Του Σοφοκλή Παναγιώτου,
προέδρου Ελληνικής Ένωσης Ζυθοποιών, συνιδιοκτήτη Μικροζυθοποιίας Septem
Του Σοφοκλή Παναγιώτου,
προέδρου Ελληνικής Ένωσης Ζυθοποιών, συνιδιοκτήτη Μικροζυθοποιίας Septem
ΣΤΙΣ 3 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022, ο κλάδος της ελληνικής ζυθοποιίας είχε μια αξιοσημείωτη επέτειο: συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη δημοσίευση του Βασιλικού Διατάγματος 2963/1922, που παραδόξως μέχρι και σήμερα αποτελεί τον βασικό κορμό της νομοθεσίας που διέπει τον κλάδο μας. Πενήντα χρόνια μετά την αλλαγή του Πολιτεύματος στην Ελλάδα, εξακολουθούμε να διατηρούμε εν ισχύι το Βασιλικό Διάταγμα του 1922…
ΈΧΟΥΜΕ λοιπόν ως χώρα το θλιβερό και αξιοσημείωτο ταυτόχρονα προνόμιο να διαθέτουμε τον δεύτερο παλαιότερο νόμο ζύθου ίσως στον κόσμο, μετά τη Γερμανία.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ το 2016 γιόρτασε τα 500 χρόνια από την υιοθέτηση του περίφημου Βαυαρικού Νόμου περί Καθαρότητας της Μπίρας (Reinheitsgebot - 23.04.1516). Η μπίρα επιτρεπόταν να παρασκευάζεται μόνο από λυκίσκο, βύνη και νερό (ο ρόλος της μαγιάς δεν ήταν σαφής εκείνη την περίοδο και δεν περιγραφόταν στον νόμο της καθαρότητας). Ουσιαστικά στη συγκεκριμένη νομοθεσία βασίστηκε και το Βασιλικό Διάταγμα του 1922. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός ότι στη χώρα μας κάθε άλλο παρά γιορτάστηκε η συγκεκριμένη επέτειος από τους Έλληνες παραγωγούς ζύθου, καθώς το Β.Δ. του 1922 είναι ιδιαίτερα περιοριστικό και γραφειοκρατικό για τα δεδομένα της σημερινής εποχής.
Ο ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ νόμος είναι ο παλαιότερος εν ισχύι στον κόσμο και αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό της δημιουργίας του «μύθου» γύρω από την ποιότητα και το κύρος των γερμανικών ζύθων. Η μπίρα εξάλλου αποτελεί το εθνικό ποτό των Γερμανών, με την κατά κεφαλήν κατανάλωση να ξεπερνά τα 100 lt ετησίως, τη στιγμή που στην Ελλάδα περιορίζεται στα 36-37 λίτρα ετησίως. Επομένως, για προφανείς ιστορικούς λόγους, παραμένει εν ισχύι…
ΜΕΧΡΙ το 1987 η πρακτική της Γερμανίας απαγόρευε την εισαγωγή μπίρας, η οποία παραβίαζε τον νόμο περί καθαρότητας. Η Κομισιόν προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με στόχο να αλλάξει αυτή την επιλογή, που έβαζε περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επέτρεψε στις μη γερμανικές μπίρες που ενδεχομένως περιέχουν άλλες πρώτες ύλες, όπως μη βυνοποιημένο κριθάρι, καλαμπόκι, ρύζι ή ίσως πρόσθετα, να διακινούνται στη γερμανική επικράτεια με την προϋπόθεση αναγραφής των συστατικών στην ετικέτα. Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Μάρτιο του 1987 είχε επιφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στην «καθαρότητα της γερμανικής μπίρας».
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, το άνοιγμα της αγοράς δεν έπληξε τελικά τη Γερμανία, αντίθετα την ωφέλησε. Με το πέρασμα του χρόνου, την απελευθέρωση της αγοράς μετά το 1992, τη μείωση των δασμών εξαγωγής, κυρίως προς Αμερική, κατάφερε να πολλαπλασιάσει τις εξαγωγές της, οι οποίες το 2019 προσέγγισαν το 1,6 δισεκατομμύρια λίτρα, ενώ οι εισαγωγές της περιορίστηκαν στα 730 εκατομμύρια λίτρα. Παράλληλα αρκετές γερμανικές μπίρες που παρασκευάζονται κυρίως από μικροζυθοποιεία και προορίζονται για εξαγωγή, ουδόλως παρασκευάζονται με τις προβλέψεις του βαυαρικού νόμου περί καθαρότητας.
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ λοιπόν στην Ελλάδα του 2022: εδώ και δεκαετίες εισάγονται κανονικά για παράδειγμα φρουτόμπιρες από διάφορα κράτη (κυρίως Βέλγιο) και διακινούνται κανονικά στην ελληνική αγορά. Αντίθετα, τα ελληνικά ζυθοποιεία δεν επιτρέπεται να παράγουν τέτοιες μπίρες, ακόμα και αν προορίζονται αποκλειστικά για εξαγωγή!
ΑΠΟ ΤΟ 2016 η Ελληνική Ένωση Ζυθοποιών έχει αναφερθεί σε πολλές επικοινωνίες και συζητήσεις με θεσμικούς παράγοντες, στην αναγκαιότητα αλλαγών του κανονιστικού πλαισίου που διέπει την παραγωγή μπίρας στη χώρα μας.
ΜΕΤΑΞΥ των μεταρρυθμίσεων που είχαν ζητηθεί, ήταν και η δυνατότητα παραγωγής ποτών από ζύμωση από τα ζυθοποιεία στη χώρα μας. Τον Φεβρουάριο του 2018 εκδόθηκε τελικά η σχετική απόφαση του υπουργού Οικονομικών.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, μετά από 4 χρόνια μόνο ένα ζυθοποιείο έχει μπει στη διαδικασία να παράγει τα συγκεκριμένα προϊόντα. Η εξήγηση είναι απλή: το πλαίσιο παραγωγής των ποτών από ζύμωση, βάσει της Υ.Α., είναι δαιδαλώδες, εξόχως γραφειοκρατικό και αποτρέπει οποιοδήποτε μικρό παραγωγό μπίρας να παρασκευάσει ποτά από ζύμωση. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση θεωρητικά απελευθέρωσε τη συγκεκριμένη αγορά (μέχρι τότε όλα τα ποτά από ζύμωση, π.χ. μηλίτες, ήταν εισαγόμενα), αλλά ουσιαστικά την κατέστησε μια «κλειστή» και ολιγοπωλιακή αγορά.
ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ μεταρρύθμιση για την παραγωγή μπίρας θα ήταν καταστροφική για την ανάπτυξη της ελληνικής ζυθοποιίας. Ένας κλάδος, που τουλάχιστον το τμήμα της μικροζυθοποιίας αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία 12 χρόνια, παρ’ όλη την οικονομική κρίση και την πανδημία, αναμένει πλέον μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα μειώσει τη γραφειοκρατία, θα απελευθερώσει παραγωγικές δυνάμεις, θα μας επιτρέψει να αξιοποιήσουμε τοπικά προϊόντα και να δημιουργήσουμε υπεραξία για την ελληνική παραγωγή. Το σχέδιο νόμου, που βρίσκεται σε διαβούλευση με το υπουργείο Οικονομικών στις βασικές αρχές του, ανταποκρίνεται στις παραπάνω προϋποθέσεις. Αναμένουμε με αγωνία να οριστικοποιηθεί και να μην προσθέσουν γραφειοκρατία οι εφαρμοστικές αποφάσεις που θα ακολουθήσουν, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση απλώς θα δημιουργήσουμε μια επανάληψη ενός δυσλειτουργικού μοντέλου.
ΤΕΛΟΣ, μια ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στη σωστή εφαρμογή της μεταρρύθμισης που εφαρμόστηκε στην παραγωγή του ζύθου στη γειτονική Ιταλία. Μια οινοπαραγωγός χώρα, όπως και η Ελλάδα, η οποία το 1996 αριθμούσε 16 συνολικά ζυθοποιεία. Οι αλλαγές που επέφεραν στη νομοθεσία, με κύρια την απελευθέρωση υπό προϋποθέσεις των πρώτων υλών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή της μπίρας, είχαν ως αποτέλεσμα το 2019 να λειτουργούν 853 ζυθοποιεία (μικρά και μεγάλα), ενώ αν προστεθούν και οι εμπορικές εταιρείες που διακινούν μπίρες με ιδιωτική ετικέτα, οι ιταλικές επιχειρήσεις στο κύκλωμα παραγωγής ζύθου προσεγγίζουν τις 1.500.
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ του κλάδου για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου και πάνω απ’ όλα ευέλικτου νομοθετικού πλαισίου είναι επιτακτικό. Οι μεταρρυθμίσεις με υιοθέτηση των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών θα δημιουργήσουν υπεραξία στις ελληνικές επιχειρήσεις ζύθου και θα δώσουν τεράστια ώθηση στις εξαγωγές. Σημειώνεται ότι σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, ο κλάδος της ζυθοποιίας την τελευταία πενταετία είχε θετικό ισοζύγιο εξαγωγών/εισαγωγών, γεγονός που αναδεικνύει τη δυναμική του.
ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ των 100 χρόνων από το Βασιλικό Διάταγμα του 1922, οι αποφάσεις που θα ληφθούν πρέπει να είναι τολμηρές, ειλικρινείς και να οραματίζονται ένα ευοίωνο μέλλον για την ελληνική ζυθοποιία.