Κόσμος
Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2008 12:28

Κίνα: Προτεραιότητα οι καλές σχέσεις με την Ουάσινγκτον

Από κοντά παρακολουθεί η Κίνα παρακολουθεί την αμερικανική προεκλογική εκστρατεία και, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της μονομαχίας μεταξύ Ομπάμα και Μακέϊν, προτεραιότητα του Πεκίνου είναι οι σταθερές σχέσεις με την Ουάσιγκτον.

Από κοντά παρακολουθεί η Κίνα παρακολουθεί την αμερικανική προεκλογική εκστρατεία και, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της μονομαχίας μεταξύ Ομπάμα και Μακέϊν, προτεραιότητα του Πεκίνου είναι οι σταθερές σχέσεις με την Ουάσιγκτον.

Υπερκάλυψη του θέματος από τον Τύπο, εκδόσεις, ακόμη και δημοσκοπήσεις στο διαδίκτυο - όλα καταδεικνύουν το ιδιαίτερα έντονο ενδιαφέρον της Κίνας για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, την υπερδύναμη που της προκαλεί δέος και συγχρόνως την εξοργίζει με το εμπορικό πλεόνασμα, την ισοτιμία του γιουάν ή τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οπως και στη Δύση, ο κινεζικός Τύπος είχε στην αρχή την τάση να ασχολείται περισσότερο με το «φαινόμενο» Ομπάμα παρά με την εκστρατεία του Μακέϊν, στο ενδεχόμενο που μπορεί τελικά να εκλεγεί ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στις ΗΠΑ.

Αλλά, όποιος κι εάν είναι ο νικητής των εκλογών της 4ης Νοεμβρίου, η κινεζική ηγεσία, με μότο τη λέξη «αρμονία», επιθυμεί σταθερές σχέσεις με την Ουάσιγκτον προκειμένου να συνεχίσει την ανάπτυξή της χωρίς σκαμπανεβάσματα.

«Προτεραιότητα [του Πεκίνου] αποτελεί αναμφίβολα η σταθεροποίηση, μία λύση στην χρηματοπιστωτική κρίση η οποία πλήττει άμεσα την κινεζική οικονομία και, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, μία κάποια θετική ουδετερότητα της Ουάσινγκτον σχετικά με τις κινεζικές φιλοδοξίες στην Ασία», εκτιμά η Βαλερί Νικέ, διευθύντρια του Παρισινού κέντρου Asie de l' Ifri. Ο Ομπάμα μπορεί να έχει ένα πλεονέκτημα, γιατί «θεωρείται πιο ανοικτός προς την Κίνα και την Ασία» και οι σύμβουλοί του «είναι ευνοϊκοί σε μία πολιτική στενότερης συνεργασίας με το Πεκίνο», προσθέτει.

Αντίθετα, από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, ο καθηγητής Τζιά Τσινγκουό εκτιμά ότι το Πεκίνο θα έβλεπε με καλύτερο μάτι την παραμονή των Ρεπουμπλικανών στην εξουσία. Παραδοσιακά, εξηγεί, «όταν η αντιπολίτευση έρχεται στην εξουσία προβαίνει σε αλλαγές στην εξωτερική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεων της χώρας με την Κίνα, κάτι που προκαλεί πολιτικές αναταράξεις». «Κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, υπάρχει μία περίοδος έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η οποία διαρκεί περίπου δύο χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί ο κανονικός ρυθμός των διμερών σχέσεων».

Με τους Ρεπουμπλικάνους, «το Πεκίνο βρίσκεται σε γνώριμα εδάφη», εξηγεί επίσης και η Στεφανί Μπαλμ, ερευνήτρια του επιστημονικού κέντρου Sciences Po/Ceri. «Γνωρίζουν το πρόγραμμά τους, οπότε μπορούν να προσαρμοστούν, και ξέρουν τι να περιμένουν στους τομείς της οικονομίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ενώ με τον Ομπάμα, η Κίνα «ενδέχεται να φοβάται ότι η πίεση στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα είναι μεγαλύτερη», προσθέτει.

Στο τεύχος Οκτωβρίου του περιοδικού του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κίνα, η κινεζική «ατζέντα» και των δύο υποψηφίων παρουσιάζεται παρεμφερής: το Πεκίνο θα πρέπει να βελτιώσει τις εμπορικές πρακτικές του και τη διαφάνεια του στρατιωτικού προϋπολογισμού και να προχωρήσει σε αναπροσαρμογή του νομίσματός του. Ζητείται επίσης μία ενισχυμένη υποστήριξη της Κίνας σε θέματα όπως το Νταρφούρ, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και οι κλιματικές αλλαγές.

Ο Μπαράκ Ομπάμα ωστόσο επιμένει περισσότερο στα ανθρώπινα δικαιώματα και είναι ο μόνος που θίγει το θέμα του Θιβέτ. Απ' την άλλη μεριά ωστόσο και ο Μακέϊν μπορεί να φοβίζει το Πεκίνο, ιδιαίτερα στο υπερευαίσθητο ζήτημα της Ταϊβάν.

«Στην περίπτωση του Μακέϊν, ο φόβος πηγάζει από το ενδεχόμενο εφαρμογής μίας στρατηγικής στην περιοχή του Ειρηνικού, η οποία μεταφράζεται σε μεγαλύτερη πολιτική και στρατιωτική δραστηριοποίηση των Αμερικανών στην περιοχή, περιλαμβανομένης και της Ταϊβάν», εκτιμά η Βαλερί Νικέ.

Το Πεκίνο έχει ήδη προειδοποιήσει ότι εάν «το ζήτημα της Ταϊβάν δεν αντιμετωπιστεί με τον δέοντα τρόπο, οι «αμερικανοκινεζικές» σχέσεις θα δοκιμαστούν». Ωστόσο, τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Μακέϊν έχουν δηλώσει ότι υποστηρίζουν τις εκ νέου πωλήσεις αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ταϊβάν, οι οποίες έχουν διακοπεί εδώ και ένα χρόνο.