«Οι Αμερικανοί είναι από τον Άρη και οι Ευρωπαίοι από την Αφροδίτη» γράφει ο διάσημος νεοσυντηρητικός διεθνολόγος Ρόμπερτ Κέιγκαν στο εξαιρετικό βιβλίο του «Παράδεισος και εξουσία: Η Αμερική και η Ευρώπη στη νέα παγκόσμια τάξη».
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Οι Αμερικανοί είναι από τον Άρη και οι Ευρωπαίοι από την Αφροδίτη» γράφει ο διάσημος νεοσυντηρητικός διεθνολόγος Ρόμπερτ Κέιγκαν στο εξαιρετικό βιβλίο του «Παράδεισος και εξουσία: Η Αμερική και η Ευρώπη στη νέα παγκόσμια τάξη».
Ο (γεννημένος το 1958 στην Αθήνα) Κέιγκαν υποστήριζε από το 2004, που δημοσίευσε το βιβλίο του, ότι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι φιλοπόλεμη, σε αντίθεση με τον πασιφισμό των Ευρωπαίων: «Ενώ η Ευρώπη είχε μπει σε μια καντιανή περίοδο μιας αέναης ειρήνης, οι ΗΠΑ παρέμειναν παγιδευμένες σε έναν κόσμο που περιέγραψε πριν από τέσσερις αιώνες ο μεγάλος Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς». Στον κόσμο του Χομπς -γράφει ο Κέιγκαν- το διεθνές δίκαιο είναι αναξιόπιστο. «Η πραγματική ασφάλεια και υπεράσπιση μιας φιλελεύθερης τάξης εξαρτάται από τη στρατιωτική ισχύ στα χέρια μιας αρχής που λαμβάνει αποφάσεις. Αυτή την αρχή ο Χομπς την ονόμασε "ηγεμόνα". Η δουλειά του ηγεμόνα είναι να πάρει αυτή την απόφαση για λογαριασμό μας: να αποφασίσει αποτελεσματικά ποιος ή τι απειλεί την ειρήνη».
Οι απόψεις του Χομπς διατρέχουν τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Η έκθεση δηλώνει ότι «η μεταψυχροπολεμική εποχή έχει οριστικά τελειώσει και ένας ανταγωνισμός είναι σε εξέλιξη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για να διαμορφώσουν τα επόμενα βήματα». Αν και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες φαινομενικά ενοχλούνται όλο και περισσότερο από την πολιτική και τις πράξεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό, νιώθουν ότι οδηγούνται σ' αυτό που οι New York Times περιγράφουν ως «ώρα της αλήθειας». Ευθυγραμμίζονται δηλαδή με τον «ηγεμόνα», όπως φαίνεται από τη στάση της Ευρώπης στον πόλεμο της Ουκρανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν ότι η Ευρώπη είναι εξαντλημένη, μη σοβαρή και αδύναμη και επιβάλλουν τη βούλησή τους. Παρά το γεγονός ότι τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της Ε.Ε. όχι μόνο δεν ταυτίζονται απολύτως με εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά πλήττονται βάναυσα από τις συνέπειες του πολέμου.
Ανατρέχοντας στην πολύ διαφορετική ιστορία της Ευρώπης και της Αμερικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Ευρώπη με την ίδρυση της Ε.Ε. έδειξε ότι είναι απόλυτη ανάγκη να ξεφύγει από ένα αιματοβαμμένο παρελθόν. Και αυτό αρχίζει να συζητείται σοβαρά στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς μεγαλώνει η δυσαρέσκεια στην Ευρώπη για το βαρύ οικονομικό τίμημα που πληρώνει η ήπειρος λόγω του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δεν δίστασε, μάλιστα, να κατηγορήσει ανοικτά τις Ηνωμένες Πολιτείες «για δύο μέτρα και δύο σταθμά», όσον αφορά την εμπορική και ενεργειακή τους πολιτική.
Ο Μακρόν, λάβρος, στη συνέντευξη μετά το τέλος της συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες την περασμένη Παρασκευή, κατήγγειλε την Ουάσιγκτον ότι ενώ χρεώνει φθηνά το φυσικό αέριο στις αμερικανικές εταιρείες ενέργειας στο εσωτερικό, «πουλά το LNG στην Ευρώπη σε τιμές ρεκόρ». Επιπλέον, είπε ο Μακρόν, «η κρατική στήριξη στις ΗΠΑ φτάνει ως και 80% σε κάποιους τομείς, κάτι που στην Ευρώπη απαγορεύεται. Αυτή η τακτική καταστρατηγεί τους κανόνες του υπερατλαντικού εμπορίου».
Ο Μακρόν και η γαλλική ελίτ κατ' επέκταση δεν έχουν εξοργιστεί όμως μόνο με την «κερδοσκοπία» της Ουάσιγκτον, αλλά και με τη στάση του Βερολίνου. Η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς, από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, διέγραψε επί της ουσίας τον γαλλογερμανικό άξονα και ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Βερολίνο ακολουθεί ταυτόχρονα μια εθνική και όχι ευρωπαϊκή πολιτική στην ενεργειακή κρίση, αλλά και στην άμυνα - για παράδειγμα στη δημιουργία αντιπυραυλικής ασπίδας με γερμανικά, αμερικανικά και ισραηλινά οπλικά συστήματα.
Η σχέση Γαλλίας - ΗΠΑ κλονίστηκε σοβαρά όταν η Αυστραλία προχώρησε στην τριμερή συμφωνία ασφαλείας AUKUS με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τότε η Καμπέρα αποχώρησε από μεγάλο deal με το Παρίσι για την αγορά 12 γαλλικών υποβρυχίων, υπέρ των αμερικανικών πυρηνοκίνητων υποβρυχίων. Η Γαλλία ανακάλεσε για λίγο τον πρεσβευτή της στις ΗΠΑ, αλλά οι σχέσεις βελτιώθηκαν μετά τη συνάντηση του Μακρόν με τον Μπάιντεν στη Ρώμη, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής των G-20. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεσμεύτηκε να στηρίξει τη Γαλλία στον αγώνα της κατά της τρομοκρατίας στο Σαχέλ και αναγνώρισε τη σημασία του οράματος του Μακρόν για κοινή άμυνα της Ε.Ε.
Όλα αυτά είναι στα λόγια, βέβαια, καθώς ο διεθνής ρόλος της Γαλλίας υποβαθμίζεται. Ο Γάλλος πρόεδρος αναμένεται να θέσει σθεναρά αυτά τα ζητήματα κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον στις αρχές Δεκεμβρίου.
Το Παρίσι έχει, όμως, πιο περιορισμένο περιθώριο ελιγμών, όχι μόνο επειδή η γαλλική οικονομία είναι πιο αδύναμη, αλλά και γιατί ανακαλύπτει ότι είναι πλέον δευτερεύουσα δύναμη έναντι της Γερμανίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η προσπάθεια του Μακρόν να λειτουργήσει ως μεσολαβητής στη σύγκρουση στην Ουκρανία, έχει αγνοηθεί από τον Πούτιν (όπως και από τον Μπάιντεν), ενώ έχει να ανταγωνιστεί τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες δεν συμβιβάζονται στην αντίθεση με τη Ρωσία. Η ακύρωση της κοινής διυπουργικής συνόδου κορυφής Γαλλίας και Γερμανίας, που ήταν προγραμματισμένη για την Τετάρτη, δείχνει ακριβώς την ένταση που επικρατεί στις γαλλογερμανικές σχέσεις.
Όπως λέει ο καθηγητής Οικονομικής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο Guglielmo Marconi, Κάρλο Πελάντα, οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν στην πραγματικότητα μια πολύ ευρύτερη εικόνα, αυτή της δυτικής διεθνούς τάξης. «Η Αμερική ανάγκασε τη Γερμανία να εγκαταλείψει τον μερκαντιλισμό. Πρώτα, να εγκαταλείψει τη ρωσική αγορά και μετά την κινεζική, από την οποία εξαρτάται πολύ η Γερμανία. Φαίνεται ότι το Βερολίνο αποφάσισε να δείξει εξαιρετική πίστη στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα αγοράζοντας F-35 ή στέλνοντας Eurofighters στον Ειρηνικό και στη συνέχεια λαμβάνοντας άδεια από την Ουάσιγκτον να συνεχίσει να διατηρεί, τουλάχιστον εν μέρει, τη γερμανική παρουσία στην Κίνα. Προφανώς, η Γαλλία δεν μπορεί να κάνει το ίδιο πράγμα, γιατί οι Αμερικανοί δεν την εμπιστεύονται» εκτιμά ο Ιταλός καθηγητής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καθησυχάζουν, βέβαια, την Ευρώπη ότι είναι ακόμα εδώ, για να αντιμετωπιστεί η ρωσική επιθετικότητα. Αλλά για πόσο ακόμα; Παρά την κυριαρχία των ΗΠΑ στις αρχές του 21ου αιώνα, ενδέχεται να μην είναι πλέον σε θέση στο μέλλον να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Δεν είναι μόνο η προοπτική ότι ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να επιστρέψει σε δυο χρόνια στον Λευκό Οίκο. Είναι η πολιτική πόλωση και ο διχασμός στην Αμερική που δείχνουν ότι σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρίσκονται πλέον στην ίδια θέση που ήταν το 1945 ή το 1991. Ενώ εξακολουθούν να ξοδεύουν πολλά για την άμυνα, δεν έχουν πλέον την οικονομική κυριαρχία που είχαν κάποτε…