Μια φορά κι έναν καιρό, τότε, το μακρινό 1828, πριν αφανιστούν όλα τα πλάσματα της στεριάς κι όλα τα ψάρια της θάλασσας, ήταν ένας άντρας με το όνομα Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, ένας κατάδικος στη Γη του Βαν Ντίμεν, που αγάπησε μια μαύρη κι ανακάλυψε πολύ αργά πως η αγάπη δεν είναι ασφαλής.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Μια φορά κι έναν καιρό, τότε, το μακρινό 1828, πριν αφανιστούν όλα τα πλάσματα της στεριάς κι όλα τα ψάρια της θάλασσας, ήταν ένας άντρας με το όνομα Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, ένας κατάδικος στη Γη του Βαν Ντίμεν, που αγάπησε μια μαύρη κι ανακάλυψε πολύ αργά πως η αγάπη δεν είναι ασφαλής.
Ο χαζούλης Γκουλντ, ψεύτης, φονιάς, απατεώνας, παραχαράκτης, φαντασιόπληκτος, καταδικάστηκε ισόβια στην πιο βάρβαρη σωφρονιστική αποικία της Κοινοπολιτείας κι εκεί του ανέθεσαν να ζωγραφίσει ένα βιβλίο με ψάρια. Μια φορά κι έναν καιρό συνέβησαν πολλά και φοβερά…
Ένα συναρπαστικό έργο αναστοχασμού της ίδιας της Ιστορίας. Μια γαλήνια, ανατριχιαστική θεώρηση της ύπαρξης του ανθρώπου, που κολυμπά μονάχος στην παγωνιά του απείρου, όπως τα ψάρια στον ωκεανό.
Στον Πρόλογο της έκδοσης, που υπογράφει η μεταφράστρια, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε:
«Όταν σε μια επίσκεψή του στη Βιβλιοθήκη και Μουσείο Καλών Τεχνών του Όλπορτ ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν είδε για πρώτη φορά το Sketchbook of Fishes, που είχε φιλοτεχνήσει περί το 1832 ο βαρυποινίτης Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ (1801-1853), εκστασιάστηκε. “Τα ψάρια”, έγραψε, “είχαν μια υπέροχη φωτεινότητα. Έκλειναν μέσα τους μεγάλη αγάπη και ανθρωπιά. Μέχρι τότε δεν είχε ποτέ τύχει ν’ ακούσω γι’ αυτό το βιβλίο. Ο Γκουλντ δεν είναι και τόσο γνωστός εδώ, γιατί, βέβαια, ήταν βαρυποινίτης καλλιτέχνης – μεγάλο όνομα πάντως δεν ήταν, δεδομένου ότι μιλάμε για την τέχνη ενός βάρβαρου ατόμου. Μεταξύ άλλων, ήταν και παραχαράκτης. Όμως αυτά τα ψάρια είχαν κάτι το θαυμάσιο, αν και κανένας δεν τους έδινε σημασία. Κανένας δεν τα είχε προσέξει”. […]Ο Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, ο βαρυποινίτης καλλιτέχνης που κέντρισε το ενδιαφέρον του συγγραφέα, θα γίνει το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου – από κοντά, βέβαια, και τα ψάρια του. Διότι, άμα δεν μπορείς να απεικονίσεις πρόσωπα, ζωγραφίζεις ψάρια. Και τους δίνεις κάποια –λίγα αλλά εύγλωττα– ανθρώπινα χαρακτηριστικά. “Ξέρω”, δηλώνει ο Γκουλντ, “ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής πώς απέκτησα τη συνήθεια να ζωγραφίζω ψάρια & και γιατί οι ζωγραφιές με τα ψάρια απέκτησαν τόση σημασία για μένα, όμως, για να είμαι ειλικρινής, τίποτα δε μου είναι πια ξεκάθαρο & όλη αυτή η ιστορία ξεπερνάει τα όρια της κατανόησης κι ακόμη περισσότερο της εξήγησης. Σας βεβαιώνω ότι σ’ αυτή την αποικία δε ζωγραφίστηκε ποτέ ούτε μία εικόνα κατάδικου & ότι αυτή καθαυτή η ζωγραφική τέτοιων έργων επέσυρε αυστηρότατη ποινήν. Σκεφτείτε το μια στιγμή, είναι απορίας άξιο ότι απ’ αυτή την περίοδο & απ’ αυτόν τον τόπο δε θα επιβιώσει κανενός είδους οπτικό υλικό, ούτε καν ένα σκίτσο των σακατεμένων, των εξευτελισμένων, του Διοικητή έστω”.
Η ανάγκη να κουκουλωθεί ένα παρελθόν δύο αιώνων είχε κριθεί επιτακτική από τους κρατούντες. Δεν έπρεπε να υπάρχουν τεκμήρια για τη ζωή των βαρυποινιτών. Ούτε για το πώς εξαφανίστηκαν οι Αβορίγινες. Που στην αρχή δέχτηκαν την αποικιοκρατική παρουσία χωρίς εχθρότητα, για να εξοντωθούν στην πορεία, απλώς και μόνο επειδή η παρουσία τους λειτουργούσε “επιβαρυντικά”. Δεν έπρεπε να υπάρχουν τεκμήρια ούτε καν για την καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας (Ο Φλάναγκαν είναι ακτιβιστής για θέματα φυσικού περιβάλλοντος).
Με ήρωα τον Γκουλντ, κλασική φιγούρα βαρυποινίτη-ήρωα/αρχετυπικού παρία μέσα σ’ ένα βίαιο και απάνθρωπο καθεστώς, ο Φλάναγκαν θα αναδημιουργήσει ανείπωτες ιστορίες για να στήσει το σκηνικό του παρελθόντος, ένα σκηνικό βίας, εξαθλίωσης, εξευτελισμού, οδύνης σωματικής και ψυχικής, τρόμου, φρίκης, ζόφου, παραλογισμού, παράνοιας…»