Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη
Διδάκτορα Χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιώς & Portfolio manager σε εταιρείες Asset Management
Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη
Διδάκτορα Χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιώς & Portfolio manager σε εταιρείες Asset Management
Η ΚΑΘΟΔΙΚΗ τάση (bear market) συνεχίζει να υφίσταται στην πλειονότητα των χρηματιστηριακών αγορών παγκοσμίως. Λαμβάνοντας κάποιος ως σημείο αναφοράς το αμερικανικό χρηματιστήριο (σημαντικότερο χρηματιστήριο παγκοσμίως), μπορεί να αντιληφθεί την πτωτική πορεία που έχει αρχίσει να εκδηλώνεται από τις αρχές της χρονιάς. Ειδικότερα, ο δείκτης αναφοράς του (S&P500) έχει απολέσει περίπου το 18% της κεφαλαιοποίησής του, με τον δείκτη αγοράς τεχνολογίας (Nasdaq), ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους πρωταγωνιστές της περσινής ξέφρενης ανοδικής πορείας, να σημειώνει απώλειες ύψους 27% αντίστοιχα για την παρούσα χρονιά.
Η ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΤΙΚΗ αυτή εικόνα των αγορών έχει οδηγήσει τόσο τους επενδυτικούς οίκους (funds) όσο και τους ιδιώτες επενδυτές σε σύγχυση, παρουσιάζοντας έντονη αβεβαιότητα στην επιλογή κατάλληλης στρατηγικής για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των κεφαλαίων τους. Αρκετοί είναι εκείνοι που μεταφράζουν την παρούσα περίοδο ως περίοδο εκπτώσεων, προβαίνοντας σε αγορές των αγαπημένων τους μετοχών, με σκοπό να επωφεληθούν από τις συγκριτικά χαμηλότερες τιμές με πέρυσι και θεωρώντας ότι έχουμε ήδη προσεγγίσει σε μεγάλο βαθμό τον «πυθμένα» αυτής της καθόδου. Με άλλα λόγια, προβαίνουν σε επενδύσεις ευελπιστώντας κάθε φορά ότι έχουμε προσεγγίσει τον «πάτο» της αγοράς, εξαντλώντας παράλληλα τη ρευστότητά τους. Αντίθετα, κάποιοι είναι πιο επιφυλακτικοί και προτιμούν να μην κάνουν βεβιασμένες κινήσεις, απέχοντας πλήρως από τις αγορές, τουλάχιστον έως ότου θεωρήσουν ότι τα δεδομένα που προκύπτουν είναι ενθαρρυντικά και ικανά να υποστηρίξουν ότι τα χειρότερα πλέον ανήκουν στο παρελθόν. Δεδομένου ότι η ακριβής πρόβλεψη του «πυθμένα» της αγοράς είναι περισσότερο αποτέλεσμα τύχης παρά οικονομικής ανάλυσης προκύπτει το εξής δίλλημα: Είναι προτιμότερο να προσεγγίσεις τον «πυθμένα» της καθόδου της αγοράς πρόωρα ή αργοπορημένα;
Η ΙΣΤΟΡΙΑ αποδεικνύει ότι κατά τη διάρκεια καθοδικών αγορών (bear markets) όπως η υπάρχουσα, είναι προτιμότερο ο επενδυτής να κάνει κινήσεις αργοπορημένα παρά πρόωρα. Με βάση τα ιστορικά δεδομένα του αμερικανικού χρηματιστηρίου, αν συγκριθούν οι υποτιθέμενες αποδόσεις ενός επενδυτή ο οποίος είχε επενδύσει το σύνολο του διαθέσιμου κεφαλαίου του (100% μετοχές, 0% ρευστότητα) 6 μήνες πριν από την εμφάνιση του «πυθμένα» της αγοράς, με τις αντίστοιχες ενός επενδυτή ο οποίος απείχε πλήρως από τις επενδύσεις σε μετοχές (0% μετοχές, 100% ρευστότητα) ακόμα και έξι μήνες αφού έχει εμφανισθεί ο «πυθμένας» της αγοράς, και έπειτα προβεί σε επενδύσεις μετατρέποντας τα διαθέσιμά του σε μετοχές, θα οδηγηθεί κάποιος στο συμπέρασμα ότι στις 7 από τις 10 τελευταίες καθοδικές αγορές (bear markets) που έχουν σημειωθεί, απέδωσαν καλύτερα τα χαρτοφυλάκια που προέβησαν αργοπορημένα σε επενδύσεις συγκριτικά με τα αντίστοιχα που προέβησαν πρόωρα. Το βασικό πλεονέκτημα αυτής της αμυντικής διαχείρισης κεφαλαίων κατά περιόδους καθοδικών αγορών δεν έγκειται απλά στην αυξημένη πιθανότητα επίτευξης καλύτερων αποδόσεων με την παράλληλη δραστική μείωση του κινδύνου περαιτέρω πτώσης, αλλά στην ύπαρξη παραπάνω χρόνου για τη μελέτη και αποτελεσματικότερη ερμηνεία των νέων χρηματοοικονομικών δεδομένων που προκύπτουν. Διότι αν η επενδυτική απόφαση δεν βασίζεται πάνω σε δεδομένα, είναι απλά εικασία.
ΕΙΝΑΙ σημαντικό να αναφερθεί ότι η ύπαρξη σύντομων ανοδικών ράλι (bull runs) κατά τη διάρκεια μιας καθοδικής αγοράς (bear market) είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο όμως μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί από πολλούς επενδυτές ως αναστροφή τάσης (από καθοδική αγορά μπαίνουμε σε ανοδική αγορά). Έπειτα αντιλαμβάνονται όμως ότι επρόκειτο για ένα εσφαλμένο σινιάλο, καθώς η παρατηρούμενη τάση δεν αργεί να αλλάξει πάλι σεβόμενη την αρχική καθοδική της πορεία, προσεγγίζοντας νέα χαμηλά. Δυστυχώς όμως, έχοντας ήδη προβεί σε πρόωρες επενδύσεις και δεδομένου ότι δεν έχουν λάβει μέτρα διαχείρισης κινδύνου, παγιδεύονται.
ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ, τα 70 τελευταία χρόνια οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν προτιμότερη η πραγματοποίηση πρόωρων επενδύσεων ήταν το 1982, το 1990 και το 2020 (3 στις 10). Όμως, σε κάθε μία από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις η κεντρική τράπεζα (Fed) είχε ήδη ξεκινήσει μειώσεις στα επιτόκιά της. Δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν τη συσταλτική πορεία που έχουν ήδη χαράξει, συνεχίζοντας να προβαίνουν σε αυξήσεις επιτοκίων, η αύξηση της έκθεσης σε μετοχές αυτή την περίοδο με βάση τα προαναφερθέντα ιστορικά θα επιφέρει κατώτερες αποδόσεις από την πλήρη αποχή. Σε κάθε περίπτωση, προσεγγίζοντας τις επενδύσεις σε περιόδους υψηλής αβεβαιότητας σαν την παρούσα, τη διαφορά στο τέλος της ημέρας θα την κάνει η αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου, οποιαδήποτε και αν είναι η στρατηγική του εκάστοτε επενδυτή.