H γραμμή έχει επιβληθεί από τις ΗΠΑ , οι οποίες έχουν άλλα συμφέροντα.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ο Μάριο Ντράγκι έμεινε στην ιστορία ως ο σωτήρας του ευρώ όταν είπε τη μυθική του φράση «ό,τι χρειαστεί». Η Κριστίν Λαγκάρντ φιλοδοξεί να μείνει στη μνήμη ως η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έπρεπε να αντιμετωπίσει την πανδημία και τον αχαλίνωτο πληθωρισμό.
Με τη νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75% που ανακοίνωσε η ΕΚΤ -η δεύτερη μέσα σε τρεις μήνες -η Λαγκάρντ θέλησε να στείλει ένα μήνυμα ολοκληρωτικού πολέμου ενάντια στην πληθωριστική σπείρα. Ελπίζοντας ότι θα υπάρξουν θετικές επιπτώσεις στην οικονομία με τη μείωση του πληθωρισμού.
Όλοι αναμένουν όμως ότι θα υπάρξουν επίσης λιγότερο ενθαρρυντικές συνέπειες: Οτιδήποτε ζητά χρηματοδότηση θα γίνει πιο ακριβό, εξ ου και ο κίνδυνος η απότομη άνοδος των επιτοκίων να βάλει φρένο στις επενδύσεις, την κατανάλωση και, κατά συνέπεια, στην οικονομία. Οι εταιρείες θα καταλήξουν να επενδύουν λιγότερα επειδή τα οικονομικά τους έξοδα αυξάνονται. Συνέπειες θα υποστούν και τα νοικοκυριά, ειδικά στα στεγαστικά δάνεια.
Το δημόσιο χρέος θα αποκτήσει βέβαια ελκυστικότητα μεταξύ των επενδυτών. Πληρώνοντας υψηλότερους τόκους, θα γίνει μια ελκυστική εναλλακτική λύση για την τοποθέτηση χρημάτων με χαμηλό ρίσκο και αποδεκτή κερδοφορία. Αυτό όμως έχει μια άλλη ανάγνωση για τα κράτη, στην προκειμένη περίπτωση λιγότερο θετική: το χρέος θα κοστίσει ακριβότερα στα δημόσια ταμεία.
Μια μεγάλη απειλή διαφαίνεται στον ορίζοντα: αν η ΕΚΤ πάει πολύ μακριά με την αύξηση των επιτοκίων, θα μπορούσε να παρασύρει την ευρωπαϊκή οικονομία σε μια πιο έντονη και πιο παρατεταμένη ύφεση,από την αναμενόμενη.
Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που προειδοποιούν ότι η απάντηση στον πληθωρισμό κόστους - όχι της εργασίας αλλά των πρώτων υλών-με την αύξηση των επιτοκίων, είναι στην καλύτερη περίπτωση άχρηστη. Ο περιορισμός στον νομισματικό μοχλό χωρίς συντονισμό αυτής της δράσης με μια στρατηγική στην οικονομία, που κατευθύνει τις δημόσιες δαπάνες προς την οικονομική ανάκαμψη, είναι η φωτογραφία του ονείρου της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, που συντρίβεται στην πραγματικότητα.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: Στην πραγματικότητα, τώρα μιλάμε για στασιμοπληθωρισμό, μια τρομερή λέξη της δεκαετίας του 1970 που ορίζει ένα σενάριο οικονομικής στασιμότητας με υφεσιακές τάσεις, παρουσία πληθωρισμού.
Αιτία η ενέργεια και ο πόλεμος
Η ενεργειακή κρίση, οι ανισορροπίες στις εφοδιαστικές αλυσίδες και ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι οι αιτίες που έχουν προκαλέσει την εκτίναξη των τιμών. Τι θα έσωζε λοιπόν την ευρωπαϊκή οικονομία αυτή τη στιγμή; Πολύ απλά: επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία και αναθεώρηση της πολιτικής κυρώσεων. Επισήμως, ουδείς πολιτικός στη Γηραιά Ήπειρο έχει το κουράγιο να το κάνει. Όλοι νοιάζονται για την πολιτική τους καριέρα.
Η Ευρώπη θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει όλους τους διπλωματικούς, οικονομικούς και πολιτικούς της πόρους για να καταστήσει δυνατή την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Αντίθετα, η γραμμή έχει επιβληθεί από τις ΗΠΑ , οι οποίες έχουν άλλα συμφέροντα. «Δεν με νοιάζουν οι ψηφοφόροι», λέει για παράδειγμα η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπάερμποκ. Ωστόσο, το 77% των Γερμανών ψηφοφόρων θέλει να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Το ίδιο το 51% των Ιταλών και έξι στους 10 Ελληνες. Τι λένε στις κυβερνήσεις τους;
Το ερώτημα είναι: όταν οι εταιρείες σταματήσουν την παραγωγή λόγω μη βιώσιμου ενεργειακού κόστους και αρχίσουν να στέλνουν τους ανθρώπους στο σπίτι, και οι άνεργοι δεν θα μπορούν πλέον να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους, τι θα συμβεί; Θα φτάσουν τα 375 δισεκατομμύρια ευρώ σε μέτρα στήριξης στην ΕΕ; Η θα χρειαστεί ένα …τρισεκατομμύριο, όπως εκτιμούν πολλοί. Αλλά και αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό, επίσης επειδή το ευρώ μπορεί να μην αξίζει πλέον τίποτα.
Η επιλογή της ΕΕ να πάει κόντρα στη Ρωσία είναι αυτοκτονική, χωρίς να έχει εναλλακτική πηγή ενέργειας. Από την άλλη, πολιτικά «νάνοι» ηγέτες δεν έχουν ούτε η δύναμη ούτε το θάρρος να αντιταχθούν στις επιλογές που επιβάλλουν οι ΗΠΑ και οι παγκόσμιες ελίτ. Δυστυχώς, μπορεί να αποδειχθεί ότι η μοίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή τη διαδικασία…Ο,τι κι αν κάνει η Λαγκάρντ.