Οι εξελίξεις είναι δραματικές, με JP Morgan να προειδοποιεί ότι «το χειρότερο σενάριο για την Ευρώπη γίνεται πλέον το βασικό». Πόσο όμως επηρεάζονται οι ΗΠΑ από τον ενεργειακό πόλεμο; Μπορεί το χέρι του Πούτιν να φτάσει έως την άλλη πλευρά του Ατλαντικού;
Σε νέα φάση εισήλθε από τη Δευτέρα ο ενεργειακός πόλεμος Ρωσίας- Ευρώπης, με το Κρεμλίνο να προβαίνει στην πιο ξεκάθαρη ως τώρα απειλή του για κλείσιμο της στρόφιγγας έως ότου αρθούν οι κυρώσεις σε βάρος της.
Μάλιστα, μετά το μήνυμα του Κρεμλίνου, ο κρατικά ελεγχόμενος ενεργειακός κολοσσός Gazprom δημοσίευσε βίντεο με μουσική υπόκρουση με τίτλο «Ο χειμώνας θα είναι μεγάλος».
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ,απέδωσε την ευθύνη για την αποτυχία της Ρωσίας να παραδώσει φυσικό αέριο μέσω του αγωγού Nord Stream 1 στις κυρώσεις της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Καναδά, και υποστήριξε ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι είναι εκείνοι που πυροβολούν τα πόδια τους με τις κυρώσεις και αυτοκαταδικάζονται σε ιστορικό ενεργειακό κραχ.
Ωστόσο, την Τρίτη, με νέα της ανακοίνωση η Gazprom δημιούργησε σύγχυση σχετικά με τους λόγους για το κλείσιμο του Nord Stream καθώς επανήλθε στο θέμα του εξοπλισμού και των εργασιών συντήρησης, με τον αναπληρωτή διευθύνων σύμβουλο της εταιρείας, Βιτάλι Μαρκέλοφ, να δηλώνει ότι η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του αγωγού μεταφοράς αερίου Nord Stream από τη Ρωσία στην ευρωπαϊκή αγορά δεν θα καταστεί εφικτή προτού η Siemens Energy επισκευάσει ελαττωματικό εξοπλισμό.
Οι εξελίξεις πάντως οδηγούν τους αναλυτές να «αγκαλιάσουν» το απαισιόδοξο σενάριο για τον χειμώνα της Ευρώπης, με την JP Morgan να προειδοποιεί ότι «το χειρότερο σενάριο για την Ευρώπη γίνεται πλέον το βασικό», προβλέποντας νέο εκρηκτικό ράλι σε φυσικό αέριο και ρεύμα, και τη Morgan Stanley να υπολογίζει ότι ο ενεργειακός λογαριασμός για την Ευρώπη θα ανέβει πλέον στο 1,4 τρισ. δολάρια - ποσό που, όπως τονίζει ο οίκος, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να επωμιστούν μόνον οι τελικοί καταναλωτές.
Σχολιάζοντας ο αναλυτής και ιδρυτής του Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ, αναλύει το σενάριο της πλήρους διακοπής της παροχής ρωσικού αερίου αποδεχόμενος πως θα στοιχίσει σημαντικά στους Ευρωπαίους πολίτες, ωστόσο, σημειώνει ότι η όποια αναταραχή έρθει δεν θα καταλήξει σε άρση των ευρωπαϊκών κυρώσεων. Άλλωστε, όπως τονίζει, η Ευρώπη δεν είναι η σημαντικότερη πηγή βοήθειας στην Ουκρανία. Η ΗΠΑ και η Βρετανία είναι αυτές που στηρίζουν κατά κύριο λόγο τον αντίσταση των Ουκρανών.
«Στην καλύτερη περίπτωση (για τον Πούτιν), η Ουκρανία θα δεχθεί πιέσεις από τον Μακρόν και άλλους ηγέτες να διαπραγματευτεί κάποιες περιοχές. Όμως το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας προέρχεται από τις ΗΠΑ, κι έπειτα από το Ηνωμένο Βασίλειο. Και αυτό δεν αλλάζει. Επίσης, η Ουκρανία έχει ήδη γίνει δεκτή ως υποψήφια για την ΕΕ. Ούτε αυτό αλλάζει», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο αναλυτής υποστηρίζει πως τελικά το πλεονέκτημα που έχει ο Πούτιν έναντι της Ευρώπης δεν είναι αρκετό για να αλλάξει σημαντικά τα πράγματα, και παράλληλα η απειλή για πλήρη διακοπή των ροών συνιστά ένδειξη αδυναμίας της Ρωσίας σε μια φάση που «ο χρόνος τελειώνει». Σημειώνει μάλιστα πως οι εναλλακτικές αγορές της Ασίας, με τις οποίες αντικατέστησε τις χαμένες ευρωπαϊκές αγορές, αφορούν το πετρέλαιο, τονίζοντας πως το φυσικό αέριο αποτελεί «από κατασκευής» διαφορετικό προϊόν που απαιτεί συγκεκριμένες υποδομές για να το «σπρώξουν» σε νέες αγορές.
Την ίδια ώρα το Bloomberg δημοσιεύει ανάλυση που έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν «αλώβητη» των κυρώσεων τη ρωσική οικονομία. Η εσωτερική έκθεση που ετοιμάστηκε για την κυβέρνηση, όπως αναφέρει το πρακτορείο, είναι το αποτέλεσμα πολύμηνης δουλειάς αξιωματούχων και ειδικών που προσπαθούν να αξιολογήσουν τον πραγματικό αντίκτυπο της οικονομικής απομόνωσης της Ρωσίας λόγω της εισβολής στην Ουκρανία. Η έκθεση παρουσιάζει μια πολύ πιο «σκοτεινή» εικόνα από την εντύπωση που δίνουν συνήθως οι αξιωματούχοι στις αισιόδοξες δημόσιες ανακοινώσεις τους.
Το αμερικανικό πρακτορείο υποστηρίζει ότι έχει στα χέρια του τη μελέτη, της οποίας τα δύο από τα τρία σενάρια δείχνουν ότι επιταχύνεται η συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας το επόμενο έτος, με την οικονομία να επιστρέφει στο προ του πολέμου επίπεδο μόνο στο τέλος της δεκαετίας, ή και αργότερα. Το ένα σενάριο βλέπει την οικονομία να πιάνει φτάνει στο κατώτατο επίπεδο το επόμενο έτος, 8,3% κάτω από το επίπεδο του 2021, ενώ το δεύτερο σενάριο τοποθετεί τον «πάτο» στο 2024, στο 11,9% σε σχέση με το περσινό επίπεδο.
Όλα τα σενάρια βλέπουν την πίεση των κυρώσεων να εντείνεται, με περισσότερες χώρες να είναι πιθανό να ενταχθούν σε αυτές. Η απότομη στροφή της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο μπορεί επίσης να πλήξει την ικανότητα του Κρεμλίνου να προμηθεύει τη δική του αγορά, αναφέρει η έκθεση.
Επίσης, πέρα από τους περιορισμούς, που αφορούν περίπου το ένα τέταρτο των εισαγωγών και των εξαγωγών, η έκθεση περιγράφει λεπτομερώς πώς η Ρωσία αντιμετωπίζει τώρα ένα «μπλόκο» που «έχει επηρεάσει σχεδόν όλες τις μορφές μεταφορών», αποκόπτοντας περαιτέρω την οικονομία της χώρας. Οι τεχνολογικοί και οικονομικοί περιορισμοί αυξάνουν την πίεση. Η έκθεση υπολογίζει ότι έως και 200.000 ειδικοί στον τομέα της πληροφορικής ενδέχεται να εγκαταλείψουν τη χώρα έως το 2025, που πρόκειται για την πρώτη επίσημη πρόβλεψη για τη διεύρυνση του brain drain.
Δημόσια, οι Ρώσοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι το πλήγμα από τις κυρώσεις ήταν μικρότερο από ό,τι αναμενόταν, με τη συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας να είναι πιθανώς κάτω από 3% φέτος και ακόμη λιγότερο το 2023.
Να σημειωθεί επίσης ότι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι έχουν προσαρμόσει τις προοπτικές για φέτος, αναιρώντας τις αρχικές προβλέψεις για βαθιά ύφεση καθώς η οικονομία διατηρήθηκε καλύτερα από το αναμενόμενο.
naftemporiki.gr