Δε θα σταθούμε ξανά στις εξωπραγματικές απαγορεύσεις εδώ και έξι μήνες έργων Ρώσων δημιουργών, αρκετά γελάσαμε. Δε θα σταθούμε στο γέλιο, αλλά στο φόβο, που παρά τις αντιδράσεις, παρά την αγανάκτηση επικράτησε και στην Ελλάδα, όπου μέχρι πρότινως η ρωσική κουλτούρα είχε την τιμητική της, όσο, μάλλον, σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης.
Της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια
Αυτός ο τίτλος του μυθιστορήματος της Φρανσουάζ Σαγκάν μου ήρθε στο νου, καθώς συλλογιζόμουν τον ακατάπαυστο βιασμό κατ’ εξακολούθηση του ρωσικού πολιτισμού από το πεφωτισμένο και δημοκρατικό δυτικό κόσμο. Θυμήθηκα επίσης την αφήγηση του ραδιοδημοσιογράφου Λεβ Μαρχασιόφ που επέζησε από τον σκληρότατο αποκλεισμό του Λένινγκραντ (1941-1944) από τους Γερμανους, την οποία έχω διαβάσει το 2005:
«Τις πιο παγωμένες χειμωνιάτικές ημέρες της πολιορκίας στο Λένινγκραντ ακουγόταν συχνά από τα ραδιόφωνα η μουσική του Μπετόβεν και του Μπραμς, όπως και οι στίχοι του Σίλερ «Αγκαλιαστείτε, εκατομμύρια πλάσματα!» Οι μουσικοί, αδύναμοι από την πείνα, έπαιζαν με παλτό και σκούφους τις μελωδίες των Γερμανών κλασικών, οι θεατές τους παρακολουθούσαν ντυμένοι βαριά, μια και στα θέατρα δεν υπήρχε θέρμανση... Αυτή τη μουσική άκουγαν και στην άλλη πλευρά του μετώπου: όταν οι Γερμανοί δεν βομβάρδιζαν την πόλη ήταν κολλημένοι στα ραδιόφωνα. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν, ότι οι Ρώσοι ερμηνεύουν τη μουσική των εχθρών τους! Ότι συνέχισαν να αγαπάνε τον Μπετόβεν και τον Μπραμς!»
Δε θα σταθούμε ξανά στις εξωπραγματικές απαγορεύσεις εδώ και έξι μήνες έργων Ρώσων δημιουργών, αρκετά γελάσαμε. Δε θα σταθούμε στο γέλιο, αλλά στο φόβο, που παρά τις αντιδράσεις, παρά την αγανάκτηση επικράτησε και στην Ελλάδα, όπου μέχρι πρότινως η ρωσική κουλτούρα είχε την τιμητική της, όσο, μάλλον, σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης. Όπου στα θέατρα κυριαρχούσαν ο Τσέχωφ, ο Γκόγκολ, ο Τολστόι, όπου λάτρευαν την Αχμάτοβα, την Τσβετάγιεβα, τον Πάστερνακ και ιδιαίτερα τον Μαγιακόφσκι, όπου προσκινούσαν τη σοφία και τη μέθοδο των δύο εναπομείναντων διαδόχων του Στανισλάφσκι, Ανατόλι Βασίλιεφ και Αντόλφ Σαπίρο. Όπου, κατά την προσταγή ή την προτροπή εκ των έσω και των μέσα, αλλά και χωρίς καμιά άμεση υπόδειξη, από επιφυλακτικότητα και μόνο και σχεδόν αδιαμαρτύρητα, ακυρώθηκαν «ρωσικές» παραστάσεις, από τα ρεπερτόρια εξαφανίστηκαν τα έργα Ρώσων μουσικών και κόπηκε η επικοινωνία με το καθετί που περιείχε ψήγμα ρωσικού.
Σαφώς και η Ελλάδα δεν προβαίνει σε ακρότητες, όπως, για παράδειγμα, η Γαλλία με την πρόσφατη απόφαση να απαγορεύσει σε Ρώσους τουρίστες την πρόσβαση στο Κάστρο της Βενσέν, ή η Εσθονία με τη δήλωση της Πρωθυπουργού της χώρας Κάγια Κάλας, ότι «η επίσκεψη της Ευρώπης αποτελεί προνόμιο και όχι ανθρώπινο δικαίωμα και πρέπει να σταματήσει ο τουρισμός από τη Ρωσία αμέσως τώρα».
Αλλά, ο φόβος παραμένει φόβος. Άσχετα με ό, τι ψιθυρίζεται στο Διαδίκτυο, το οποίπο δίνει την ψευδαίσθηση ελευθερίας έκφρασης και κίνησης, για να προχωρήσεις σήμερα στον πραγματικό κόσμο απαιτείται πλέον κάτι που πιστεύαμε, ότι το έχουμε αφήσει πολύ πίσω, σε άλλοτινές εποχές: δεν κάνεις βήμα δίχως το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Τον 21 αιώνα παραβλέπουμε, ότι διώκεται η κουλτούρα ενός ολόκληρου έθνους.
Μήπως ήρθε η ώρα να θυμηθούμε για άλλη μια φορά τα λόγια του Γερμανού πάστορα Μάρτιν Νήμελερ: «Όταν οι ναζί πήραν τους κομμουνιστές, σιώπησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα, αφού δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης. Όταν πήραν τους συνδικαλιστές, σιώπησα, επειδή δεν ήμουν συνδικαλιστής. Όταν πήραν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί».
Και ερωτώ: σας αρέσει ο Τσαϊκόφσκι όσο σας αρέσει ο Μπραμς; Αγκαλιαστείτε, τότε, εκατομμύρια πλάσματα!
*Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασικός φιλόλογος