Από την αρχή η πορεία του πολέμου στην Ουκρανία καθορίζεται με βάση δύο κριτήρια: τις κατακτήσεις στον χάρτη και τις απώλειες. «Θα ξέρουμε ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει είτε όταν η Ρωσία έχει εξασφαλίσει αρκετά εδάφη για να ικανοποιήσει τον Πούτιν είτε όταν η Ουκρανία έχει πάρει πίσω τα εδάφη που της πήρε η Ρωσία», λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Λόρενς Φρίντμαν, αναφερόμενος στο πρώτο κριτήριο. «Θα ξέρουμε ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει όταν είτε η Ρωσία είτε η Ουκρανία έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους και δεν μπορούν πλέον να συνεχίσουν τον αγώνα», λέει για το δεύτερο.
Από την αρχή η πορεία του πολέμου στην Ουκρανία καθορίζεται με βάση δύο κριτήρια: τις κατακτήσεις στον χάρτη και τις απώλειες. «Θα ξέρουμε ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει είτε όταν η Ρωσία έχει εξασφαλίσει αρκετά εδάφη για να ικανοποιήσει τον Πούτιν είτε όταν η Ουκρανία έχει πάρει πίσω τα εδάφη που της πήρε η Ρωσία», λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Λόρενς Φρίντμαν, αναφερόμενος στο πρώτο κριτήριο. «Θα ξέρουμε ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει όταν είτε η Ρωσία είτε η Ουκρανία έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους και δεν μπορούν πλέον να συνεχίσουν τον αγώνα», λέει για το δεύτερο.
Αυτές οι δύο παράμετροι συνδέονται, εξηγεί, σημειώνοντας ότι οι συνέπειες της εξάντλησης είναι πιθανότατα αισθητές στις μάχες διεκδήκησης των εδαφών. Προς το παρόν όμως, κανένα στοιχείο δεν φαίνεται να δείχνει ξεκάθαρο νικητή, τονίζει, κινούμενος κοντά στην εκτίμηση του επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών του Ηνωμένου Βασιλείου, Τζιν Χοκενχαλ, που θεωρεί ότι ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία είναι πιθανό να επιτύχουν σημαντική στρατιωτική νίκη φέτος.
Σχολιάζοντας τα εδαφικά κέρδη, ο Φρίντμαν υποστηρίζει ότι είναι εντυπωσιακό το πόσο μικρή περιοχή έχει αλλάξει χέρια. Μάλιστα σημειώνει ότι μέχρι στιγμής σε αυτόν τον πόλεμο κυρίαρχη ήταν η άμυνα. Ωστόσο, αν η άμυνα παραμένει η κυρίαρχη τάση, τότε πώς μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος; Σε αυτή την περίπτωση, εξηγεί, κινούμαστε στην περίπτωση του αδιεξόδου, όπου οι δύο πλευρές αν και προχωρούν σε επιθέσεις, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν ένα νοκ-άουτ χτύπημα.
Ο πόλεμος που παρακολουθούμε αυτή τη στιγμή, με την άμυνα να κυριαρχεί και χωρίς μεγάλα εδαφικά κέρδη, είναι ένας πόλεμος φθοράς. «Η πόλεμος φθοράς συνήθως περιγράφεται ως ένας εναλλακτικός τύπος σε έναν πόλεμο ελιγμών, ο οποίος προσφέρει την πιο δελεαστική προοπτική μιας αποφασιστικής νίκης στο πεδίο της μάχης. Η μόνη προοπτική με τη φθορά είναι έπειτα από μια σειρά από συναντήσεις με σωρευτικό αποτέλεσμα να αφήσει τον εχθρό εξαντλημένο. Οι στρατηγοί προτιμούν να σκέφτονται τη νίκη μέσω ελιγμών παρά με την τακτική της φθοράς, με τολμηρές επιθέσεις παρά με πεισματικές άμυνες. Οι ελιγμοί θα πρέπει να είναι ταχύτεροι και λιγότερο δαπανηροί, καταλήγοντας με μια ξεκάθαρη στρατιωτική νίκη που δημιουργεί προϋποθέσεις για μια ξεκάθαρη πολιτική νίκη. Οι επιτυχείς επιθέσεις οδηγούν στην κατάληψη εδάφους και, επομένως, στην επιβολή ενός αποτελέσματος. Από την άλλη, η επιτυχία στον πόλεμο της φθοράς απαιτεί από τον εχθρό να παραιτηθεί», αναφέρει ο καθηγητής.
Ο πόλεμος της φθοράς επομένως απαιτεί υπομονή και ικανότητα απορρόφησης του «πόνου», χωρίς απαραίτητα να προσφέρει μια εύλογη διαδρομή προς τη νίκη. «Είναι συχνά το αποτέλεσμα, όπως σε αυτήν την περίπτωση, ενός επιτιθέμενου που δεν μπορεί να πετύχει μια πρόωρη νίκη μέσω ελιγμών. Επιλέγεται σε μεγάλο βαθμό επειδή είναι η μόνη εναλλακτική αντί για την αναγνώριση της ήττας», αναφέρει, προσθέτοντας ότι όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι αυτό το είδος πολέμου δεν μπορεί να επιφέρει τη νίκη. Πώς έρχεται η νίκη; Είτε δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια επιστροφή στον πόλεμο των ελιγμών, είτε κάνοντας τη μία πλευρά να αναγνωρίζει ότι η θέση της μπορεί μόνο να χειροτερέψει και πρέπει να βρει μια διέξοδο.
Το πιο σημαντικό- τονίζει- είναι να ξέρεις πώς θα πολεμήσεις σε ένα πόλεμο φθοράς, καθώς εξαρτάται λιγότερο από τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων και περισσότερο από την υποκείμενη οικονομική και κοινωνική ανθεκτικότητα της χώρας, ενώ παράλληλα η διαδικασία λειτοουργεί αμφίδρομα: και οι δύο δυνάμεις αντιμετωπίζουν τη φθορά, μετατρέποντας τον πόλεμο σε αγώνα αντοχής.
Παράλληλα, ο καθηγητής εξηγεί ότι υπάρχουν δύο είδη πολέμου φθοράς:
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ευρύτερη οικονομική και κοινωνική ανθεκτικότητα θα έχει σημασία, καθώς και οι δύο πλευρές προσπαθούν να παράγουν περισσότερο εξοπλισμό και πυρομαχικά και να βρουν περισσότερο έμψυχο υλικό για να καλύψουν τις απώλειες. Μόλις η μία πλευρά υποχωρήσει σε αυτή την προσπάθεια, τότε μπορεί να χάσει ως αποτέλεσμα αναταραχής στην πατρίδα ή προοδευτικής αδυναμίας να πολεμήσει αποτελεσματικά.
Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία; Σύμφωνα με τον καθηγητή, αν και ο πόλεμος διέρχεται από ένα στάδιο φθοράς, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει αδιέξοδο.
«Ασφαλώς και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της κυριαρχίας της άμυνας: είναι δύσκολο να εκτοπίσεις στρατεύματα που είναι καλά εδραιωμένα και προετοιμασμένα να πολεμήσουν. Οι μεγάλης κλίμακας αντεπιθέσεις απειλούν να εκθέσουν συγκεντρωμένους σχηματισμούς ανοιχτά στα εχθρικά πυρά. Οι πρόσφατες επιθέσεις της Ρωσίας περιλάμβαναν ελάχιστους ελιγμούς. Οι προσπάθειες περικύκλωσης των ουκρανικών δυνάμεων απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό, εκτός από τη Μαριούπολη. Αντ' αυτού χρησιμοποιήθηκαν εντατικά μπλόκα πυροβολικού για να αναγκάσουν τους Ουκρανούς υπερασπιστές να υποχωρήσουν. Αυτά κατέστησαν δυνατά κάποια μικρά κέρδη με υψηλό κόστος και για τις δύο πλευρές», σημειώνει, εκτιμώντας ότι αυτό το στάδιο του πολέμου πλησιάζει στο τέλος του.
«Η Ρωσία αγωνίζεται τώρα να σημειώσει σημαντική εδαφική πρόοδο, αν και δεν έχει σταματήσει να προσπαθεί, ενώ η Ουκρανία προσπαθεί να πάρει την πρωτοβουλία, ώστε οι μάχες να είναι περισσότερο με τους όρους της. Το πόσο καλά μπορεί να το κάνει εξαρτάται από το αν μπορεί να αναπτύξει μια στρατηγική για την καταπολέμηση ενός φθινοπωρινού πολέμου», καταλήγει σημειώνοντας ότι αν και ο πόλεμος φθοράς ενθαρρύνει τις συγκρίσεις -τόσο για τον εξοπλισμό όσο για το προσωπικό- για να εκτιμηθεί η πρόοδος, και οι δύο πλευρές συχνά μιλούν με εικασίες, ειδικά όταν πρόκειται για θύματα, επομένως δεν διευκολύνεται η κατάληξη σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα.
«Στην πράξη, πολλά από αυτά που μπορούμε να συλλέξουμε για την έκταση των συγκριτικών απωλειών τους προέρχονται από τις προσπάθειές τους να αντικαταστήσουν αυτά που έχουν χαθεί. Η φθορά δεν είναι μόνο το ερώτημα ποια πλευρά υποφέρει περισσότερο, αλλά και ποιος είναι καλύτερα ικανός να αναγεννήσει τις μαχητικές του ικανότητες», προσθέτει.
naftemporiki.gr