Το σχέδιο της Γερμανίας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ με στόχο την προστασία των καταναλωτών και των εταιρειών από το υψηλό ενεργειακό κόστος, έχει ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεων που σημειώνουν ότι πρόκειται για μια μονομερή προσέγγιση αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το σχέδιο της Γερμανίας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ με στόχο την προστασία των καταναλωτών και των εταιρειών από το υψηλό ενεργειακό κόστος, έχει ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεων που σημειώνουν ότι πρόκειται για μια μονομερή προσέγγιση αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, δύσκολες απαντήσεις θα κληθεί να δώσει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από το Λουξεμβούργο, όπου πραγματοποιείται σήμερα η συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (Εcofin). Οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του έχουν ήδη εκφράσει τις ενστάσεις τους την προσέγγιση της Γερμανίας αναφορικά με την αντιμετώπιση της κρίσης των τιμών του φυσικού αερίου.
Υπενθυμίζεται ότι το Βερολίνο μπλοκάρει την πρόταση για πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου στην ΕΕ- που στηρίζουν 15 χώρες της Ένωσης- την ώρα που στο εσωτερικό της Γερμανίας χορηγεί 200 δισ. ευρώ για την επιδότηση φυσικού αερίου τόσο για τη βιομηχανία όσο και για τους καταναλωτές. Σύμφωνα με το προτεινόμενο καθεστώς, το κράτος θα θέσει ανώτατο όριο για τις τιμές του φυσικού αερίου και θα πληρώσει τη διαφορά στους εισαγωγείς φυσικού αερίου.
Σχολιάζοντας στο Playbook του Politico διπλωματικές πηγές απηχούν την ενόχληση που υπάρχει στην ΕΕ για την στάση της Γερμανίας που «ανεβάζει πραγματικά τη θερμοκρασία με τις άλλες χώρες».
Η εικόνα του Λίντνερ ως πολιτικού που ευνοεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και την ελάχιστη κρατική παρέμβαση έχει δεχθεί πλήγμα, σχολιάζει το Politico, προσθέτοντας πως ορισμένοι να υποστηρίζουν ότι το Βερολίνο συμπεριφέρεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Παρομοίως, οι Πράσινοι στην γερμανική κυβέρνηση- συνεχίζει το Politico- παρ' όλο που αναφέρονται με φιλοευρωπαϊκά συναισθήματα, «σιωπούν εκκωφαντικά- ειδικά ο υπουργός Οικονομίας και Δράσης για το Κλίμα Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος πρωτοστάτησε στο σχέδιο επιδοτήσεων και κάποιοι θα υποστήριζαν ότι φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα τοπικά ποσοστά έγκρισης παρά για την ανάληψη ευθύνης σε επίπεδο ΕΕ».
Από την κριτική δεν έχει ξεφύγει ούτε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, για τον οποίο υπάρχει η αίσθηση στην Ευρώπη ότι δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει τι σημαίνει το να ηγείται της μεγαλύτερης χώρας της ΕΕ, «δηλαδή, ότι πρέπει να λάβει υπόψη την ευρωπαϊκή διάσταση των αποφάσεων που λαμβάνει η Γερμανία στο εσωτερικό, αντί να εστιάζει απλώς στην τελευταία μάχη του εσωτερικού συνασπισμού».
«Μετά τη Ρωσία, πολλοί επικριτές στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι η Γερμανία φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου της ΕΕ και οι πολίτες σε όλη την Ευρώπη πληρώνουν τώρα ουσιαστικά την αποτυχία της Γερμανίας να διαφοροποιήσει τις προμήθειες φυσικού αερίου της στο παρελθόν. Και όμως το Βερολίνο συμπεριφέρεται σαν το πρόβλημα να αφορά μόνο τους δικούς του ανθρώπους και εταιρείες. Η αίσθηση πολλών αξιωματούχων της ΕΕ είναι ότι η καγκελάριος της Γερμανίας χρειάζεται να μάθει πώς να ενεργεί ως Ευρωπαίος», σημειώνει το Politico προσθέτοντας:
«Ο Σολτς υποστηρίζει ότι υπερασπίζεται μια κυβέρνηση που ''δεν αφήνει κανέναν πίσω''. Και όμως άλλες χώρες της ΕΕ ισχυρίζονται ότι η κίνησή του να επιδοτεί φυσικό αέριο για γερμανικές εταιρείες και καταναλωτές, ενώ μπλοκάρει το πλαφόν στην τιμή φυσικού αερίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δύσκολα θα μπορούσε να είναι περισσότερο αντικοινωνική».
Μέσα σε όλα αυτά υπάρχουν και φωνές που προσπαθούν να ρίξουν τους τόνους. Ο υπουργός Υποθέσεων της Γαλλίας για θέματα ΕΕ, για παράδειγμα, είχε μια πιο διπλωματική προειδοποίηση, λέγοντας ότι «είναι σημαντικό να αποφύγουμε τον πολιτικό και οικονομικό κατακερματισμό» εντός της ΕΕ.
naftemporiki.gr