Τα re-boot, η μόδα που ακολούθησε τα remakes (που κι αυτά ακολούθησαν τη μόδα των sequels), ισορροπούν πάντα σε ένα λεπτό σκοινί.
Τα re-boot, η μόδα που ακολούθησε τα remakes (που κι αυτά ακολούθησαν τη μόδα των sequels), ισορροπούν πάντα σε ένα λεπτό σκοινί: Οφείλουν ταυτόχρονα και να είναι ταινίες «της εποχής τους», αλλά και να «σέβονται» το πρωτότυπο φιλμ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το «Halloween» του 2018 δεν ήταν απλά ένα καλό θρίλερ: Ήταν ένα σπουδαίο νέο κεφάλαιο, μια φρέσκια ταινία που ανανέωνε ουσιαστικά τον Καρπεντερ-ικό μύθο, ενώ ταυτόχρονα αναδείκνυε, σε επίπεδο γραφής πλέον, όλα αυτά που έλειπαν από τον αμερικάνικο τρόμο στο σήμερα. Παράλληλα με τους νεωτερισμούς του όμως, ο Γκριν στο πρώτο φιλμ στάθηκε ευλαβικά απέναντι στους κώδικες του πρωτότυπου. Είδα την ταινία σε μια γεμάτη αίθουσα, και αυτό που έζησα εκείνη τη βραδιά μου έχει μείνει αξέχαστο: Ο Γκριν μας έκανε πραγματικά ό,τι ήθελε.
Στο δε sequel, ο τόνος ήταν διαφορετικός – σχεδόν βάρβαρος. Αλλά το χοντροκομμένο των σημάνσεων του «Halloween Kills» (του οποίου ο τίτλος, αν το καλοσκεφτείτε, έχει φοβερή πλάκα) συμβάδιζε πλήρως με την υστερική βία των αμέτρητων φονικών του, ένα θρίλερ τρόμου μηδενιστικό και σχεδόν χαιρέκακο, τόσο που, στο σοκαριστικό του κλείσιμο, έμοιαζε να σε κρατάει λίγα εκατοστά μακριά από ένα τιτάνιο momentum – το «Empire Strikes Back» των slashers. Το οποίο momentum αγνοεί θεαματικά αυτό εδώ, το αποκαρδιωτικά χλιαρό τρίτο φιλμ, που ξεκινά εισαγάγωντας έναν καινούργιο χαρακτήρα – με μια εναρκτήρια σεκάνς που μοιάζει να έρχεται από το πουθενά. Είναι όμως καλοστημένη, και μπαίνεις στο κόλπο – μέχρι που η ταινία επιμένει να παρακολουθεί αυτόν τον χαρακτήρα, παραγκωνίζοντας πλήρως και την Λόρι Στροντ, αλλά και τον θρυλικό της φονιά.
Είναι η πιο παράδοξη επιλογή που θα μπορούσε να κάνει ο Γκριν: Το μόνο που σκεφτόμαστε είναι «πότε θα φύγει ο καινούργιος να δούμε τον Μάγιερς», αλλά ο Μάγιερς έχει ελάχιστο χρόνο σε αυτή την ταινία. Και όχι μόνον αυτό αλλά, για να επισημάνουμε και το μεγαλύτερο έγκλημα της, δεν είναι καν ο πιο απειλητικός φονιάς σε ολόκληρο το φιλμ!. Γιατί ο Γκριν, παρέα με τους άλλους τρεις (!) σεναριογράφους του προσποιείται (ναι, αυτή ακριβώς είναι η λέξη) πως καταπιάνεται με τη Νιτσεϊκή έννοια του Κακού, και περιμένει να τον πάρουμε στα σοβαρά. Θα μου πείτε, μήπως όλα αυτά αφορούν αγκυλώσεις των οπαδών; Θα μπορούσαν – κι εμείς θα μπορούσαμε να τις αγνοήσουμε αν αυτή η ταινία άξιζε τον κόπο. Ούτε ο ίδιος ο Γκριν όμως δεν μοιάζει να παίρνει στα σοβαρά τις σημάνσεις αυτού του σίκουελ, όπως δεν μοιάζει να παίρνει στα σοβαρά και το αδιανόητα κακοστημένο ρομάντζο ανάμεσα στην Άλισον, την εγγονή της Λόρι Στροντ, με τον Κόρεϊ Κάνινχαμ. Ο τελευταίος είναι και ο «παρίας» της πόλης που προάγεται σε μαθητευόμενος φονιάς, θητεύοντας στο πλευρό ενός ασθμαίνοντα Μάικλ Μάγιερς.
Ποιος ασθμαίνει; Ο Μάγιερς, η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού – όπως δηλαδή τον είχαμε αφήσει στο προηγούμενο φιλμ. Όταν επιτέλους φτάνει η ώρα να αρχίσουν τα φονικά, όλα δείχνουν διεκπαιρεωτικά – με μοναδική εξαίρεση τον εφευρετικό φόνο ενός dj. Ούτε καν η μεγάλη αναμέτρηση δεν μας εξιτάρει.
Δεν μπορεί να ήταν τόσο δύσκολο να γραφτεί ένα καλό φινάλε σε αυτή την ιστορία.