Ο «κλινικός» σαρκασμός του Ρόμπερτ Έστλουντ ευδοκιμεί σε έδαφος φανταχτερό, αναζητώντας πάντα τα αίτια πίσω από τη λάμψη που όσο κι αν δείχνει να την αποστρέφεται, την ίδια στιγμή τον θρέφει (και με το παραπάνω θα προσέθετε κανείς, καθώς αυτή η επιλογή απέφερε στον σκηνοθέτη δυο Χρυσούς Φοίνικες μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα).
Ο «κλινικός» σαρκασμός του Ρόμπερτ Έστλουντ ευδοκιμεί σε έδαφος φανταχτερό, αναζητώντας πάντα τα αίτια πίσω από τη λάμψη που όσο κι αν δείχνει να την αποστρέφεται, την ίδια στιγμή τον θρέφει (και με το παραπάνω θα προσέθετε κανείς, καθώς αυτή η επιλογή απέφερε στον σκηνοθέτη δυο Χρυσούς Φοίνικες μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα).
Στο «Τρίγωνο της θλίψης», δυο μοντέλα, ο Καρλ και η Γιάγια, που ενώνουν τις δυνάμεις τους για να επιβιώσουν σε άλλο ένα «λαμπερό» σύμπαν, κερδίζουν έναν διαγωνισμό για μια πολυτελή κρουαζιέρα με μία παρέα από ασύλληπτα πλούσιους επιβάτες – ανάμεσα τους και ένας μέθυσος καπετάνιος που μνημονεύει συχνά τον Καρλ Μαρξ. Το πλήρωμα λαμβάνει ρητές οδηγίες για το πρωτόκολλο συμπεριφοράς και εξυπηρέτησης του πανάκριβου «φορτίου». Οι «απείθαρχοι» αποβάλλονται με την πρώτη ευκαιρία: Ένα μέλος του πληρώματος κάνει το λάθος να φλερτάρει με τη Γιάγια και αμέσως απολύεται καθώς τον «καρφώνει» ένας ζηλιάρης Καρλ στην υπεύθυνη προσωπικού. Στο τρίτο μέρος της ταινίας ξεδιπλώνεται μια αλυσίδα γεγονότων με δραματικές επιπτώσεις σε επιβάτες και πλήρωμα. Και στο σημείο αυτό ο Όστλουντ εξετάζει σοβαρά τις σχέσεις εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου – ένα περαιτέρω δηλαδή κοινωνικό «σκανάρισμα» του εναπομείναντος πλέον «δείγματος».
Περνάς υπέροχα με το «Τρίγωνο της θλίψης» του Ρόμπερτ Όστλουντ, και το γράφω έτσι απλά και καθαρά γιατί, κακά τα ψέματα, σε κυριεύει και ένα ηδονιστικό συναίσθημα παρακολουθώντας μια τόσο σαρκαστική σάτιρα. Σαρκαστική όμως δε θα πει και ανελέητη – δηλαδή, χωρίς έλεος: Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι δίνει ρεσιτάλ ρηχότητας (ο Όστλουντ δεν προσπαθεί να μασκαρέψει το γεγονός, κι ας τους συμπαθεί), όμως η ταινία κρατά μια «θετική» ανθρώπινη στιγμή για κάθε έναν από τους ήρωες της, την ίδια στιγμή που τους διακωμωδεί – με εξαίρεση το ζευγάρι των ηλικιωμένων όπου η ταινία παίρνει θέση. Θέλω να πω, δεν είναι μια κανιβαλιστική σάτιρα όπως «Η κυρία και ο ναύτης» της Λίνα Βερτμίλερ, ή το «Το μεγάλο φαγοπότι» του Μάρκο Φερέρι, ταινίες στις οποίες επιστρέφει ο ίδιος ο Όστλνουντ, πότε δανειζόμενος ευρήματα σεναριακά (το ναυάγιο που οδηγεί στην αντιστροφή των ρόλων, από την Βερτμίλερ) και πότε σκηνοθετικά (η αλυσίδα πιάτων στο δείπνο του καπετάνιου και το προκύπτον… ξερνόραμα, από τον Φερέρι).
Παραδόξως, για μια ταινία που περιλαμβάνει τόσες «απωθητικές» εικόνες, ο Όστλουντ δεν θέλει να κάνει μια δυσάρεστη ταινία. Και αυτό νομίζω πως είναι το πιο προσεκτικά στημένο κομμάτι του σεναρίου, αλλά και του φιλμ γενικότερα – αυτό δηλαδή βάσει του οποίου κρίθηκε και βραβεύτηκε: Τα όρια της σάτιρας του. Θέλει μελέτη αυτό. Και το ζύγισμα εδώ είναι πολύ προσεκτικό. Τόσο που ενώ θαυμάζεις το κινηματογραφικό αποτέλεσμα (ακόμα και στα 140 λεπτά, η ελληνική αυτή συμπαραγωγή διαθέτει αξιοθαύμαστη αίσθηση ρυθμού, τα γέλια είναι συχνά, το δε ανοιχτό φινάλε προσθέτει αντί να αφαιρεί) αναρωτιέσαι πόσο ανώφελα είναι όλα αυτά επί της ουσίας. Επί της οποίας όμως ποιου θέματος, θα μου πείτε. Αφού και το θέμα μας εδώ είναι ο κινηματογράφος. Και εδώ είναι που θυμάμαι μια παλιά κουβέντα του Νίκου Παναγιωτόπουλου από το 1974, όταν ολοκλήρωνε τα «Χρώματα της Ίριδας»: «Μιας που γέμισε ο κόσμος επαναστάτες, ας μιλήσουμε και για την επανάσταση: Επαναστάτης στον κινηματογράφο είναι εκείνος που επαναστατικοποιεί τον κινηματογράφο και όχι εκείνος που βάζει την επανάσταση σε εικόνες. Όσο για τους πραγματικούς επαναστάτες, εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω κανέναν να κρύβεται πίσω από μια κινηματογραφική μηχανή».
Αν μη τι άλλο, ο Όστλουντ δεν κοροϊδεύει κανέναν.