«Η μητέρα σου και εγώ ήμασταν νέοι τότε και αγωνιζόμασταν να βρούμε τα πατήματά μας όσον αφορά το εργασιακό μας μέλλον», αναφέρει σε επιστολή του προς την κόρη του, ο Ινδός δισεκατομμυριούχος πατέρας της Αξάτα Μούρτι, της συζύγου του Ρίσι Σούνακ, ο οποίος πορεύεται πλέον χωρίς εμπόδια στον δρόμο για την πρωθυπουργία της Βρετανίας.
«Η μητέρα σου και εγώ ήμασταν νέοι τότε και αγωνιζόμασταν να βρούμε τα πατήματά μας όσον αφορά το εργασιακό μας μέλλον», αναφέρει σε επιστολή του προς την κόρη του, ο Ινδός δισεκατομμυριούχος πατέρας της Αξάτα Μούρτι, της συζύγου του Ρίσι Σούνακ, ο οποίος πορεύεται πλέον χωρίς εμπόδια στον δρόμο για την πρωθυπουργία της Βρετανίας.
Ο πατέρας της Αξάνα, Ναραγιάνα Μούρτι, ένας νεαρός προγραμματιστής υπολογιστών, θα ξεκινούσε τότε την εταιρεία υπηρεσιών πληροφορικής «Infosys» και λίγους μήνες αφότου γεννήθηκε η Αξάτα, τον Απρίλιο του 1980, εστάλη να ζήσει με τον παππού και τη γιαγιά της στο Μπανγκαλόρ.
Εκείνος, μαζί με την μητέρα της, μετακόμισε εκατοντάδες μίλια μακριά, στη Βομβάη, για εργασία και σύμφωνα με δηλώσεις του, το γεγονός ότι άφησε πίσω του την μικρή Αξάτα, ήταν μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις της ζωής του. Ωστόσο, παρόλο που οι συνθήκες ήταν δύσκολες, έπαιρνε μια πτήση και την έβλεπε κάθε σαββατοκύριακο.
Σήμερα, ο πατέρας της Αξάτα χαρακτηρίζεται ως ο «Μπιλ Γκέιτς της Ινδίας». Το Forbes τοποθετεί την καθαρή του περιουσία στα 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια (3,45 δισεκατομμύρια λίρες).
Η μητέρα της Αξάτα, Σουντά Μούρτι, λαμπρή επιστήμων, είναι η πρώτη γυναίκα μηχανικός που εργάστηκε για την τότε μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Ινδίας, μέλος του ομίλου Tata, ενώ σήμερα ασχολείται με τις φιλανθρωπίες, αγωνιζόμενη για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας.
Όταν η Αξάτα επανενώθηκε με τους γονείς της και αργότερα με τον αδερφό της Ρόχαν στην Βομβάη, η ζωή δεν ήταν τόσο «χαλαρή» όσο με τους παππούδες της. Η Σουντά αποφάσισε από νωρίς ότι δεν θα υπήρχε τηλεόραση στο σπίτι τους, ώστε να υπάρχει χρόνος για μελέτη, συζητήσεις και συναντήσεις με φίλους, σύμφωνα με την Guardian.
Κάθε βράδυ, από τις 20:00 έως τις 22:00, ο χρόνος ήταν αφιερωμένος σε «παραγωγικές δραστηριότητες». Για την Αξάτα και τον Ρόχαν αυτό σήμαινε εργασία στο σπίτι, ενώ οι γονείς τους διάβαζαν ιστορικά βιβλία, λογοτεχνία, φυσική, μαθηματικά, μηχανική ή έκαναν οποιαδήποτε εργασία γραφείου».
Καθώς η οικογένεια γινόταν όλο και πιο πλούσια, οι γονείς της Αξάτα απέφευγαν να νοικιάσουν ιδιωτικό αυτοκίνητο και οδηγό για να πάει στο σχολείο της, προτιμώντας να παραμείνουν στο σχολικό, κάτι που βοήθησε στην κοινωνικοποίησή της.
Η Αξάτα πήγε στο ιδιωτικό φιλελεύθερο Claremont McKenna College στην Καλιφόρνια, όπου σπούδασε οικονομικά και γαλλικά, πριν μετακομίσει στο Fashion Institute of Design and Merchandising στο Λος Άντζελες. Εργάστηκε για τις Deloitte και Unilever πριν κάνει το MBA της στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Εκεί γνώρισε τον Ρίσι Σούνακ, ο οποίος είχε κερδίσει μια υποτροφία από το Fulbright. Μέσα σε τέσσερα χρόνια παντρεύτηκαν σε μια διήμερη τελετή στο Μπανγκαλόρ, στην οποία συμμετείχαν εξέχουσες προσωπικότητες. Ο πατέρας της αρχικά υπήρξε επιφυλακτικός, ωστόσο, κατάλαβε τελικά τους λόγους που η κόρη του ερωτεύτηκε τον Σούνακ. Τον είχε χαρακτηρίσει δε, «λαμπρό, όμορφο και προπαντός ειλικρινή».
Σήμερα, η Αξάτα Μούρτι είναι διευθύντρια της επενδυτικής εταιρείας Catamaran Ventures ενώ το 2010 λάνσαρε τη δική της μάρκα μόδας, «Akshata Designs». «Με ενδιαφέρει η ιστορία πίσω από ένα συγκεκριμένο ρούχο, η αυθεντικότητά του, η δεξιοτεχνία και η προστασία μιας πλούσιας κληρονομιάς», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Τα χρήματά της προέρχονται από το 0,91% της «Infosys», το οποίο αποτιμάται σε περίπου 900 εκατομμύρια δολάρια (500 εκατομμύρια λίρες), καθιστώντας την πλουσιότερη και από την αποθανούσα Βασίλισσα, της οποίας η περιουσία υπολογίστηκε περίπου στα 370 εκατομμύρια λίρες.
Το ζευγάρι έχει επίσης στην ιδιοκτησία του την Catamaran Ventures UK με έδρα το Λονδίνο, η οποία επενδύει σε νεοφυείς επιχειρήσεις. Εντούτοις, ο Σουνάκ, κατέστησε την Αξάτα μοναδική ιδιοκτήτρια, καθώς της μεταβίβασε τις μετοχές του, λίγο πριν εισέλθει στο κοινοβούλιο.
Παράλληλα, έχει άμεσες συμμετοχές σε τουλάχιστον έξι άλλες εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου και κατέχει μετοχές σε επιχείρηση που διαχειρίζεται την Jamie Oliver's Pizzeria, τα καταστήματα Jamie's Italian και Wendy's στην Ινδία και άλλες εταιρείες.
Το ζεύγος έχει τουλάχιστον τέσσερα σπίτια στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Καλιφόρνια και ένα στο Κένσινγκτον, στο δυτικό Λονδίνο, το οποίο εκτιμάται ότι αξίζει περισσότερο από 7 εκατομμύρια λίρες. Αυτό, σύμφωνα με την Guardian, αποτελεί το καταφύγιό τους καθώς μαζί με τις 2 κόρες τους Κρίσνα και Ανούσκα, το έχουν μετατρέψει σε ένα χώρο ευεξίας με εσωτερική πισίνα, γυμναστήριο, στούντιο γιόγκα, υδρομασάζ και γήπεδο τένις.
Διαθέτουν ακόμη έπαυλη αξίας 1,5 εκατομμυρίων λιρών σε 12 στρέμματα στην εκλογική περιφέρεια του Σούνακ, στο Βόρειο Γιορκσάιρ, καθώς και ένα διαμέρισμα στην οδό Old Brompton Road στο δυτικό Λονδίνο.
Έχουν επίσης ένα ρετιρέ στην παραλία της Σάντα Μόνικα αξίας 5,5 εκατομμυρίων λιρών, για το οποίο λέγεται πως έχει εκπληκτική θέα στα βουνά, ενώ κτηματομεσίτες αναφέρουν ότι «ξυπνάς με τον ήχο των κυμάτων να σκάνε στην ακτή!».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Μάιο του 2022, το ζεύγος κέρδισε μια θέση ανάμεσα στους πλουσιότερους του Ηνωμένου Βασιλείου, στη λίστα των Sunday Times.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η εργασία και τα χρήματα αλλά και κάποιες φορολογικές «ατασθαλίες» της οικογένειας Μούρτι, είχαν αντίκτυπο στον Σούνακ, ο οποίος έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν ότι δεν έχει καμία επαφή με την υπόλοιπη χώρα όσον αφορά την αύξηση του κόστους ζωής.
Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, αυτά δεν έπαιξε τελικά ρόλο στην εκλογή του, διότι οι Βρετανοί στο σύνολό τους δεν πιστεύουν ότι το να είσαι πλούσιος είναι κάτι κακό ή απαξιωτικό. Υπάρχουν πολύ πλούσιοι άνθρωποι που είναι δημοφιλής στο ευρύ κοινό στην Βρετανία.
Δέχτηκε όμως επικρίσεις φέτος για τη σύζυγό του, λόγω του ότι η «Infosys», είχε κάποια δραστηριότητα στη Ρωσία. Σε δήλωσή της η εταιρεία, ανέφερε ότι όντως υπήρχε μια «μικρή ομάδα» με έδρα τη Ρωσία που εξυπηρετούσε παγκόσμιους πελάτες. Ωστόσο, επεσήμανε ότι δεν είχε «οποιεσδήποτε ενεργές σχέσεις με ρωσικές επιχειρήσεις».
Σήμερα, σύμφωνα με το BBC, η Infosys κλείνει το γραφείο της στη Ρωσία και προσπαθεί να βρει εναλλακτικές λύσεις εκτός χώρας, προκειμένου να απασχοληθεί το προσωπικό που εργάζεται στη Μόσχα.
Μαρία Βε
Με πληροφορίες από The Guardian, BBC, The Scotsman