Του Γιώργου Χριστόπουλου,
υποδιοικητή της ΔΥΠΑ
Του Γιώργου Χριστόπουλου,
υποδιοικητή της ΔΥΠΑ
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας είναι τόσο έντονη, που σχεδόν δεν θυμόμαστε πώς ήταν η ζωή μας χωρίς αυτή. Συγκριτικά με δέκα χρόνια πριν, το πόσο περισσότερο επικοινωνούμε, ψωνίζουμε και πληρώνουμε ψηφιακά έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Αντίστοιχα ριζική, όμως, είναι και η εξέλιξη στην αγορά εργασίας. Πέραν της προφανούς αύξησης ζήτησης σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, βλέπουμε ότι και στους κλάδους που θεωρούνται οι πλέον «παραδοσιακοί», όπως π.χ. το λιανεμπόριο και η μεταποίηση, η τεχνολογία αποκτά όλο και πιο κεντρικό ρόλο, κάτι που συνεπάγεται νέες απαιτήσεις για δεξιότητες. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί τεράστιες προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Δημιουργεί όμως και έναν μεγάλο κίνδυνο: Να έχουμε εργαζομένους δύο κατηγοριών. Από τη μία αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με ψηφιακά εργαλεία και από την άλλη αυτούς που δεν είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν τέτοιες γνώσεις. Είτε επειδή είναι μεγαλύτερης ηλικίας είτε απλά επειδή η εκπαίδευση και η εργασιακή τους εμπειρία δεν τους έδωσε τέτοια εφόδια, καθώς μέχρι πριν από κάποια χρόνια δεν ήταν απαραίτητα.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ δείχνουν ότι πραγματικά έχουμε να κάνουμε με ένα εργατικό δυναμικό χωρισμένο στα δύο. Σύμφωνα με τη Eurostat, στην Ελλάδα μόνο το 52% των πολιτών έχει (τουλάχιστον) ένα βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων. Ενδεικτικά, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ολλανδία και τη Νορβηγία είναι 79%.
Η ΕΙΚΟΝΑ αυτή καθίσταται ολοένα και πιο ασύμβατη με τη δυναμική μιας οικονομίας που γίνεται πιο εξωστρεφής. Από το 2010 έως το 2021 οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ σχεδόν διπλασιάστηκαν. Ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο: Οι εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό των βιομηχανικών εξαγωγών είναι 13%, ποσοστό πιο κοντά σε αυτό της Γερμανίας (15%) παρά σε αυτά χωρών του ευρωπαϊκού Νότου (π.χ. Ισπανία 9%, Πορτογαλία 7%).
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ οικονομία εξελίσσεται, όμως ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού κινδυνεύει να μην μπορεί να προσαρμοστεί στις αλλαγές αυτές. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΔΥΠΑ (Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης - τέως ΟΑΕΔ) σχεδίασε και υλοποιεί το μεγαλύτερο πρόγραμμα κατάρτισης που έχει γίνει ποτέ στη χώρα, με προϋπολογισμό 1 δισεκατομμύριο ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Στόχος είναι να προσφέρουμε προγράμματα κατάρτισης σε 500 χιλιάδες ανέργους και εργαζομένους μέχρι το 2025. Πρόκειται για προγράμματα που εστιάζουν στις οριζόντιες ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες, δηλαδή σε δεξιότητες που μπορούν να αξιοποιηθούν σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους.
ΣΤΙΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ της εν λόγω δράσης περιλαμβάνεται η υποχρεωτική διασύνδεση κατάρτισης - πιστοποίησης, η πληρωμή με βάση τα αποτελέσματα (Payment by Results), ο ενισχυμένος ρόλος των πανεπιστημίων και η διαρκής αξιολόγηση παρόχων κατάρτισης με βάση κριτήρια όπως η εύρεση εργασίας από τους ωφελούμενους που ολοκληρώνουν τα προγράμματα. Όσο για τα μαθήματα, υπάρχουν επιλογές για όλο το φάσμα εξειδίκευσης: Από βασικές γνώσεις excel μέχρι τα πιο σύγχρονα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης. Η πρώτη φάση της δράσης είχε μεγάλη συμμετοχή, καθώς 76.697 άνεργοι εντάχθηκαν στο μητρώο ωφελουμένων και θα ξεκινήσουν άμεσα τη διαδικασία κατάρτισης. Παράλληλα, το επόμενο διάστημα πρόκειται να δημοσιευτεί η πρόσκληση για κατάρτιση 150.000 εργαζομένων, με στόχο να αποκτήσουν συμπολίτες μας τα εργαλεία που θα τους βοηθήσουν να αναζητήσουν είτε νέες δουλειές είτε νέους ρόλους στις τωρινές τους θέσεις.
ΜΕΧΡΙ πρότινος η εργασιακή ζωή ακολουθούσε μια γραμμική πορεία: Αποκτούσες νέες γνώσεις μέχρι τα 25 (το πολύ) - δούλευες - έπαιρνες σύνταξη. Το μοντέλο αυτό σταδιακά εξαλείφεται. Σε έναν κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα, η ανάγκη για απόκτηση νέας γνώσης είναι διαρκής. Αυτό δημιουργεί σίγουρα έναν βαθμό ανασφάλειας, καθώς περιορίζεται η βεβαιότητα μιας προδιαγεγραμμένης επαγγελματικής πορείας. Παράλληλα, όμως, δημιουργεί νέες δυνατότητες εξέλιξης για τον καθένα μας προσωπικά και συνολικά για την οικονομία. Το μέλλον μας θα εξαρτηθεί από την ικανότητά μας να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες αυτές.