Με δυο κρίσιμες συνεδριάσεις για το μέλλον της ΕΕ σημαδεύεται η εβδομάδα που ξεκίνησε σήμερα:
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Με δυο κρίσιμες συνεδριάσεις για το μέλλον της ΕΕ σημαδεύεται η εβδομάδα που ξεκίνησε σήμερα:
Την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φθινοπωρινή σύνοδος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
Και την Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου συγκαλείται στις Βρυξέλλες ένα «έκτακτο» Συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ των 27.
Δυο συνεδριάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων θα δειπνούν τη συνοχή και ανθεκτικότητα της ΕΕ όσον αφορά τη νομισματική και τη βιομηχανική πολιτική της Ένωσης.
Υπάρχει μια ισχυρή σχέση, πολύ πιο καθοριστική από ό,τι φαίνεται μεταξύ των δύο πολιτικών: για να είναι αποτελεσματικές απαιτούν ένα μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο όραμα. Πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο όταν η ΕΕ αντιμετωπίζει έναν πόλεμο στο κατώφλι της. Έναν πόλεμο που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την επερχόμενη ενεργειακή φτώχεια, τον υψηλό πληθωρισμό και τον κίνδυνο να παγώσουν τα νοικοκυριά και να κλείσουν επιχειρήσεις.
Η ΕΚΤ πιθανότατα θα αυξήσει τα βασικά επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης με στόχο την αντιμετώπιση του πληθωρισμού αλλά και την αποδυνάμωση του ευρώ. Μόνο το γιεν της Ιαπωνίας είναι πλέον πιο αδύναμο από το ενιαίο μας νόμισμα.
Το ευρωπαϊκό νόμισμα έχει χάσει το 40% της αξίας του από τη δημιουργία του. Τους τελευταίους 12 μήνες μόνο, απώλεσε το 16% της αξίας του έναντι του δολαρίου, συμβάλλοντας στην όξυνση των πληθωριστικών εντάσεων στην Ευρώπη.
«Το δολάριο είναι το νόμισμα των ΗΠΑ , αλλά αυτό είναι το πρόβλημά σας» , ήταν το …1972 η καυστική απάντηση του τότε Υπουργού Οικονομικών του Ρίτσαρντ Νίξον, Τζον Κοναλι στους Ευρωπαίους που ανησυχούσαν για την εξέλιξη του δολαρίου πριν από 50 χρόνια! Μια κυνική απάντηση, δυστυχώς πιο επίκαιρη από ποτέ. Το δολάριο συνεχίζει να ανατιμάται και όλες οι νομισματικές ζώνες, η ευρωζώνη κυρίως, πρέπει να συμβιβαστούν με τις νέες ισορροπίες της αγοράς συναλλάγματος. Εάν οι τιμές των καυσίμων αυξάνονται στην Ευρώπη δεν οφείλεται πλέον μόνο στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και στην αποδυνάμωση του ευρώ και την ενίσχυση του δολαρίου με το οποίο αγοράζουμε υδρογονάνθρακες.
Είναι όμως η μεγαλη αύξηση των επιτοκίων λύση; Για τη βιομηχανία μια αύξηση των επιτοκίων θα ήταν ένα πλήγμα σε πολλές χώρες της ΕΕ. Για το λόγο αυτό, οι αποφάσεις της ΕΚΤ της 8ης Σεπτεμβρίου είναι συνυφασμένες με αυτές του «έκτακτου» Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας, την επόμενη μέρα.
Μέχρι τώρα, έχουν επιχειρηθεί μεμονωμένες στρατηγικές των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά την απάντηση στον εκβιασμό του ρωσικού αερίου. Κάθε χώρα αναζητούσε χωριστές λύσεις. Αυτό λειτούργησε. Η Ρωσία χρησιμοποιεί την ενεργειακή της ισχύ ως όπλο στον οικονομικό πόλεμο με την Ευρώπη.
Οι μεσογειακές χώρες επίσης πλέουν αυτή τη στιγμή σε δύσκολα νερά: η Ιταλία βρίσκεται στη μέση μιας προεκλογικής εκστρατείας, η Γαλλία και η Ισπανία παλεύουν με έντονες εσωτερικές διαφωνίες και στην Ελλάδα το σκάνδαλο των υποκλοπών μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες .
Η ΕΕ, αν θέλει να επιβιώσει, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ μια κοινή απάντηση με έναν συνδυασμό διαφόρων μέτρων: ευρωπαϊκό ανώτατο όριο τιμών στην τιμή του φυσικού αερίου, κοινή αποθήκευση, κοινή δράση για τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και την αγορά φυσικού αερίου στην παγκόσμια αγορά. Μια κοινή δράση όπως συνέβη με τα εμβόλια για τον Covid-19.
Αναμφίβολα, τα μέτρα αυτά θα χρειαστούν χρόνο να εφαρμοστούν και να λειτουργήσουν. Ισως αυτόν τον χειμώνα δεν προκάνουμε, δεν αποκλείεται να χρειαστούν δύο και τρία χρόνια για να μπορέσει η ΕΕ να αλλάξει τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού της. Αν παραμείνει φυσικά συμπαγής και ενιαία μέχρι τότε…