«Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown της πανδημίας του κορονοϊού, οι συγκεντρώσεις αιθάλης στην ατμόσφαιρα της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης μειώθηκαν σχεδόν στο μισό». Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν οι επιστήμονες έξι γερμανικών Πανεπιστημίων και ερευνητικών Ινστιτούτων σε σχετική έρευνα τους.
«Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown της πανδημίας του κορονοϊού, οι συγκεντρώσεις αιθάλης στην ατμόσφαιρα της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης μειώθηκαν σχεδόν στο μισό». Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν οι επιστήμονες έξι γερμανικών Πανεπιστημίων και ερευνητικών Ινστιτούτων σε σχετική έρευνα τους.
Προκειμένου να περιοριστεί η ταχεία εξάπλωση του κορονοϊού και να καταπολεμηθεί η πανδημία, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντέδρασαν το πρώτο εξάμηνο του 2020 με σημαντικούς περιορισμούς στις μετακινήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες. Το lockdown μείωσε σύμφωνα με συγκλίνουσες έρευνες την καύση ορυκτών καυσίμων, μια σημαντική πηγή αιθάλης στην ατμόσφαιρα, κατά περίπου ένα τρίτο στις αρχές του 2020. Αυτό αποδίδεται στην κατά 90% μείωση της εναέριας κυκλοφορίας στην Ευρώπη και στην σοβαρή μείωση της κυκλοφορίας στους δρόμους.
Οι αυστηροί περιορισμοί της κυκλοφορίας του 2020 μείωσαν όμως και την ποσότητα της -επιβλαβούς για την υγεία και επιβαρυντικής για το κλίμα- αιθάλης στην ατμόσφαιρα της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης. Το lockdown αποτέλεσε για τους ερευνητές της ατμόσφαιρας των Ινστιτούτων Μαξ Πλανκ, Λάιμπνιτς Τροποσφαιρικής Έρευνας (TROPOS), των Πανεπιστημίων της Βρέμης, του Mάιντς, της Λειψίας και του Γερμανικού Κέντρου Αεροδιαστημικής (DLR) μια μοναδική ευκαιρία να ποσοτικοποιήσουν με ακρίβεια τους ατμοσφαιρικούς ρύπους στην κατώτερη τροπόσφαιρα.
Η επιστημονική ομάδα η οποία συγκροτήθηκε πέταξε την περίοδο αυτή με το γερμανικό ερευνητικό αεροσκάφος HALO πάνω από μεγάλα τμήματα της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης: μεταξύ άλλων πάνω από την Γερμανία, τις χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), την Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία. Προσδιόρισαν έτσι στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος BLUESKY, τη μάζα της αιθάλης και τις συγκεντρώσεις του αριθμού των σωματιδίων στην κατώτερη τροπόσφαιρα.
Στη συνέχεια, η ερευνητική ομάδα συνέκρινε τα αποτελέσματα του 2020 με αντίστοιχες μετρήσεις που έγιναν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος EMeRGe EU τον Ιούλιο του 2017 υπό «κανονικές» -δηλαδή πριν από τον κορονοϊό- συνθήκες. Από την σύγκριση προέκυψε μια σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του αέρα η οποία οφείλεται στο πρώτο lockdown που επιβλήθηκε για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Κατά μέσο όρο, η ποσότητα αιθάλης στην κατώτερη τροπόσφαιρα στη Νότια και Δυτική Ευρώπη μειώθηκε κατά 41%. Σε αυτό το αποτέλεσμα κατέληξαν οι επιστήμονες με την βοήθεια δεδομένων κινητικότητας και στοιχείων για την κατανάλωση βενζίνης κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Ας σημειωθεί ότι τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εκπομπές αιθάλης στην Ευρώπη ποτέ δεν είχαν μειωθεί τόσο γρήγορα.
Οι επιστήμονες συμπεραίνουν ότι η αιθάλη κοντά στο έδαφος δεν είναι μόνο ένα ιδιαίτερα επιβλαβές για την υγεία των ανθρώπων τμήμα των αιωρούμενων σωματιδίων, αλλά και ότι συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη, διότι λόγω της σκούρας επιφάνειάς τους θερμαίνονται και εκπέμπουν την θερμότητα. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα μακρόβια αέρια του θερμοκηπίου, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, η αιθάλη είναι βραχύβια και παραμένει στην ατμόσφαιρα μόνο για λίγες ημέρες έως εβδομάδες.
Σε σχετική ανακοίνωση του Ινστιτούτου Λάιμπνιτς Τροποσφαιρικής Έρευνας (TROPOS) της Λειψίας η επικεφαλής του τμήματος Αερολυμάτων και Μικροφυσικής Νεφών Μίρα Πέλκερ τονίζει: «Οι μειωμένες εκπομπές αιθάλης μέσω της περιορισμένης καύσης ορυκτών καυσίμων όπως το ντίζελ, ο άνθρακας, το πετρέλαιο ή ακόμα και το ξύλο θα βοηθούσε την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων σχετικά γρήγορα. Επιπλέον, οι μετρήσεις μας και τα υπολογιστικά μας μοντέλα δείχνουν ότι η λιγότερη αιθάλη στην ατμόσφαιρα συμβάλλει σημαντικά στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής».
Η παραπάνω επιστημονική ομάδα συμμετέχει τώρα σε μια νέα έρευνα στην οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης και ψυχολόγοι. Σκοπός της είναι να διαπιστώσει εάν προσφορές όπως είναι το μηνιαίο εισιτήριο των εννέα ευρώ σε όλα τα γερμανικά ΜΜΜ μπορούν πράγματι να οδηγήσουν σε μια μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά των ανθρώπων στις μετακινήσεις τους.