Απόψεις
Δευτέρα, 19 Σεπτεμβρίου 2022 22:55

Κώστας Καζάκος: Ένας ευπατρίδης της Τέχνης

Της Ευανθίας Στιβανάκη καθηγήτριας Θεατρικών Σπουδών - ΕΚΠΑ

 Ο Κώστας Καζάκος περιέτρεξε περί τις 7 δεκαετίες, εν τέχνη. Πορεύτηκε δυναμικά, πάντοτε επιφανής, υπηρετώντας το θέατρο και τον κινηματογράφο ταυτόχρονα και χωρίς αγκυλώσεις, δίχως τεχνητούς διαχωρισμούς (π.χ. «εμπορικό» \ «ποιοτικό» καλλιτεχνικό προϊόν) υπογραμμίζοντας ότι η Τέχνη είναι ενιαίο φαινόμενο, που πηγάζει από την συνείδηση της Κοινότητας και σε αυτήν επαναποδίδεται ενώ η «αξιοπιστία» της εξαρτάται «εν τω άμα» από την αισθητική καταξίωσή της: «Η τέχνη του Θεάτρου οφείλει να απηχεί την κοινωνία και τις ανάγκες της, αν όχι, τότε είναι μακροπρόθεσμα καταδικασμένη» υπογράμμισε με πάθος σε μια συζήτησή μας. Για όσους από εμάς τον γνώρισαν εγγύτερα σε ποικίλες μορφές συνεργασίας -μιας και ήταν καλλιτεχνικά και πολιτισμικά πολυπράγμων- εντυπωσιαζόταν από την ικανότητά του να παράγει «πολιτισμική σοφία», να διατυπώνει με τρόπο σαφή και καίριο σκέψεις και συμπεράσματα κατ΄ αρχήν βιωμένα από τον ίδιο. Εξ  ίσου αιφνιδιαζόταν κάποιος όταν τον παρακολουθούσε να καταθέτει ευφυώς πρωτότυπες ιδέες και προτάσεις στηριγμένες στη ζωτική παρατηρητικότητά του, πάντοτε εύστοχος στις αναλύσεις και τις συνθέσεις του.

Ο Κ. Καζάκος υπήρξε ολιστικός καλλιτέχνης, μέτοχος μιας σύνθετης και αλληλεπιδραστικής  καλλιέργειας: καλλιτεχνικής, πνευματικής, κοινωνικής, πολιτικής. Πρόκειται ίσως για ένα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό των περισσότερων κορυφαίων ελλήνων καλλιτεχνών των οποίων η πρωτογενής καλλιτεχνική διαμόρφωση συμπίπτει ή εδράζεται στην εμβληματική δεκαετία του 1960 και στα ιστορικά συμφραζόμενά της. (Μια εποχή δυναμικής πνευματικής και καλλιτεχνικής «άνθησης», που αποκόπηκε βίαια με τον ερχομό της Χούντας).

Παιδί της ελληνικής επαρχίας (της καθημαγμένης από όλα όσα ο εμφύλιος σφράγισε ακόμα και μετά το τυπικό τέλος του) δεν κρίθηκε -λόγω οικογενειακών πολιτικών «φρονημάτων»- άξιος να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο Φιλολογία\Φιλοσοφία\Παιδαγωγικά, που ήταν το πάθος του (Αλήθεια, πόσον ζόφο έχει γνωρίσει αυτός ο τόπος!).  Έτσι, ο εκ Πύργου Ηλείας και κατόπιν στην Αθήνα εργαζόμενος έφηβος του Εσπερινού Λυκείου από «ευτυχές» αδιέξοδο (;) ή μάλλον από βαθύτερη ανάγκη έκφρασης οδηγήθηκε στην Τέχνη. Σπουδαστής στη σχολή Σταυράκου και έπειτα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης μυήθηκε στην κινηματογραφική και θεατρική πρωτοπορία της εποχής. Έκτοτε ο Κώστας Καζάκος διέγραψε μια μακρά  και διαφανή καλλιτεχνική πορεία, της οποίας η τροχιά κινείται αρχικά από την «κομψά ατημέλητη», νεανική (κινηματογραφική κυρίως) αρρενωπότητα έως την τελική κατάκτηση της ωριμότητας (θεατρική κυρίως) μιας βαρύνουσας, μεστής ολιστικής πρότασης.

Εν τέλει, ο σπουδαίος ηθοποιός και συνάμα σκηνοθέτης, μη επαναπαυμένος στην αίγλη μιας εποχής έντονης αναγνωρισιμότητας στο πλάι της μοναδικής Τζένης Καρέζη αλλά πάντοτε μαχητικός, διερευνητικός του καινούργιου, συνεπής ακροατής του παλμού κάθε ιστορικής πρόκλησης, με ευρύτητα σκέψης ουσιωδώς πολιτικής κατέστη πολλά περισσότερα από τον επιτυχημένο καλλιτέχνη, θιασάρχη, διανοητή, πολιτισμικό ακτιβιστή ή και –κατόπιν- βουλευτή. Έγινε παραγωγός καλλιτεχνικών γεγονότων με εξέχουσα κοινωνική απήχηση και επίδραση με φανερό πολιτικό περιεχόμενο: Αναμφισβήτητο γεγονός αποτελεί μια από τις πιο επιδραστικές παραστάσεις -για τα πολιτικά ήθη και συμβάντα της νεώτερης ιστορίας μας. Πρόκειται για «Το μεγάλο μας Τσίρκο», παραγγελία του Κ. Καζάκου στον Ι. Καμπανέλλη που ανέβηκε τον Ιούνιο του 1973 -λίγους μήνες νωρίτερα από την Εξέγερση και μερικά μέτρα μακρύτερα από το Πολυτεχνείο. Το γεγονός αυτό εγγράφεται ως μια εξόχως θαρραλέα αντιστασιακή πράξη που κινητοποίησε τη λογοκρισία της χούντας ενώ οι αλλεπάλληλες ανακρίσεις, συλλήψεις και απαγορεύσεις δεν πτόησαν την πεισματική συρροή του Κοινού (περί τις 400.000 θεατές παρακολούθησαν το «Τσίρκο»!). Ταυτόχρονα η παράσταση αυτή αποτελούσε μια πρόταση «σύγχρονου λαϊκού θεάτρου» στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας νέας αισθητικής ταυτότητας, όπως η εποχή το απαιτούσε: Υπήρξε η συμπερίληψη όλων των εκφάνσεων των εθιμικών και θεατροειεδών θεαμάτων, των παραμυθικών αφηγήσεων, του θεάτρου σκιών, των λαϊκών ρητόρων, των θαυματοποιών, των μουσικών πάλκων κ.ά. Η τόλμη του Καζάκου υπήρξε χαρακτηριστική. Παραδειγματικά:  Ήδη, στα 1969 μέσα στο βαθύ σκοτάδι της χούντας, ως σκηνοθέτης της κωμωδίας του Σαρντού: «Η κυρία δεν με μέλει» στην αυλαία του θεάτρου «Διάνα» μπορούσε ο θεατής να διαβάσει τα άρθρα της διακήρυξης των δικαιωμάτων του πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης(!) Αργότερα το 1977 όταν είχε φουντώσει η συζήτηση περί διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους, ο Καζάκος ανέβασε την περίφημη «Πάπισσα Ιωάννα» του Ε. Ροΐδη σε διασκευή του Γ. Ρούσσου τονίζοντας την αδιέξοδη εμπλοκή των συγκεκριμένων θεσμών κατά τον Μεσαίωνα. Ο Κ. Καζάκος είτε ως θιασάρχης είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως σκηνοθέτης είχε πάντοτε ένα ουσιώδες σκεπτικό ως προς την επιλογή του ρεπερτορίου. Κατά κανόνα οι επιλογές του άλλοτε άγγιζαν κάποια «αναγωγή» σε μια βαθύτερη «επικαιρότητα» άλλοτε αντλούσαν από την αντιστοιχία των ιστορικών συνθηκών της εποχής άλλοτε πρότειναν μια νέα θεματική ή αισθητική προσέγγιση. Έτσι το θέατρο «Αθήναιον» το κατόπιν «Τζένη Καρέζη» στο κέντρο της πόλης, υπό την διεύθυνσή του υπήρξε ένα διακριτό και, για μεγάλο διάστημα, πρωτοποριακό σκηνικό «βήμα», αφού φιλοξένησε νέους και παλαιότερους σπουδαίους καλλιτέχνες έλληνες και ξένους: σκηνοθέτες, ηθοποιούς, δραματουργούς, μουσικούς κ.ά. Ο Κώστας Καζάκος αφουγκράστηκε, κατανόησε και ερμήνευσε την εποχή του. Συνομίλησε και συνεργάστηκε, εκτιμήθηκε, αξιώθηκε και συμπεριελήφθη στις κορυφαίες καλλιτεχνικές \ πνευματικές προσωπικότητες της εποχής.    

Πρέπει επίσης να εκτιμηθεί η ανυπολόγιστη προσφορά του σε αυτό που ονομάζουμε «πολιτιστικό κίνημα» το οποίο υπηρέτησε με συνέπεια μέσα από πανελλήνιους  φορείς όπως η «Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση», της οποίας υπήρξε πολλά χρόνια πρόεδρος. Στάθηκε πολύτιμος αρωγός κάθε πολιτιστικής προσπάθειας ανά την επικράτεια εμπνέοντας με την προσωπική του παρουσία ή μέσω των συνεργατών του πολλές και σπουδαίες προσπάθειες πολιτιστικής αναβάθμισης της ελληνικής περιφέρειας. Ο Κ. Καζάκος υπήρξε ρέκτης του Ωραίου στη Ζωή και στην Τέχνη. Σοβαρός και συνάμα προσηνής, υπερδραστήριος και ταυτόχρονα ήρεμος, λιτός και καίριος,  γνώστης του Καλλιτεχνικου πεδίου του και ταυτόχρονα οραματιστής του καινούργιου. Άοκνος, ανήσυχος χαλκέντερος, ακαταβλητος, διορατικος, συναρπαστικός και αποφασιστικός. Έντονος σε όλες τις εκφράσεις του: ως καλλιτέχνης, ως πολιτικός άνδρας, ως δάσκαλος, ως παραγωγός πολιτισμικων προτάσεων και καλλιτεχνικων στοχων. Πάντοτε ανοιχτός στο όραμα. Ανοιχτός στους νέους. Εξαιρετικός πατέρας των τεσσάρων παιδιών του, που ακολουθούν καλλιτεχνικές ατραπούς. Αγαπημένος σύζυγος της αειμνηστης Τζένης Καρέζη για 30 περίπου χρόνια και κατόπιν της ηθοποιού και θεατρολόγου Τζένης Κόλλια με την οποία μοιράστηκε επίσης άλλα 30 έτη συζυγικου βίου. Εν τέλει ο Κώστας Καζάκος ήρθε στην καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή του τόπου μας και του χρόνου μας, κατ΄ ευλογίαν...