Μία εβδομάδα μετά το μπαράζ των ρωσικών επιθέσεων σε δεκάδες πόλεις της Ουκρανίας, σημειώθηκαν το πρωί της Δευτέρας σειρά εκρήξεων που σύμφωνα με τις αρχές της χώρας πραγματοποιήθηκαν από επιθέσεις drones καμικάζι.
Μία εβδομάδα μετά το μπαράζ των ρωσικών επιθέσεων σε δεκάδες πόλεις της Ουκρανίας, σημειώθηκαν το πρωί της Δευτέρας σειρά εκρήξεων που σύμφωνα με τις αρχές της χώρας πραγματοποιήθηκαν από επιθέσεις drones καμικάζι.
Οι νέες επιθέσεις ήρθαν παρά την δήλωση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος ανέφερε ότι οι επιθέσεις της προηγούμενης εβδομάδας ήρθαν ως απάντηση για το πλήγμα στην γέφυρα Κερτς στην Κριμαία και δεν επρόκειτο να συνεχιστούν. Όπως είπε, δεν υπάρχει ανάγκη «άμεσα» για νέα «μαζικά» πλήγματα στην Ουκρανία.
Όποια και αν είναι η νέα τακτική της Μόσχας, «πίσω από τον ήχο και την οργή» αποκαλύπτει πως ο Πούτιν έχει πιαστεί σε μια σειρά από παγίδες που έφτιαξε ο ίδιος, όχι μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά και στο εσωτερικό της Ρωσίας, υποστηρίζει ο καθηγητής Μαρκ Γκαλεότι.
Συνοψίζοντας τις παγίδες:
Η ρωσική επιχείρηση στην Ουκρανία μπορεί να έχει νέο- και διαβόητο- διοικητή τον στρατηγό Σεργκέι Σουροβίκιν, ωστόσο, δεν εκτιμάται ότι μπορεί να συνεισφέρει αποτελεσματικά. Οι Ουκρανοί έχουν το πάνω χέρι και θα χρησιμοποιήσουν τη δυναμική τους στο πεδίο ώστε πριν από το χειμώνα να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, ιδίως στην περιοχή της Χερσώνας.
Οι επιθέσεις- με πυραύλους ή drones- «έχουν μικρή στρατηγική αξία και καταναλώνουν τα λίγα διαθέσιμα αποθέματα όπλων της Ρωσίας, τα οποία είναι δύσκολο να αναπληρωθούν», σημειώνει.
Υπολογίζεται ότι έχει εξαφανιστεί περισσότερο από το μισό οπλοστάσιο της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένου του 80% των συστημάτων Iskander.
Ο Πούτιν έχει ενοχλήσει τους περιφερειακούς ηγέτες στα «χωράφια» των οποίων βρίσκονται τα εργοστάσια που κατασκευάζονται οι πύραυλοι. Σύμφωνα με τον Γκαλεότι, ασκούνται πιέσεις για να απαλλαχθούν οι ειδικευμένοι εργάτες από την εργασία για να εξοπληθεί η αδιάκριτη κινητοποίηση του Πούτιν.
«Η άγρια επίθεση στις πόλεις της Ουκρανίας ήταν, όσο οτιδήποτε άλλο, μια επιχείρηση γοητείας για τα γεράκια στη Ρωσία, μια επιβεβαίωση της σκληρής περσόνας του Πούτιν», λέει χαρακτηριστικά εξηγώντας πως το μπαράζ της προηγούμενης εβδομάδας ήταν μια απάντηση τόσο για την εξτρεμιστική κοινότητα όσο και για τον ηγέτη της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ.
«Αυτό αναδεικνύει την πολιτική παγίδα στην οποία πέφτει ο Πούτιν. Κάποτε μπορούσε να τοποθετηθεί ανάμεσα στα ακραία γεράκια και στους πιο μετριοπαθείς τεχνοκράτες. Τώρα πρέπει να ευχαριστήσει τη μία ομάδα και μετά την άλλη, χωρίς να ικανοποιεί κανένα από τους δύο».
Όταν ο Πούτιν επέλεξε να προσαρτήσει τμήματα της Ουκρανίας τον περασμένο μήνα, ξεκίνησε μια μερική κινητοποίηση. Με αυτή την κίνηση όμως αθέτησε δύο κοινωνικά συμβόλαια που συνδέονται με την εισβολή:
Η εσωτερική έκθεση της ρωσικής Ερευνητικής Επιτροπής, που έχει διαρρεύσει, υποδηλώνει μια αξιοσημείωτη άνοδο στις καταχρήσεις από τις περιφερειακές ελίτ. Η έκθεση καταγγέλλει ότι «σε μια περίοδο εθνικής ανάγκης, ορισμένοι [αξιωματούχοι] επικεντρώνονται στην προστασία των συμφερόντων τους και στη δημιουργία πλευρικών συμμαχιών με επιχειρηματικές και εγκληματικές αρχές στις περιοχές τους».
«Οι τοπικοί αξιωματούχοι απελπίζονται από αυτό που αισθάνονται ότι είναι ένα Κρεμλίνο που δεν ξέρει τι του γίνεται, κι έτσι είτε μιλούν με βάση τη γραμμή του κόμματος και χαμηλώνουν το κεφάλι τους, είτε δράττονται της ευκαιρίας για να υπεξαιρέσουν ό,τι μπορούν».
Όσοι ηγέτες προσπαθούν να ασκήσουν πιέσεις στη Μόσχα για να ικανοποιήσουν τα τοπικά συμφέροντα των ψηφοφόρων τους εισακούγονται όλο και λιγότερο.
Το Κρεμλίνο «δεν ενδιαφέρεται για το κόστος για τους [περιφερειακούς ηγέτες], θέλει απλώς να κάνουν αυτό που τους λένε». Ταυτόχρονα, όμως, τους χρειάζεται. Και αυτό τους δίνει το πλεονέκτημα.
Για παράδειγμα, ο Αλεξάντερ Ντιούμιν, κυβερνήτης της Τούλα, αναζητά εδώ και καιρό μια θέση στη Μόσχα. Έχοντας αποτύχει να γίνει ο νέος υπουργός έκτακτης ανάγκης τον Μάιο, ο πρώην σωματοφύλακας του Πούτιν υποστηρίζει τώρα ότι, δεδομένου του ότι κρατά τα εργοστάσια όπλων της Τούλα σε λειτουργία μέρα και νύχτα, του αξίζει μια θέση στο υπουργείο Άμυνας ως ανταμοιβή.
Ο Καντίροφ, εν τω μεταξύ, επιδίδεται στη συνήθη τακτική του για να στηρίξει τις ομοσπονδιακές επιδοτήσεις που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% του προϋπολογισμού της Τσετσενίας. Όποτε φανεί να κινδυνεύουν για αυτά τα κεφάλαια, τα οποία διαιωνίζουν την κυριαρχία του και χρηματοδοτούν τα έργα του, ανεβάζει τους τόνους ή απειλεί ότι θα παραιτηθεί. Το Κρεμλίνο, που φοβάται το αποσχιστικό χάος χωρίς τον Καντίροφ επικεφαλής και γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να αντέξει έναν νέο εμφύλιο πόλεμο στο νότο, υποχωρεί κάθε φορά.
Ο Πούτιν δημιούργησε ένα σύστημα που εξαρτάται από τη διαίρεση και την κυριαρχία της ελίτ. Ενθάρρυνε τον ανταγωνισμό για την απόκτηση status και χρημάτων και έγινε ο μόνος διαιτητής αυτής της επίλυσης των διαφορών. Τώρα που έχει αναλωθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτές οι συγκρούσεις γίνονται πιο ανοιχτές.
Το πρόσφατο κύμα μυστηριωδών «αυτοκτονιών» μεταξύ επιφανών επιχειρηματιών και αξιωματούχων, για παράδειγμα, φαίνεται να αντικατοπτρίζει μια αναβίωση του φόνου ως επιχειρηματική τακτική, χαρακτηριστικό της «άγριας δεκαετίας του ενενήντα» πριν από τον Πούτιν, λέει ο Γκαλεότι.
Αντίστοιχα σημάδια βλέπει στον Γεβγένι Πριγκόζιν, που βρίσκεται πίσω από την παραστρατιωτική ομάδα Wagner Group. Ο Πριγκόζιν έχει συνασπιστεί με τον Καντίροφ, βάζοντας στόχο τον υπουργό Άμυνας της Ρωσίας, Σεργκέι Σόιγκου.
Η περιοχή που θα μπορούσε να συγκεντρώσει εντάσεις είναι το Ταταρστάν, σύμφωνα με τον Γκαλεότι. Ο ηγέτης του, Ρουστάμ Μιννικάνοφ, γνωρίζει ότι πολλοί έχουν βλέψεις για τα πετρελαϊκά του στοιχεία, ενώ το Κρεμλίνο παρακολουθεί προσεκτικά την περιοχή του ως δείκτη πιθανών περιφερειακών και εθνοτικών εντάσεων.
Το καθεστώς δεν απειλείται άμεσα. Περιφερειακοί ηγέτες και εκπρόσωποι της ρωσικής ελίτ εξακολουθούν να συναγωνίζονται σε μεγάλο βαθμό για την εύνοια του Πούτιν ή να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Δεν εντοπίζεται ακόμη ανοιχτή αντιπολίτευση, ούτε υπάρχει αξιόπιστη προοπτική ότι η Ρωσική Ομοσπονδία θα κατακερματιστεί.
Μάλλον, οι αναδυόμενες ρωγμές στο σύστημα είναι σύμπτωμα και αιτία στρες, λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής. Αντικατοπτρίζουν τον τρόπο με τον οποίο υποφέρει ένα αυταρχικό μοντέλο που εξαρτάται από έναν άνδρα για να ελέγχει μια διστακτική και ιδιοτελή ελίτ όταν αυτός απουσιάζει, αποσπάται η προσοχή του ή δεν βλέπει τον αντίκτυπο που έχουν οι πράξεις του στη χώρα.
Οι απειλές του για τα πυρηνικά, για παράδειγμα, έχουν σκοπό να κλονίσουν το ηθικό της Ουκρανίας και της Δύσης. Αυτό που ο Πούτιν αδυνατεί να εκτιμήσει είναι ότι αυτό είναι τουλάχιστον εξίσου τρομακτικό για τις ελίτ της χώρας τους, σημειώνει ο Γκαλεότι.
naftemporiki.gr