Η Μάρθα Καραγιάννη άφησε την τελευταία της πνοή την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 82 ετών, σκορπίζοντας θλίψη σε όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο. Τη δυσάρεστη είδηση επιβεβαίωσε ο ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας που ήταν στο πλευρό της μέχρι τα τελευταία λεπτά της ζωής της. Η ηθοποιός αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.
Η Μάρθα Καραγιάννη άφησε την τελευταία της πνοή την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 82 ετών, σκορπίζοντας θλίψη σε όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο.
Όλο και φτωχότερο γίνεται το ελληνικό θέατρο μετά και την απώλεια του Κώστα Καζάκου, της Ειρήνης Παππά και τώρα της Μάρθας Καραγιάννης μέσα σε λίγες ημέρες.
Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μεγάλη σταρ του ελληνικού κινηματογράφου με δεκάδες επιτυχίες στο ενεργητικό της. Τα τελευταία χρόνια έμενε με την φίλη της Ντόρα Δούμα το προφίλ της οποία στο facebook έχει γεμίσει από μηνύματα συμπαράστασης.
Στο πλευρό της μέχρι το τελευταίο λεπτό ήταν ο ψυχίατρος, Δημήτρης Σούρας, με τον οποίο την συνέδεε μια φιλία χρόνων. Εκείνος στάθηκε δίπλα της ακόμα και όταν η ηθοποιός χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης της χολής.
Οι γονείς της ήταν ποντιακής καταγωγής. Η μητέρα της Δόμνα γεννήθηκε στο Μπακού και ο πατέρας της Χαρίλαος στο Αικατερινεντάρ. Η ίδια γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στο Κερατσίνι.
Σπούδασε χορό και από τα οχτώ της χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή συμμετέχοντας στο παιδικό μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαροπούλου (μαζί με την Ελένη Προκοπίου).
Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο το έκανε σε ηλικία 17 ετών (1956) στην ταινία της Φίνος Φιλμς, «Η άγνωστος», σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Το δοκιμαστικό στα στούντιο του Φίνου το έκανε με τον Αριστείδη Καρύδη Φουξ και τον Ντίνο Κατσουρίδη.
Το θεατρικό της ντεμπούτο έγινε το 1957 στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και ψύλλοι» εκεί όπου γνωρίστηκε με το Γιάννη Δαλιανίδη. Προηγουμένως την είχε δει ο Ναπολέων Ελευθερίου να χορεύει στο κέντρο «Σε λα πεν» και της έκανε την πρόταση να παίξει στη συγκεκριμένη επιθεώρηση. Αργότερα συνεργάστηκε με τον επιχειρηματία του μουσικού θεάτρου Βασίλη Μπουρνέλη (Θέατρο Ακροπόλ).
Στην τηλεόραση εμφανίστηκε πρώτη φορά στη σειρά «Ο Δρόμος» (1977) το σενάριο της οποίας υπέγραφε αρχικά και μέχρι το θάνατό του ο Κώστας Πρετεντέρης.
Σημαντικός σταθμός στην πορεία της ήταν η γνωριμία της με τον Γιάννη Δαλιανίδη, πρωταγωνιστώντας σε λαμπερά μιούζικαλ και κωμωδίες του σκηνοθέτη. Η συνεργασία τους ξεκίνησε το 1961 στην ταινία «Ζητείται ψεύτης». Η ίδια λέει χαρακτηριστικά ότι, αν και ήταν μόλις 21-22 χρόνων, ο Φίνος τη θεωρούσε «φθαρμένη» γιατί είχε πάρει ήδη μέρος σε ταινίες τις οποίες ο παραγωγός χαρακτήριζε μέτριες.
Το μοναδικό μιούζικαλ στο οποίο η Μάρθα Καραγιάννη δεν χόρεψε, ήταν το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», ενώ στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», 1967, εμφανίζεται ως καθαρά κωμική ηθοποιός κάτι στο οποίο επέμεινε πολύ ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο οποίος της είπε ότι έτσι της δίνει ψωμί για μέχρι τα γεράματά της, εννοώντας ότι μπορούσε να ξεχωρίσει και να σταθεροποιηθεί στην κωμωδία και να απαγκιστρωθεί από την εικόνα της λαμπερής σουμπρέτας-χορεύτριας που έχει όριο λήξης.
Τραγούδησε πρώτη φορά στην ταινία «Καπετάνιος για κλάματα» (1960), αλλά έκανε μεγάλη επιτυχία τραγουδώντας στην ταινία «Γοργόνες και μάγκες» του 1968 («Ο άνδρας που θα παντρευτώ»). Επίσης, τραγούδησε στη βιντεοταινία «Μια τρελή, τρελή ζωντοχήρα» (1988).
Το 1969 έπαιξε ένα δραματικό ρόλο στην ταινία του Νίκου Φώσκολου, «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» και ένα ρόλο κωμικό στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, «Η ωραία του κουρέα». Η συνεργασία της με το Γιάννη Δαλιανίδη και τον Κώστα Βουτσά απογειώθηκε στην ταινία «Το ανθρωπάκι» το 1969.
Τελευταία ταινία εκείνη την περίοδο είναι «Ο Μάγκας με το τρίκυκλο» το 1972, ενώ θα επανέλθει μερικά χρόνια αργότερα, το 1980, με την ταινία πρωταγωνιστών του Γιώργου Λαζαρίδη, «Ο Ποδόγυρος».
Τελευταία έπαιξε στις ταινίες: «Πεθαίνω για σένα» (2009) και «Από έρωτα» (2014).
Προσωπική ζωή
Στην προσωπική της ζωή, η Μάρθα Καραγιάννη συνδέθηκε με δυο πολύ δυνατούς έρωτες και οι δυο με ποδοσφαιριστές. Τον Οκτώβριο του 1960 παντρεύτηκε τον διεθνή ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Πειραιά Μίμη Στεφανάκο.
Ο γάμος έγινε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στην Κυψέλη και αποτέλεσε πρώτης τάξεως κοσμικό γεγονός για την Αθήνα της εποχής εκείνης. Το ζευγάρι χώρισε ένα χρόνο αργότερα.
Το 1973, γνωρίστηκε με τον διεθνή τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού Βασίλη Κωνσταντίνου. Η σχέση τους θα διαρκέσει δώδεκα χρόνια και διαλυθεί το 1985, λίγους μήνες προτού επισημοποιηθεί με γάμο.
Το 2001, έγραψε την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι». Λάτρευε τα ταξίδια γι’ αυτό και δήλωνε πολίτης του κόσμου. Από το 1980 και μετά γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο.
Συλλυπητήριο μήνυμα της ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού
Μόλις πληροφορήθηκε την απώλεια της Μάρθας Καραγιάννη, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Στον φετινό, δύσκολο Σεπτέμβριο των μεγάλων απωλειών, ο χαμός της Μάρθας Καραγιάννη σηματοδοτεί το τέλος της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου, των ειδώλων που αγαπήθηκαν από το μεγάλο κοινό. Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση στον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς ενώ άρχισε την καριέρα της ως χορεύτρια, ως ένα όμορφο κορίτσι, εξελίχθηκε σε σπουδαία κωμικό, χωρίς να διστάσει να τσαλακώσει την εικόνα της επιθυμητής γυναίκας για να προσφέρει γέλιο στις αμέτρητες ταινίες της. Υπηρέτησε με μεγάλη συνέπεια κωμικούς και δραματικούς ρόλους, καθώς και το ξεχωριστό είδος του ελληνικού μιούζικαλ που δημιούργησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Όμως παράλληλα έπαιξε στο θέατρο σε σημαντικές παραστάσεις, από την «Ομορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη και του Μιχάλη Κακογιάννη, μέχρι το «Καμπαρέ» του Αλέξη Σολομού, ξεδιπλώνοντας το ταλέντο της σε ένα μεγάλο εύρος ρόλων. Ηταν μια γυναίκα που χαρακτήριζαν ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα, η ευθύτητα. Η παρουσία της μας χάρισε και θα συνεχίσει να μας προσφέρει χαρά, ομορφιά, γέλιο. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους και στους πολλούς φίλους της».
Ο Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η Μάρθα Καραγιάννη ήταν η προσωποποίηση του ελληνικού κινηματογραφικού μιούζικαλ της δεκαετίας του ’60, ενώ έντονο ήταν το αποτύπωμα της και στο θέατρο, όπου ήταν παρούσα για περισσότερα από 50 χρόνια. Κινηματογραφικό είδωλο, ιδιαίτερα δημοφιλής και διαχρονικό αντικείμενο του πόθου, είχε τη διορατικότητα να επενδύσει στο ταλέντο της. «Χρόνια τώρα περιμένω πώς και πώς να μεγαλώσω, να πάψω να 'μαι όμορφη, να έρθει η στιγμή να κάνω άλλα πράγματα», είχε πει. Και έκανε πολλά. Συλλυπητήρια στους πολυάριθμους φίλους της».