Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι πολλαπλές επιπτώσεις του (ενεργειακή κρίση, πληθωριστικές πιέσεις, επισιτιστική κρίση, νέες εξοπλιστικές δαπάνες κ.ά.) –ιδιαίτερα μετά τους παγκόσμιους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η κρίση Covid-19– να αποτελεί παράγοντα επιβράδυνσης της αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής εξαιτίας αμεσότερων πολιτικών και οικονομικών προτεραιοτήτων, ωστόσο οι συνέπειες αυτές διαμορφώνουν νέους συσχετισμούς σε ένα ήδη εύθραυστο παγκόσμιο περιβάλλον.
Του Βαγγέλη Βιτζηλαίου,
Συντονιστή Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ, Υποψήφιου Διδάκτορα Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι πολλαπλές επιπτώσεις του (ενεργειακή κρίση, πληθωριστικές πιέσεις, επισιτιστική κρίση, νέες εξοπλιστικές δαπάνες κ.ά.) –ιδιαίτερα μετά τους παγκόσμιους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η κρίση Covid-19– να αποτελεί παράγοντα επιβράδυνσης της αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής εξαιτίας αμεσότερων πολιτικών και οικονομικών προτεραιοτήτων, ωστόσο οι συνέπειες αυτές διαμορφώνουν νέους συσχετισμούς σε ένα ήδη εύθραυστο παγκόσμιο περιβάλλον.
Οι νέες αυτές τάσεις, ως απόρροια της κλιματικής κρίσης, εμφανίζονται πλέον δυναμικά στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, καταδεικνύοντας ότι η έλλειψη διεθνούς εγρήγορσης και συνεργασίας θα επιδεινώσει μια ήδη πολύπλοκη πραγματικότητα σε έναν ήδη μεταβαλλόμενο πολυπολικό κόσμο.
Η κλιματική κρίση εμφανίζεται πλέον ως γενεσιουργός αιτία και ενδεχομένως επιταχυντής νέων αντιπαραθέσεων και (πολιτικών) συγκρούσεων μεταξύ κρατών. Οι τριβές σε αυτή τη φάση καταγράφονται μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών, που υφίστανται τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, και αναπτυγμένων χωρών του παγκόσμιου Βορρά, στο χέρι των οποίων είναι πολιτικά και οικονομικά η προώθηση της αντιμετώπισης των συνεπειών της περιβαλλοντικής κρίσης, ιδιαίτερα μέσω της επιρροής που ασκούν στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς.
Ένα από τα ζητήματα που ανακύπτουν στον δημόσιο διάλογο είναι αυτό της αξίωσης αποζημιώσεων εκ μέρους χωρών που έχουν πληγεί από ακραία καιρικά φαινόμενα. Τον Σεπτέμβριο ιστορικές πλημμύρες έπληξαν το Πακιστάν, προκαλώντας ζημιές στο 1/3 των περιφερειών της χώρας, με εκτιμώμενο κόστος 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε συνέντευξή της η υπουργός Κλίματος της χώρας Σέρι Ρεχμάν δήλωσε ότι «υπάρχουν τόσες πολλές απώλειες και ζημιές με τόσο μικρές αποζημιώσεις σε χώρες που συνέβαλαν τόσο λίγα στο παγκόσμιο αποτύπωμα άνθρακα, που προφανώς η συμφωνία που έγινε μεταξύ του παγκόσμιου Βορρά και του παγκόσμιου Νότου δεν λειτουργεί», ζητώντας αποζημιώσεις και περισσότερη δράση από τις πλούσιες χώρες και αφήνοντας παράλληλα αιχμές προς τις μεγάλες εταιρείες με κέρδη «πολύ μεγαλύτερα από το ΑΕΠ πολλών χωρών».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ενόψει της Διάσκεψης για το Κλίμα (COP27) που θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο στην Αίγυπτο, η Πρώτη Υπουργός της Σκωτίας Νίκολα Στάρτζεον τόνισε ότι «οι άνθρωποι στον παγκόσμιο Νότο και οι αναδυόμενες οικονομίες ήδη πληρώνουν το τίμημα της κλιματικής αλλαγής κάθε μέρα», καλώντας τις αναπτυγμένες χώρες «να αναλάβουν την ηθική ευθύνη αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος».
Διακύβευμα, ωστόσο, δεν αποτελεί μόνο η αποκατάσταση της παγκόσμιας ηθικής τάξης, αλλά και η αποτροπή δημιουργίας άλλης μιας εστίας διεθνών αντιπαραθέσεων, με ευρείες διαστάσειε. Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2019 συνέδεσε την κλιματική κρίση με ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές εκτιμούν ότι η εντεινόμενη κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να αυξήσει στο μέλλον τον κίνδυνο βίαιων συγκρούσεων, υπολογίζοντας ότι η κλιματική αλλαγή ή και η μεταβλητότητα του κλίματος μεγιστοποίησε κατά 3% έως 20% τον κίνδυνο ένοπλων συγκρούσεων τον περασμένο αιώνα. Ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ότι, εάν δεν μειωθούν τα παγκόσμια ποσοστά εκπομπών, ο κίνδυνος βίας που μπορεί να προκληθεί από το κλίμα είναι πενταπλάσιος.
Μία ακόμη σημαντική πτυχή αποτελεί το ζήτημα των κλιματικών προσφύγων, προϊόν του εκτοπισμού εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων. Υπενθυμίζεται ότι το Ινστιτούτο Οικονομικών & Ειρήνης (IEP) έχει υπολογίσει ότι, εάν οι φυσικές καταστροφές συνεχίσουν να καταγράφουν τους ίδιους ρυθμούς με αυτούς των τελευταίων δεκαετιών, πάνω από 1,2 δισ. άνθρωποι θα έχουν εκτοπιστεί ως το 2050.
Καθώς το κόστος διαχείρισης της πανδημικής κρίσης έχει επιβαρύνει τα δημοσιονομικά δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο και οι κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει τα επιτόκιά τους για τον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος δανεισμού και τη διόγκωση του χρέους, ιδιαίτερα για ήδη υπερχρεωμένα κράτη, οι πόροι που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελούν τεράστιο «αγκάθι».
Η πίεση προς τους δύο διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς να ανακατευθύνουν πόρους προς την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αυξάνεται διαρκώς με το «μέτωπο» που σχηματίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες να απαιτεί νέες προτεραιότητες και πολιτικές ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας, με μία ουσιαστικά αναδιάρθρωσή τους. Τα νησιά Μπαρμπάντος στην Καραϊβική ηγούνται της προσπάθειας μικρότερων, αναπτυσσόμενων χωρών για την εξεύρεση πόρων με στόχο την καταπολέμηση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Την ίδια ώρα, 20 χώρες που είναι περισσότερο ευάλωτες στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη, εξετάζουν το ενδεχόμενο να «παγώσουν» την αποπληρωμή των χρεών τους, που ανέρχονται συνολικά σε 685 δισ. ευρώ, ώστε να επενδύσουν σε κλιματικά πρότζεκτ. Οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών-μελών ενός μπλοκ 58 αναπτυσσόμενων χωρών (Vulnerable Group of Twenty ή, πιο σύντομα, V20) εξέδωσαν στις 16 Οκτωβρίου ανακοινωθέν στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας, με το οποίο καλούν σε ελάφρυνση χρεών και μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης υπογραμμίζοντας ότι για τις κλιματικά ευάλωτες οικονομίες «οι κλιματικές καταστροφές και το χρέος αποτελούν έναν φαύλο κύκλο». Η V20 τόνισε μάλιστα ότι οι 58 χώρες που την αποτελούν εμφανίζουν αποπληρωμές χρέους ύψους τουλάχιστον 435 δισ. δολαρίων μέσα στην επόμενη τετραετία, διάστημα στο οποίο είναι αναγκαίες νέες επενδύσεις.
Οι διαρκείς εκκλήσεις και πιέσεις δείχνουν ότι κάτι αρχίζει να κινείται σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο, αν και ακόμα είναι νωρίς για εκτιμήσεις. Το θέμα των χρηματοδοτικών αναγκών αναδείχθηκε τόσο στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών όσο και στην ετήσια σύνοδο των θεσμών του Μπρέτον Γουντς, λίγο διάστημα μετά τις δηλώσεις του επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας Ντέιβιντ Μάλπας, ο οποίος αμφισβήτησε ουσιαστικά ότι η κλιματική αλλαγή έχει ανθρωπογενή αίτια.
Την προηγούμενη εβδομάδα ΗΠΑ, Γερμανία και χώρες της G7 κατέθεσαν πρόταση στην Παγκόσμια Τράπεζα με σειρά μέτρων προς εξέταση: Η ισχύουσα πολυμερής αρχιτεκτονική χρηματοδότησης της ανάπτυξης «δεν έχει σχεδιαστεί» ώστε να αντιμετωπίσει «διασυνοριακές» προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή και η πανδημία, ανέφερε η πρόταση, κάνοντας λόγο για «κενά χρηματοδότησης» στον κόσμο και υπογραμμίζοντας ότι «ο κόσμος εξελίσσεται, και ο όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας πρέπει να εξελιχθεί μαζί του». Παράλληλα, το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι με κονδύλια 37 δισ. δολαρίων τέθηκε σε λειτουργία ο νέος χρηματοδοτικός μηχανισμός Ανθεκτικότητας και Βιωσιμότητας (Resilience and Sustainability Trust) του Ταμείου. Πρόκειται για ένα αποθεματικό που προορίζεται να στηρίξει χρηματοδοτικά τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος για την αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών και των «διαρθρωτικών προκλήσεων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε.
Η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ δήλωσε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου του Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι ο κόσμος ζει διαδοχικά σοκ και «δεν υπάρχει κουμπί παύσης της κλιματικής κρίσης ενώ αντιμετωπίζουμε τις άλλες κρίσεις». Εν μέσω πολλαπλών υφιστάμενων κρίσεων, οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης είναι εδώ και έχουν άμεσο αντίκτυπο τόσο στη διαχείριση των υφιστάμενων ζητημάτων στο παρόν όσο και στις προοπτικές σε παγκόσμιο, περιφερειακό αλλά και εθνικό επίπεδο. To ζήτημα των κλιματικών αποζημιώσεων αλλά και της εξεύρεσης πόρων θα είναι από τα σημαντικά ζητήματα που θα συζητηθούν στην επερχόμενη πολυαναμενόμενη Σύνοδο για το Κλίμα στο Σαρμ ελ Σεΐχ (6-18 Νοεμβρίου 2022).
Ο δρόμος δεν είναι εύκολος, αφού το ποιος ευθύνεται για την κλιματική κρίση –άρα και το ποιος θα πληρώσει για την επιδείνωση ή τη μη αντιμετώπισή της σε επίπεδο χωρών– αποτελεί έναν δισεπίλυτο γρίφο. Θα «πληρώσει» όλος ο παγκόσμιος Βορράς για τις εκπομπές CO2 ή μήπως το μερίδιο κάθε χώρας θα εξαρτηθεί από το ποια εκπέμπει περισσότερο; Αυτό είναι ένα από τα πολλά ερωτήματα που ανακύπτουν, και εδώ κρίσιμος είναι ο ρόλος των διεθνών οργανισμών ώστε να διασφαλιστεί η ομαλότητα της διαδικασίας διαπραγμάτευσης. Όμως και οι ίδιοι οι οργανισμοί έχουν την ευθύνη να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Μιλώντας στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η πρωθυπουργός των Μπαρμπάντος Μία Μότλεϊ απηύθυνε κάλεσμα για έναν «νέο διεθνισμό», αφού οι θεσμοί του Μπρέτον Γουντς «δεν μπορούν πλέον, τον 21ο αιώνα, να υπηρετούν τους σκοπούς για τους οποίους συστάθηκαν τον 20ό αιώνα».
Το σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης διατρέχουν πλέον το σύνολο των πτυχών των διεθνών σχέσεων και της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Όσο πιο γρήγορα τεθεί σε προτεραιότητα η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, τόσο λιγότερο επώδυνες επιπτώσεις θα υπάρξουν σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, αλλά και σε ανθρωπιστικό, σε επίπεδο ανθρώπινων κοινωνιών.
* Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 9ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που θα δημοσιευθεί στο www.enainstitute.org