Απαντήσεις στο ζήτημα των υποκλοπών/ παρακολουθήσεων έδωσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης στο ραδιοφωνικό σταθμό του «Σκάι», με βασική αρχή ότι «θα πρέπει να διερευνηθούν όλα, αυτή είναι η βασική θέση της κυβέρνησης».
Απαντήσεις στο ζήτημα των υποκλοπών/ παρακολουθήσεων έδωσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης στο ραδιοφωνικό σταθμό του «Σκάι», με βασική αρχή ότι «θα πρέπει να διερευνηθούν όλα, αυτή είναι η βασική θέση της κυβέρνησης».
Με την ταυτόχρονη διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση παίρνει τις θεσμικές εκείνες πρωτοβουλίες «έτσι ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα στο μέλλον», ζήτησε να μη χαθεί η μεγάλη εικόνα που είναι, όπως είπε, «η σταθερότητα, η κυβερνησιμότητα και η ανάπτυξη της χώρας».
Ξεκινώντας από το διάλογο που είχε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία την Παρασκευή στη Βουλή, ο υπουργός Επικρατείας είπε πως δεν θέλει να σταθεί περισσότερο, γιατί, όπως εξήγησε, «είναι κάτι επώδυνο. Όχι για μένα προσωπικά, είναι επώδυνο για τον καθένα που αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο τα πολιτικά πράγματα. Δεν νοείται να επικαλούμαστε τον πολιτικό διάλογο για να νομιμοποιήσουμε το ο,τιδήποτε. Δυστυχώς υπάρχει μια αντίληψη στην Ελλάδα ότι αν είμαστε σε πολιτικό forum, επιτρέπονται τα πάντα. Δυστυχώς αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντική διολίσθηση του πολιτικού λόγου. Όχι, είναι η απάντηση. Και όταν βρισκόμαστε σε πολιτικό forum, θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να επικαλούμαστε την αλήθεια. Η ειλικρίνεια είναι αυτή που θα στηρίξει τους θεσμούς».
Αμέσως μετά, για την ουσία της υπόθεσης, «αυτό το οποίο συνέβη είναι, πράγματι, ένα πλήγμα για τη Δημοκρατία», αναγνώρισε. Ωστόσο, συμπλήρωσε, «δεν θα πρέπει να αλλοιώνει τη μεγάλη εικόνα των πραγμάτων. Ναι, ήταν ένα σφάλμα αυτό το οποίο συνέβη. Ήταν πρώτη η κυβέρνηση, δια του πρωθυπουργού, η οποία ανέδειξε το ζήτημα αυτό. Εκπλήσσομαι με την ευκολία με την οποία χρησιμοποιείται ο όρος συγκάλυψη. Είναι δυνατόν να μιλάμε για συγκάλυψη, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός ανέδειξε το ζήτημα και όταν είναι σε εξέλιξη τρεις διαφορετικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες;», διερωτήθηκε παραπέμποντας στην προηγηθείσα προ ημερησίας συζήτηση, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και σήμερα στην Εξεταστική Επιτροπή. «Αυτό παραπέμπει σε συγκάλυψη;», επέμεινε και πρόσθεσε: «Θα πρέπει να διερευνηθούν όλα. Αυτή είναι η βασική θέση της κυβέρνησης».
Ευκαιρίας δοθείσης διευκρίνισε πάντως ότι «και από τη θεσμική άποψη και από εκείνη της πολιτικής πραγματικότητας, δεν είναι δυνατόν κανείς να εξαιρείται του Συντάγματος. Το οποίο έχει μια αδιαβάθμητη διάταξη, αναφέρει ότι οποτεδήποτε κρίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ότι θα πρέπει να υπάρχει νόμιμη παρακολούθηση, ο οποιοσδήποτε υπόκειται σε αυτό το καθεστώς. Δεν προβλέπεται καμία απολύτως εξαίρεση».
Ακολούθησε, όμως, και μια δεύτερη διευκρίνιση από τον υπουργό Επικρατείας: άλλο είναι το παραπάνω θέμα και άλλο είναι «το ζήτημα να γίνεται μια ουσιαστική στάθμιση. Δεν είναι δυνατόν χωρίς επαρκείς ενδείξεις να προχωράμε σε παρακολουθήσεις οποιουδήποτε προσώπου, πολλώ μάλλον ενός πολιτικού προσώπου».
Σε κάθε περίπτωση, συμπέρανε για το θέμα, «από τη στιγμή που το Σύνταγμα δεν διαβαθμίζει και ο νόμος δεν προέβλεψε καμία εξαίρεση, δεν είναι δυνατόν ερμηνευτικά να αποδίδεται ένα τέτοιο προνόμιο σε μία κατηγορία πολιτών. Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία. Το πολιτικό προσωπικό δεν έχει εξ ορισμού μία προνομιακή θέση στο πολίτευμα. Το πολιτικό προσωπικό έχει τις προνομίες εκείνες και μόνον, στενά ερμηνευόμενες, που αποδίδει το Σύνταγμα. Εάν κάθε φορά που προκύπτει θέμα προνομίων της πολιτικής τάξης, να κάνουμε διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος, φοβούμαι ότι θα φθάναμε σε ένα σημείο απόλυτης ασυλίας και έλλειψης λογοδοσίας του πολιτικού προσωπικού».
Ειδικότερα τώρα για το ζήτημα της παρακολούθησης του τηλεφώνου του πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ - Κινήματος Αλλαγής Νίκου Ανδρουλάκη, ανέφερε ότι όταν ανέκυψε, «όλοι, και εγώ όταν το άκουσα από τον πρωθυπουργό, βρεθήκαμε σε ένα καθεστώς πολύ μεγάλης έκπληξης [...] εκείνο το οποίο προέκυψε και ο πρωθυπουργός αξιολόγησε ως λάθος, είναι το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένας μηχανισμός, ο οποίος να διασφαλίζει επαρκώς ότι πρόσωπα που έχουν μια τέτοια ιδιαίτερη θέση στο πολίτευμα να προστατεύονται, έτσι ώστε να μην αρκούν οι όποιες ενδείξεις αλλά να υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες αποδείξεις. Ενδεχομένως, ακόμη ακόμη, και ένα πολιτικό φίλτρο», σημείωσε.
Έφερε δε, στο σημείο αυτό, το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου, εκεί όπου η υπηρεσία που κάνει τις νόμιμες παρακολουθήσεις, «όταν πρόκειται για πολιτικά πρόσωπα έχει ένα πολιτικό φίλτρο [...] Σε κάθε περίπτωση ο πολιτικός προϊστάμενος, ο πρωθυπουργός ή ο υπουργός Εσωτερικών, είναι εκείνος που θα δώσει την εντολή. Αυτού του τύπου το πολιτικό φίλτρο είναι ένα αντίβαρο».
Επαναλαμβάνοντας δε, τη βασική αρχή ότι «ο πρωθυπουργός και κάθε υπεύθυνος της Πολιτείας θα ενημερωθεί μόνο αν προκύψουν ζητήματα, τα οποία άπτονται της εθνικής ασφάλειας», υπογράμμισε ότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει τους λόγους που οδήγησαν την υπηρεσία στο να εισηγηθεί την επίμαχη παρακολούθηση. Πάντως, «δεν προέκυψε από την παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη κανένα στοιχείο και εξ αυτού του λόγου δεν υπήρχε κανένας λόγος ούτε να συνεχισθεί ούτε να γνωρίζει το περιεχόμενο αυτού οποιοσδήποτε τρίτος».
Και σε επόμενο σημείο της συνέντευξης, «δεν γνωρίζει κανείς το ο,τιδήποτε (σ.σ. για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη), δεν προέκυψε τίποτε από την παρακολούθηση. Δεν έχει περιέλθει κάτι σε γνώση μας και εξ αυτού του λόγου αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχει προκύψει το ο,τιδήποτε. Και, για να αναφερθώ και στη μομφή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προφανώς και δεν γνώριζα ότι παρακολουθείτο, νομίμως, ο κ. Ανδρουλάκης όταν προσήλθα στη Βουλή».
Ταυτοχρόνως, ο υπουργός Επικρατείας θύμισε ότι «από την πρώτη στιγμή ο πρωθυπουργός πήρε μια σαφή θέση, κάλεσε τον κ. Ανδρουλάκη να ενημερωθεί κατά μόνας για τα θέματα που τον αφορούσαν. Η επιλογή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ήταν να μην προσέλθει και να αφήσει στα πολιτικά fora τα ζητήματα αυτά. Τα ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας δεν μπορούν να γίνονται αντικείμενο δημοσίου διαλόγου», σύμφωνα με την κριτική του Γ. Γεραπετρίτη.
Παραλλήλως, επανέλαβε την κυβερνητική διαβεβαίωση ότι «το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει προμηθευτεί με οποιοδήποτε τρόπο το παράνομο λογισμικό και με κανένα τρόπο δεν παρακολουθεί δι' αυτών των συστημάτων τους πολίτες». Κυκλοφορούν περίπου 500 παράνομα λογισμικά, είπε επίσης επισημαίνοντας συγχρόνως ότι το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έχει αναπτύξει και αναπτύσσει πολλά έργα που έχουν να κάνουν με την κυβερνο-ασφάλεια.
«Ο ίδιος ο πρωθυπουργός το ανέδειξε, καμία διάθεση συγκάλυψης, θα αποκαλυφθούν όλα», επέμεινε και συμπλήρωσε: «Εμείς θα φροντίσουμε όσο το δυνατόν να αποκαταστήσουμε θεσμικά τα ζητήματα αυτά, έτσι ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα στο μέλλον».
Όσον αφορά τη σημερινή κοινοβουλευτική διαδικασία, «η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής θα γίνει μόνο από την αντιπολίτευση, η κυβέρνηση θα απέχει από τη διαδικασία», έκανε γνωστό θυμίζοντας ότι «αυτή η κυβέρνηση με δική της πρωτοβουλία έφερε στην παρούσα αναθεωρητική Βουλή τροποποίηση του Συντάγματος έτσι ώστε να μπορεί μόνη της η αντιπολίτευση να μπορεί να συγκροτεί εξεταστικές επιτροπές».
Απαντώντας στη διαπίστωση ότι οι κ.κ. Παυλόπουλος, Βενιζέλος και Αλιβιζάτος ζήτησαν την παραίτηση του πρωθυπουργού, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε ότι «οι κυβερνήσεις παραιτούνται όταν χάνουν την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού και όταν συντρέχει θέμα βαρύτατης εξ υποκειμένου ευθύνης. Εδώ υπάρχει αντικειμενική πολιτική ευθύνη. Και υπάρχει γιατί δεν μπορέσαμε να ελέγξουμε το μηχανισμό εκείνο, τις εγγυητικές δικλείδες έτσι ώστε να μην προκύψουν τέτοια φαινόμενα». Σε κάθε περίπτωση, «σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα το πώς ορίζεται η εμπιστοσύνη και η δυσπιστία είναι κάτι που καθορίζεται συνταγματικά» και εν προκειμένω, «εάν η αντιπολίτευση επιθυμούσε ή επιθυμεί να αποδώσει δυσπιστία, θα το φέρει στη Βουλή και εκείνη (η Βουλή) θα αποφανθεί».
Ερωτηθείς για τις σχέσεις του πρωθυπουργού με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, «δεν νομίζω ότι υπήρξε κάποια αντιπαράθεση, ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε μία θέση. Σέβομαι ιδιαιτέρως και την επιστημονική κατάρτιση και την πολιτική σοφία του κ. Βενιζέλου, δεν παύει όμως να εκφράζει μια πολιτική άποψη. Δεν εξέφρασε κατά βάση επιστημονική αλλά πρωτίστως πολιτική θέση. Σε αυτήν απάντησε ο πρωθυπουργός, είναι δημιουργικό και σωστό να υπάρχει αυτός ο διάλογος. Ο κ. Βενιζέλος είναι μια εξαιρετικά πληθωρική προσωπικότητα, είμαι σίγουρος ότι θα επανέλθει και ο διάλογος θα συνεχισθεί».
Κλείνοντας ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε ότι «αυτό που έχει σήμερα αξία πάνω από όλα είναι να διασφαλισθεί η σταθερότητα και η κυβερνησιμότητα της χώρας. Βάλλεται κατά την κρίση πολλών, έξωθεν η κυβέρνηση, με δημοσιεύματα ή άλλους τρόπους για το θέμα των νόμιμων παρακολουθήσεων. Βάλλονται όμως και πολλές άλλες κυβερνήσεις, ισχυρότερες της δικής μας κυβέρνησης».
Στο σημείο αυτό, μάλιστα, επικαλέστηκε την πίεση που δέχεται η ιταλική κυβέρνηση, γεγονός που «έχει οδηγήσει στην εκτόξευση των spreads στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, με αποτέλεσμα μια πολύ αρνητική οικονoμική αποτύπωση». Κάλεσε δε, το πολιτικό προσωπικό της χώρας «με περίσκεψη να εξετάσει όλα όσα ανέκυψαν, να θεραπεύσουμε τις παθολογίες. Δεν πρέπει όμως με κανένα τρόπο να χάσουμε τη μεγάλη εικόνα που είναι η σταθερότητα, η κυβερνησιμότητα και η ανάπτυξη της χώρας».