Η συνοικία του Ψυρρή τα παλιά χρόνια τραβούσε ως μαγνήτης κάθε άτομο που παρανομούσε. Εύρισκε εκεί άσυλο. Και οι πρώτοι αστυνομικοί που διορίστηκαν τότε για να αντιμετωπίσουν τους εγκληματίες αντί να τους παραπέμπουν στη δικαιοσύνη επέβαλαν οι ίδιοι τις λεγόμενες «αστυνομικές ποινές».
Του Κώστα Α. Κοντογιαννίδη
Η συνοικία του Ψυρρή τα παλιά χρόνια τραβούσε ως μαγνήτης κάθε άτομο που παρανομούσε. Εύρισκε εκεί άσυλο. Και οι πρώτοι αστυνομικοί που διορίστηκαν τότε για να αντιμετωπίσουν τους εγκληματίες αντί να τους παραπέμπουν στη δικαιοσύνη επέβαλαν οι ίδιοι τις λεγόμενες «αστυνομικές ποινές».
Μια από αυτές ήταν η αποκοφίνωση. Όποιος καταδικαζόταν - πάντα με συνοπτικές διαδικασίες- στην αποκοφίνωση, οδηγείτο στην αγορά κι εκεί αναγκαζόταν να καθίσει οκλαδόν ή γονυπετής κάτω από ένα μεγάλο κοφίνι. Οι άλλοι πολίτες που συγκεντρώνονταν γύρω από τον τιμωρούμενο κάθονταν με τη σειρά τους πάνω στο κοφίνι και χλεύαζαν τον τιμωρημένο. Πάνω στο κοφίνι είχε το δικαίωμα να καθίσει κάθε πολίτης ο οποίος δεν είχε υποπέσει σε παρόμοιο αδίκημα ή πταίσμα κατά το παρελθόν.
Ο βούρδουλας ήταν επίσης μία από τις αστυνομικές ποινές που επιβάλλονταν. Κάθε πταίσμα επέσυρε και ανάλογο αριθμό κτυπημάτων. Όποιος δυστροπούσε να μαρτυρήσει καταδικαζόταν σε αριθμό κτυπημάτων δια του βούρδουλα, ενώ άλλη ανακριτική μέθοδος για να μαρτυρήσουν ήταν τα βρασμένα αυγά και οι αλμυρές σαρδέλες!
Στον δύστροπο κακοποιό που δεν ομολογούσε, έδιδαν για δείπνο αλμυρές σαρδέλες σε τρόπο που να καταληφθεί από δίψα και όταν εμφάνιζαν το δροσερό νεράκι πάνω στο ανακριτικό γραφείο, τους υποχρέωναν να ομολογήσουν για να τους δώσουν να πιουν!
Τα βρασμένα αυγά ετοποθετούντο κάτω από τις μασχάλες ή τους έβαζαν να κάθονται πάνω σε ζεματιστό λάδι ! Συνήθως σ’ αυτές τις δοκιμασίες υποβάλλοντο οι κακούργοι ή οι άσπονδοι εχθροί του δημάρχου ή των αστυνόμων, πάντοτε για σωφρονισμό και εν ονόματι της τάξεως!
Αλλά και τα έθιμα της εποχής εκείνης ήταν πολύ σκληρά.. Έφταναν στα όρια της αγριότητας και δεν επιτρεπόταν στην αστυνομία να επέμβει. Ένα τέτοιο έθιμο με τη μορφή της τιμωρίας ήταν η διαπόμπευση. Αυτό εφαρμοζόταν στις γυναίκες και μάλιστα σ’ εκείνες που απατούσαν τον άνδρα τους. Τις έβαζαν για τιμωρία να καθίσουν «εξανάστροφα» δηλαδή ανάποδα με το πρόσωπο προς την ουρά του γαϊδάρου και την πλάτη προς το κεφάλι και την περιέφεραν στις γειτονιές, την χλεύαζαν, την έφτυναν και την περιέπαιζαν.
Κάποτε στη συνοικία της Πλάκας γινόταν η διαπόμπευση μιας γυναίκας από την Σύρο γιατί απίστησε ! Η … άτυχη γυναίκα ερωτεύτηκε, παρασύρθηκε σε ξένη αγκαλιά και έγινε αντιληπτή από συγγενείς του ανδρός της.
Μετά από αυτό, σύμφωνα με το έθιμο, άρχισε και η διαπόμπευσή της στα στενά δρομάκια και στις πλατείες, καθισμένη ανάποδα πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι με τους περαστικούς και τους περίεργους να την λοιδορούν, να την αναθεματίζουν, να την χλευάζουν, να την υβρίζουν, να χειρονομούν και να την φτύνουν !
Εκείνη κλαίουσα, προσπαθούσε να καλύψει το πρόσωπό της από την ντροπή. Το συμπαθέστατο γαϊδουράκι παραδόξως ανήκε στον ιερέα της γειτονιάς ο οποίος μάλιστα το έσυρε στους δρόμους για να συντελεστεί σύμφωνα με το παλιό βυζαντινό έθιμο, η πανηγυρική διαπόμπευση της άπιστης συζύγου!... Αυτό το βάναυσο και άγριο έθιμο, δεν μπορούσε και δεν είχε δικαίωμα να επέμβει και να ματαιώσει η αστυνομία.
Το σκληρό αυτό έθιμο που είχε τη ρίζα του στους βυζαντινούς χρόνους. Εφαρμόσθηκε για τελευταία φορά το 1857. Στην διαπόμπευση εκείνη η γυναίκα έπεσε και σκοτώθηκε και έκτοτε απαγορεύθηκε και δεν επανελήφθη στην Αθήνα ποτέ. Ετελείτο μόνο στην επαρχία και σταμάτησε οριστικά αργότερα από τον Μπαϊρακτάρη.
Διαπόμπευση γινόταν και στους κλέφτες. Οι αστυνομικοί που συνελάμβαναν κλέφτες, κρεμούσαν στην πλάτη τους τα κλοπιμαία ή επί του στήθους τους και της κεφαλής τους και με τον βούρδουλα τους περιέφεραν ανά την πόλη και την αγορά προς εμπαιγμό και σωφρονισμό.. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι διαπομπεύσεις αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα.. Τους παρακολουθούσε πολύς κόσμος ο οποίος θορυβούσε φώναζε, χλεύαζε, λοιδορούσε και καμία φορά λιθοβολούσε τους δράστες…