαεφτά γράμματα… Η δεσποινίς Χρυς Αντ από το Ρέθυμνον μου εύχεται από δεκανεύς να γυρίσω λοχαγός. Την ευχαριστώ για το κοπλιμάν και την πληροφορώ ότι εντός των ημερών ανεβαίνω το πρώτο σκαλοπάτι. Γίνομαι λοχίας».
Σε άλλο σημείο ο ανταποκριτής αστειευόμενος ίσως αλλά και καταθέτοντας με τις λέξεις του το ηθικό και το φρόνιμα των Ελλήνων στρατιωτών αναφέρει: «Η ώρα περνάει και οι Ιταλοί δεν αποφασίζουν να βγουν από τα χαρακώματα τους, τα πυρά λιγοστεύουν. Ο αγγελιοφόρος μας ειδοποιεί ότι ήλθε το συσσίτιο… Σήμερα έχουμε το εθνικό φαγητό των Ελλήνων. Φασολάδα. Χθες των Κινέζων. Ρύζι και αύριον των Ιταλών. Μακαρονάδα…». Συχνά όπως διαπιστώνουμε από την έρευνα του Μάνου Τσάκωνα και την οποία επικοινώνησε με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι τίτλοι των ανταποκρίσεων από το μέτωπο του πολέμου, διέπονται από υψηλό φρόνημα και στέλνουν το μήνυμα της αισιοδοξίας. «ΟΡΘΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΧΗΝ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ ΜΑΣ… ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΜΝΑ ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΟΝΤΑΙ ΟΡΔΑΙ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΚΑΙΣΑΡΟΣ… ΦΩΤΙΑ ΛΟΓΧΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙ… Η ΙΑΧΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΜΑΣ «ΑΠΑΝΩ ΤΟΥΣ»…».
Όπως επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Τσάκωνας, οι ανταποκριτές από το μέτωπο του πολέμου κατάφεραν να γεφυρώσουν το Ρέθυμνο με την πρώτη γραμμή αλλά και τη ζωή που περνούσαν οι στρατιώτες, επισφραγίζοντας για μία ακόμα φορά την ουσία και την αξία της δημοσίευσης και της δημοσιοποίησης όταν αυτή έχει άμεση σχέση με την αλήθεια και τον ιερό δημοσιογραφικό σκοπό.