Γίνεται να πρωταγωνιστείς στο μεταγραφικό σκηνικό ενώ ταυτόχρονα φλερτάρεις με τη χρεωκοπία; Γίνεται να αποκτάς όποιον θες, ενώ αναγκάζεσαι να υποθηκεύσεις το μέλλον σου;
Γίνεται να πρωταγωνιστείς στο μεταγραφικό σκηνικό ενώ ταυτόχρονα φλερτάρεις με τη χρεωκοπία; Γίνεται να αποκτάς όποιον θες, ενώ αναγκάζεσαι να υποθηκεύσεις το μέλλον σου;
Η μεταγραφική δραστηριότητα της Μπαρτσελόνα έχει γεννήσει πολλά ερωτήματα. Ερωτήματα που δικαίως υφίστανται, είτε αφορούν το κομμάτι της νομιμότητας είτε εκείνο της ποδοσφαιρικής λογικής.
Ο Λαπόρτα μάζεψε τους καρπούς από το… δέντρο με τα λεφτά, που φέρνει εφιάλτες στους φίλους της ομάδας. Το ίδιο δέντρο από το οποίο αντλούσε ο Μπαρτομέου.
Το δέντρο που αποδείχθηκε πως «ποτίζεται» με τους πόρους από το μέλλον της Μπάρτσα κι έβαλε το πλην στον ισολογισμό της, οδηγώντας μέχρι και στην αποχώρηση του ανθρώπου που αποτελούσε τον άξονα γύρω από τον οποίον κινείτο ο «πλανήτης Μπαρτσελόνα», του Λιονέλ Μέσσι.
Για να αποφευχθεί η υπερβολή, προφανώς και η φετινή κινητικότητα της ομάδας ουδεμία σχέση έχει με τις οικονομικές υπερβάσεις των προηγούμενων χρόνων, όταν και η Μπαρτσελόνα διοικείτο από τον Μπαρτομέου, ο οποίος έμοιαζε με καπετάνιο που επίτηδες έστρεφε το πηδάλιο προς τα βράχια.
Η γενική εικόνα μοιάζει πολύ καλύτερη, αν κάποιος αναλογιστεί πως οι Καταλανοί ξόδεψαν για 6 ποδοσφαιριστές υψηλής κλάσης τους τελευταίους μήνες, όσα περίπου είχαν ξοδέψει προ τριετίας μόνο για τους Γκριεζμάν και Νέτο ή προ πενταετίας για τον Κουτίνιο.
Ξεκινάμε από τα καλά. Η Μπαρτσελόνα έψαχνε από πέρυσι έναν «Κεσιέ» για το κέντρο της. Το προηγούμενο καλοκαίρι, λεγόταν Βαϊνάλντουμ. Με τον Ολλανδό είχε μάλιστα φτάσει μια ανάσα από τον «γάμο», όταν η Παρί Σεν Ζερμέν του προσέφερε τα διπλάσια χρήματα, σε μία κίνηση που μάλλον οι Παριζιάνοι μετανιώνουν.
Ο Κεσιέ προσθέτει στοιχεία που δεν είχε πέρυσι ο άξονας των «Μπλαουγκράνα». Διαθέτει πλουραλισμό στο παιχνίδι του και μπορεί να αγωνιστεί τόσο στις υψηλότερες, όσο και τις χαμηλότερες ζώνες του κέντρου, ανάλογα με τον αντίπαλο, τις συνθήκες του αγώνα και τους συμπαίκτες που βρίσκονται κοντά του.
Μπορεί να κουβαλήσει αρκετά καλά τη μπάλα, είναι ιδιαίτερα ικανός στο πρέσινγκ, ξέρει να χρησιμοποιεί το αθλητικό σώμα του και έχει υψηλή αίσθηση του χώρου, τοποθετώντας τον εαυτό του στα μέτρα που ζητά ο προπονητής. Επιπλέον, ο Ιβοριανός λύνει τα χέρια του Τσάβι σε περίπτωση που αυτός αποφασίσει να παίξει ένα σύστημα με διπλό πίβοτ.
Η Μπαρτσελόνα διαθέτει πολλούς ικανούς κεντρικούς επιθετικούς, με τον Φεράν Τόρες και τον Ντεπάι να μπορούν να πλαισιώσουν κάλλιστα κάποιον εκ των Λεβαντόφσκι ή Ομπαμεγιάνγκ, αγωνιζόμενοι στα όρια της περιοχής και κουβαλώντας μπάλα σε ένα σύστημα σαν το 4-4-2.
Εκεί, ο Κεσιέ μπορεί να αναλάβει έναν «μαχητικό» ρόλο στο κέντρο δίπλα σε κάποιο δημιουργικό μέσο σαν τον Πέδρι και να προσφέρει ισορροπία. Στο αμυντικό κομμάτι, τον έχουμε δει αρκετές φορές να αναλαμβάνει προσωπικά κάποιον αντίπαλο και να του περιορίζει τις δημιουργικές αρετές.
Αποκτήθηκε ως ελεύθερος από την πρωταθλήτρια Μίλαν, με το κασέ του να μην ξεπερνά τα όρια της λογικής. Βρίσκεται σε πολύ καλή ηλικία (25), παραμένει εξελίξιμος και μοιάζει δύσκολο να αποτύχει.
Η Μπαρτσελόνα του Τσάβι πέρασε τη χρονιά με μια αμυντική γραμμή, που ναι μεν ήταν λιγότερο καταστροφική από ότι ήταν επί Κούμαν (κυρίως λόγω της βελτίωσης του Αραούχο και της πιο σταθερής κατά διαστήματα παρουσίας του Πικέ), όμως παρέμενε ξεκάθαρα ελλειπτική, τόσο ως προς την ποιότητα, όσο και προς το βάθος και την ευχέρεια επιλογών, δεδομένου ότι ο Μινγκέθα υπολογιζόταν και για το δεξί άκρο της άμυνας, ενώ οι Λενγκλέ και Ουμτιτί ήταν ουσιαστικά τελειωμένοι.
Έτσι, η προσθήκη του – ελεύθερου από την Τσέλσι – Κρίστενσεν, μόνο με καλό μάτι θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Ο Δανός πήγε στην Μπαρτσελόνα για να αποτελέσει μια ποιοτική επιλογή στα χέρια του Τσάβι και να ισχυροποιήσει τον ανταγωνισμό για το κέντρο της άμυνας.
Στην Τσέλσι απέδειξε πως είναι ένας παίκτης με σωστό τρόπο σκέψης και καλά σύγχρονα χαρακτηριστικά, που μπορεί να λειτουργήσει ιδανικά σε μια σωστά δομημένη άμυνα. Ήταν ίσως ο πιο βελτιωμένος παίκτης της ομάδας μετά την έλευση του Τόμας Τούχελ την χρονιά της κατάκτησης του Τσάμπιονς Λιγκ, αποτελώντας τον πυρήνα της αμυντικής τριάδας που επέλεγε ο Γερμανός.
Αγωνιζόταν ως κεντρικός στόπερ με την αρμοδιότητα της δημιουργίας από την πίσω γραμμή, όντας ένας από τους καλύτερους οργανωτικά αμυντικούς της Πρέμιερ Λιγκ, με πάσες προς τον άξονα αλλά και με απευθείας διαγώνιες μπαλιές στα εξτρέμ.
Είναι αξιοπρεπής στα αμυντικά του καθήκοντα, ενώ αντιμετωπίζει με ψυχραιμία το αμυντικό transition, στοιχείο που έλειπε από την Μπαρτσελόνα των τελευταίων ετών.
Στην Εθνική Δανίας έχει αγωνιστεί σε όλες τις πιθανές θέσεις του κέντρου της άμυνας, υπό τις οδηγίες του Κάσπερ Χιούλμαντ. Έχει παίξει ως αριστερό στόπερ σε τετράδα δίπλα στον Κιάερ, ως δεξί δίπλα στον Άντερσεν, ενώ αποτελεί «μπαλαντέρ» τις φορές που οι Σκανδιναβοί αγωνίζονται σε διάταξη με τρεις στην άμυνα.
Όπως και ο Κεσιέ, ο Κρίστενσεν δεν κόστισε στην Μπαρτσελόνα, που τον απέκτησε ελεύθερο, όμως δίνει ποιοτικό βάθος και αποτελεί ποδοσφαιριστή που θα δώσει τη δική του μάχη ώστε να κερδίσει θέση στην βασική ενδεκάδα.
Η Μπαρτσελόνα ήταν σχεδόν… καταδικασμένη να διεκδικήσει τον Ζιλ Κουντέ. Όπως και να’ χει, ο Γάλλος κεντρικός αμυντικός είναι αυτό που λέμε «της μόδας». Συνεπώς, μια ομάδα που αναζητούσε ενίσχυση κι έπασχε στον πυρήνα της πίσω γραμμής, δεν μπορούσε παρά να ασχοληθεί με την περίπτωσή του.
Ο νεαρός διεθνής με τα εντυπωσιακά κουρέματα «ανάγκασε» τους Καταλανούς να ξοδέψουν ακόμη 50 εκατομμύρια, στην τελευταία χρονικά μεταγραφή τους. Ο Κουντέ όμως, δεν είναι ούτε αυτό που αποκαλούμε «εγγύηση», ούτε καν αυτό που πολλοί νομίζουν ότι είναι.
Βλέποντας τον κόσμο από το 1,78, είναι κοντύτερος κατά 1.5 περίπου εκατοστό από τον μέσο Γάλλο που θα αντικρίσει κανείς κάνοντας μια βόλτα στο Παρίσι ή την Μασσαλία και δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτοχος ενός σώματος που παραπέμπει σε κλασικό στόπερ.
Με τον Κουντέ, ο Τσάβι προσθέτει στη γραμμή της άμυνας έναν παίκτη με εντελώς διαφορετικές δυνατότητες από τους υπόλοιπους. Στο τακτικό κομμάτι έχει να προσφέρει ξεχωριστά στοιχεία, αλλά αντίστοιχα έχει και διαφορετικές απαιτήσεις.
Είναι ταχύς και διακρίνεται κατά κύριο λόγο για τα κουβαλήματα της μπάλας από τα χαμηλά μέτρα, αλλά και για τα σπάνια για την θέση underlap ή ακόμα και overlap, που συχνά πραγματοποιεί, όταν η ομάδα του ψάχνει τέρμα και ζητά ενίσχυση από τα πλάγια.
Στη Σεβίλλη αγωνιζόταν ως δεξιός στόπερ σε δίδυμο με τον Κάρλος όταν η ομάδα του αμυνόταν, ενώ είχε τον ίδιο ρόλο αλλά σε τριάδα (με τον Ντιλέινι να οπισθοχωρεί και να γίνεται κεντρικό στόπερ) όταν είχε τη μπάλα.
Συμμετείχε αρκετά ενεργητικά στην επίθεση, συνεργαζόμενος συχνά με τον δεξιό μπακ-χαφ Χεσούς Νάβας κι έδινε περισσότερες επιλογές στους συμπαίκτες του.
Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί πιστεύουν, ο Κουντέ δεν είναι ένας αμυντικός που διακρίνεται για τις δημιουργικές του αρετές. Κοιτώντας τα στατιστικά του κάποιος, καταλαβαίνει πως ο αριθμός και τα ποσοστά των μακρινών μπαλιών του είναι αρκετά ικανοποιητικά, όμως αναλύοντας περαιτέρω βλέπουμε πως αφορούν κατά κύριο λόγο οριζόντιες μεγάλες πάσες χωρίς πίεση και κοντά στην περιοχή.
Είναι αρκετά ψύχραιμος με την μπάλα στα πόδια και δεν πραγματοποιεί πολλά λάθη στις κοντινές πάσες, όμως δεν ξεχωρίζει για την ευστοχία του στις προωθητικές μεγάλες μπάλες. Αυτό μπορεί συχνά να οδηγήσει σε απώλειες κατοχής μετά από σωστό πρεσάρισμα του αντιπάλου. Απώλειες μάλιστα στο μεσαίο ή και το πρώτο τρίτο της ομάδας, που συχνά αποδεικνύονται ιδιαίτερα επικίνδυνες.
Στα καθαρά αμυντικά του καθήκοντα, ο Γάλλος αξιοποιεί την ευστροφία, την καλή του αντίληψη και τα γρήγορα πόδια του ώστε να επιβάλλεται στο ένας με έναν μακριά από τη μπάλα, μην αφήνοντας τον εκάστοτε αντίπαλο να πραγματοποιήσει ελιγμούς ή προσποιήσεις που θα του δώσουν πλεονέκτημα.
Σε καταστάσεις «man to man» σε ανοιχτό γήπεδο με τον επιτιθέμενο να είναι κάτοχος της μπάλας, επιλέγει να μην βιαστεί να προβεί σε τζαρτζάρισμα ή τάκλιν, αλλά να ποντάρει στην ταχύτητά του για να ωφεληθεί.
Στις οργανωμένες άμυνες αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα όταν ο αντίπαλος κλείνει την ομάδα του στα καρέ της και έτσι μπορεί να υποπέσει σε μερικές λάθος τοποθετήσεις, δεδομένο που στην Βαρκελώνη πρέπει να είναι… έτοιμοι να αντιμετωπίσουν.
Ο Κουντέ δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας κακός αμυντικός, όμως είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Μπορεί να αποτελέσει μια επιτυχημένη μεταγραφή εάν ο Τσάβι και οι άνθρωποι της Μπάρτσα είναι έτοιμοι να προσαρμόσουν τα πλάνα τους, γνωρίζοντας καλά τι μπορεί και τι δεν μπορεί να προσφέρει, όμως μπορεί να αποτελέσει και… φιάσκο αν δεν τύχει σωστού χειρισμού.
Η αγορά του Βραζιλιάνου από την Λιντς έμοιαζε αρχικά να εξαρτάται από δύο παράγοντες. Ο πρώτος ήταν ο πιθανός υποβιβασμός του αγγλικού συλλόγου, που αν συνέβαινε θα έριχνε αυτόματα τις οικονομικές απαιτήσεις και θα καθιστούσε πολύ ευκολότερη την περίπτωσή του και ο δεύτερος ήταν η πιθανή μη ανανέωση του Ουσμάν Ντεμπελέ, που ήθελε να τσεκάρει την αξία του στην αγορά ως ελεύθερος και αρχικά ζητούσε… τον ουρανό με τ’ άστρα για να ανανεώσει.
Η Λιντς τελικά δεν υποβιβάστηκε, ο Ντεμπελέ εντέλει ανανέωσε το συμβόλαιό του (βέβαια με πιο ευνοϊκούς για την Μπάρτσα όρους), όμως ο Ραφίνια ντύθηκε έτσι κι αλλιώς στα «μπλαουγκράνα», έναντι ποσού που πλησιάζει τα 60 εκατομμύρια ευρώ και ξεπερνά το όριο που ανεμενόταν πως θα μπορούσαν να ξοδέψουν για έναν ποδοσφαιριστή οι Ισπανοί.
Όντας αριστεροπόδαρος, ο Ραφίνια μπορεί να αγωνιστεί και στα δύο «φτερά», όμως προτιμά να παίζει ως ανεστραμμένος εξτρέμ στα δεξιά. Συνήθως αρέσκεται στο να ξεκινά τις προσπάθειές του κοντά στη γραμμή του πλαγίου.
Ως αποτέλεσμα, δημιουργούνται συχνά συνθήκες για «ένας με έναν» με τον αντίπαλο οπισθοφύλακα, τις οποίες εκμεταλλεύεται με την ταχύτητα και την ευελιξία που διαθέτει στη… βραζιλιάνικη φαρέτρα του, αλλά και με πάσες σε συμπαίκτες μπακ που κάνουν underlap ή μέσους που προωθούνται στην περιοχή.
Με τον 25χρονο από το Πόρτο Αλέγκρε η Μπαρτσελόνα αποκτά μεγαλύτερο πλάτος στην επίθεσή της. Δημιουργεί κενό στις παρυφές και τα ενδότερα της μεγάλης περιοχής, φτιάχνοντας χώρο για κάθετα τρεξίματα από τους μέσους.
Τρεξίματα που ο Τσάβι ζητούσε από πέρυσι να πραγματοποιούν οι παίκτες του κέντρου σαν τον Γκάβι ή τον Ντε Γιονγκ, ενώ στα φιλικά έχει παρόμοια απαίτηση και από τον Κεσιέ.
H απόκτηση του Ραφίνια στέλνει τον πολύ ανεβασμένο Ντεμπελέ στην αριστερή πτέρυγα, καθότι μπορεί να αγωνιστεί εκεί εξίσου αποτελεσματικά όντας αμφιδέξιος. Ο Τσάβι υπολογίζει για τα πλάγια και στον Φάτι, που είναι ικανός να προσφέρει πολλά αν παραμείνει υγιής, ενώ εκεί μπορούν να αγωνιστούν και οι Φεράν Τόρες και Ντεπάι, που υπολογίζονταν πέρυσι κυρίως για την θέση στην αιχμή του δόρατος.
Απέναντι στη Γιουβέντους ο Τσάβι δοκίμασε να ξεκινήσει στα αριστερά τον Ομπαμεγιάνγκ, ο οποίος όμως δεν απόκτησε ποτέ επιρροή στο παιχνίδι της Μπαρτσελόνα κι έδειξε πως τα χρόνια της ποδοσφαιρικής του νιότης, που έβρισκαν τον Γκαμπονέζο να αγωνίζεται με άνεση στην πλευρά, μάλλον έχουν περάσει.
Η μεταγραφή του Βραζιλιάνου δεν είναι παράλογη. Ούτε παράτολμη δεν θα μπορούσε ακριβώς να χαρακτηριστεί. Στην Πρέμιερ Λιγκ μέτρησε δύο σεζόν με αξιοπρεπέστατους αριθμούς σε απειλή και δημιουργία, αγωνιζόμενος μάλιστα σε ρόλο που δεν είναι κατ’ εξοχήν απειλητικός, ειδικά δεδομένου του ότι έπαιζε σε μια ομάδα αουτσάιντερ.
Το ποσό της μεταγραφής δημιουργεί πράγματι ερωτηματικά, ωστόσο το αγωνιστικό προφίλ του Ραφίνια και η δοκιμασμένη του ποιότητα καθιστούν την κίνηση στοχευμένη στο καθαρά αγωνιστικό κομμάτι.
Κράτησε μήνες. Στην αρχή έμοιαζε σχεδόν αστείο, όμως στην πορεία τα δεδομένα άλλαξαν. Η «Λεβαντοφσκειάδα», που ήταν πιθανώς το μεγαλύτερο μεταγραφικό σίριαλ του τρέχοντος καλοκαιριού, είχε αίσιο τέλος και βοήθησε να συνάγουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα.
Οι τακτικές αναλύσεις προφανώς περισσεύουν όταν μιλάμε για έναν ποδοσφαιριστή του διαμετρήματος και των «εξωγήινων» δυνατοτήτων του Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι. Η μεταγραφή του Πολωνού χρίζει σχολιασμού κυρίως για τα μηνύματα που πέρασε σχετικά με την «Μπάρτσα», το πρεστίζ και την πολιτική της.
Ο τύπος που έχει κερδίσει την Μπαρτσελόνα 4 στις 5 φορές που την αντιμετώπισε, ο τύπος που ήταν παρών στην πιο ταπεινωτική νύχτα της ιστορίας της (το αλησμόνητο 8-2) και φορούσε το μπλουζάκι του νικητή, πέρασε τους 2 πρώτους μήνες του 34ου καλοκαιριού της ζωής του και του 9ου της βαυαρικής του καριέρας, ρισκάροντας την υστεροφημία του στο Μόναχο και παρακαλώντας να παραχωρηθεί στους ακόμη πάσχοντες «Μπλαουγκράνα».
Αυτό είναι, όμως, το μεγαλείο του συλλόγου. Το μεγαλείο που έπεισε τον Κεσιέ να αφήσει την πρωταθλήτρια Μίλαν, τον Κρίστενσεν να αφήσει την Πρέμιερ Λιγκ, τον Κουντέ να απορρίψει την Τσέλσι, τον Ραφίνια να αρνηθεί καλύτερες οικονομικά προτάσεις. Το μεγαλείο που «ψήνει» τον Μπερνάρντο Σίλβα να αφήσει τον σημαντικό του ρόλο στην ενδεχομένως καλύτερη ομάδα του κόσμου, το μεγαλείο που κρατά τον Ντε Γιονγκ στο «Καμπ Νου», παρά τις πιέσεις της διοίκησης.
Η μεταγραφή του γεννημένου αθλητή Λεβαντόφσκι, που σκέφτεται το ποδόσφαιρο ακόμα κι όταν κοιμάται, φανερώνει πολλά και για την πολιτική του Λαπόρτα. Ή μάλλον την αναδεικνύει στο μέγιστο βαθμό. Ο «Λέβα» σε λίγες εβδομάδες σβήνει 34 κεράκια. Ακόμη και αν το κάνει σε μία τούρτα που…. μάλλον δεν θα φάει, ο χρόνος παραμένει αμείλικτος ακόμα και για τους απόλυτους επαγγελματίες. Το πιθανότερο είναι να συνεχίσει να πυροβολεί και στα 34 και στα 35. Όχι για πολύ παραπάνω όμως.
Η πολιτική της Μπαρτσελόνα παραπέμπει κάπως σε… NBA. Εκεί που οι ομάδες ακολουθούν τον δρόμο του «Win Now», δηλαδή της άμεσης διεκδίκησης της κορυφής με κάθε κόστος ή του «Rebuilding», δηλαδή της στροφής στο νεανικό στοιχείο, που δεν εγγυάται πρωταθλήματα αλλά ένα καλύτερο μέλλον.
Παρότι οι Καταλανοί βρίσκονται σε μια φάση που το δεύτερο θα έμοιαζε πιο λογικό, λόγω των ποιοτικών νεαρών και της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, αυτοί επέλεξαν να επιδιώξουν την άμεση νίκη. Τα 45 εκατομμύρια δόθηκαν ουσιαστικά μόνο για τις υπηρεσίες που θα προσφέρει φέτος ο Λεβαντόφσκι, καθώς σε έναν χρόνο έμενε έτσι κι αλλιώς ελεύθερος από την Μπάγερν.
Ο Λαπόρτα δεν έβγαλε απλά χρήματα που βρίσκονταν στον κανονικό ισολογισμό της ομάδας, αλλά επέλεξε να υποθηκεύσει σημαντικά ποσοστά από τα κέρδη του «αύριο», πουλώντας κομμάτια χορηγικών συμφωνιών και δικαιωμάτων των επόμενων χρόνων σε… τιμή ευκαιρίας.
Και όλα αυτά για να ενισχύσει άμεσα την ομάδα, ώστε να στοχεύσει απευθείας στις κορυφές. Τίποτα όμως δεν εγγυάται το αύριο. Στην χειρότερη περίπτωση, η Μπαρτσελόνα θα αποτύχει τους άμεσους στόχους τις και θα πορευτεί στο μέλλον με πολύ μειωμένα κέρδη (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), και στην καλύτερη, απλά θα προσθέσει κάποιες κούπες στην τροπαιοθήκη της.
«Η ζωή είναι μεγάλη, μη την κάνεις καρναβάλι» τραγουδούσαν στο «Χάρτινο τσίρκο» το 1996 οι «Τρύπες». «Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή», θα απαντούσε σήμερα ο Λαπόρτα.
Η Μπαρτσελόνα έμπλεξε σε πολλά σίριαλ, με τα περισσότερα να αφορούν μεταγραφές. Το χρονικό της ανανέωσης του Ουσμάν Ντεμπελέ όμως, ανήκει αναμφισβήτητα στην κατηγορία των θεμάτων που απασχόλησαν περισσότερο τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ.
Ο Γάλλος πέρασε τα πρώτα χρόνια της καριέρας του στην Καταλονία μεταξύ προπονητικού και ιατρικού κέντρου. Η αδιάφορη στάση του και η έλλειψη φιλοδοξιών «φώναζε» τόσο στο γήπεδο, όσο και στο σώμα του.
Η έλευση του Τσάβι στον πάγκο όμως, μοιάζει να γύρισε πολλούς «διακόπτες» στο κεφάλι του Ντεμπελέ, που εδώ και μήνες αποδεικνύει πως σφύζει από ταλέντο και όταν είναι προσηλωμένος μπορεί να αποτελέσει έναν πλάγιο παγκόσμιας κλάσης.
Η βελτίωσή του δεν είναι αποτέλεσμα καλής φόρμας, που μπορεί να σταματήσει από την μία στιγμή στην άλλη. Ο Ντεμπελέ μοιάζει σαν να επανάκτησε τον παλιό του αλτρουισμό.
Να σταμάτησε να ενδιαφέρεται για την επίτευξη του καλύτερου προσωπικού αποτελέσματος με την μικρότερη προσπάθεια και να συνειδητοποίησε πως με περισσότερη δουλειά και αφοσίωση θα κατακτήσει αυτά που θέλει. Δεν ξέρουμε τι του είπε ο Τσάβι. Δεν ξέρουμε πώς κατάφερε να τον εμπνεύσει, όμως ξέρουμε ότι το έκανε. Ο «Ντεμπούζ» του Τσάβι είναι ένας διαφορετικός ποδοσφαιριστής από αυτόν που πληρωνόταν για να συχνάζει στους γιατρούς και να «καίγεται» στις κονσόλες.
Ο Τόμας Τούχελ είχε κάποτε πει πως ο Ντεμπελέ είναι ο παίκτης με τη μεγαλύτερη «εργαλειοθήκη» από αυτούς που είχε προπονήσει. Αμφιδέξιος, με μοναδική εκρηκτικότητα μετά την πρώτη επαφή, κορυφαία γρήγορη ντρίμπλα και δημιουργικές ικανότητες που ελάχιστοι εξτρέμ στον κόσμο μπορούν να υπερηφανευθούν πως έχουν, ο 25χρονος είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους παίκτες της γενιάς του.
Οι αριθμοί του στις προσπεράσεις ξεπερνούν τους αντίστοιχους κάθε… Λατινοαμερικάνου του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, με την ταχύτητα και την ικανότητά του να κινηθεί με την ίδια άνεση προς όλες τις πλευρές του γηπέδου να τον καθιστούν έναν από τους πιο «πρακτικούς» ντριμπλέρ των τελευταίων χρόνων.
Η τρομερή αντίληψη του χώρου στο τελευταίο τρίτο, η εκπληκτική τεχνική στην πάσα, καθώς και η ικανότητά του να διαβάζει το παιχνίδι και τις κινήσεις των συμπαικτών του, τον καθιερώνουν στο «πάνθεον» των δημιουργών, μαζί μονάχα με μεσοεπιθετικούς της «ελίτ».
Έτσι, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η ανανέωση της συνεργασίας της Μπαρτσελόνα με αυτόν τον Ντεμπελέ, έχει να δώσει πολλά στην επιθετική λειτουργία της ομάδας. Μοναδικό ζητούμενο είναι πια η διάρκεια, κάτι που είναι μόνο στο χέρι του Γάλλου και της ιδιοσυγκρασίας του.
Οι Καταλανοί ολοκλήρωσαν με επιτυχία το καλοκαιρινό τους τουρνέ στις Ηνωμένες Πολιτείες με την νίκη τους κόντρα στους Νιου Γιορκ Ρεντ Μπουλς τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής (31/7). Ένα τουρνέ που έδωσε την ευκαιρία στον Τσάβι να δοκιμάσει πρόσωπα και τακτικές, καθώς και σε εμάς να κατανοήσουμε τα πρώτα πλάνα του τεχνικού από την Τεράσα.
Η Μπαρτσελόνα έδειξε μια γενικώς καλή εικόνα σε όλα της τα παιχνίδια, μετρώντας συνολικά 3 νίκες και 1 ισοπαλία, και έχοντας 11 γκολ ενεργητικό, ενώ δέχτηκε μόλις 2 τέρματα. Ξεκίνησε με άνετη νίκη απέναντι στην Ίντερ Μαϊάμι του προέδρου Ντέιβιντ και του ποδοσφαιριστή Ρομέο Μπέκαμ (0-6), συνέχισε με κυριαρχική εμφάνιση και νίκη σε φιλικό «Ελ Κλάσικο» (0-1), έφερε ισοπαλία με την Γιουβέντους όντας αρκετά καλύτερη (2-2) και τέλος επιβλήθηκε των Νιου Γιορκ Ρεντ Μπουλς (0-2).
Η επιλογή των προσώπων που συντελούσαν τις βασικές αμυντικές γραμμές της ομάδας ξεκινούσε από ένα γεγονός. Την σημαντικότατη έλλειψη στο δεξί άκρο. Αριθμητικά η Μπάρτσα είναι καλυμμένη, όμως στην πράξη οι Ρομπέρτο και Ντεστ συναγωνίζονται για το ποιος θα αποβεί περισσότερες φορές… μοιραίος για την ομάδα.
Έτσι, ο Ρόναλντ Αραούχο καλείται να αντικαταστήσει τους δύο παίκτες που έχουν αποδειχτεί ανεπαρκείς και αγωνίζεται ως δεξιός οπισθοφύλακας. Σαν να μην έμαθε από τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος και την δεδομένα λάθος μετατόπιση του Μινγκέθα στην πλευρά, η Μπαρτσελόνα αποφάσισε να μην ενισχυθεί στην θέση που πραγματικά πονά, αλλά να «θυσιάσει» τον Αραούχο.
Γιατί περί θυσίας πρόκειται, όταν o ύψους 1,88 Ουρουγουανός, ο οποίος αποτελεί το κορυφαίο αμυντικό προϊόν που ανέδειξε τα τελευταία χρόνια η Μπάρτσα, αγωνίζεται σε μία θέση στην οποία δεν μπορεί να αξιοποιήσει τα δυνατά του σημεία.
Ο Αραούχο είναι «δώρο Θεού» για την ομάδα της Καταλονίας. Από όταν εδραιώθηκε στην πρώτη ομάδα έγινε η μοναδική αιτία για χαμόγελα σχετικά με την αμυντική γραμμή και μέχρι σήμερα, μόνο βελτίωση έχει να επιδείξει. Δεν είναι όμως μπακ. Δεν έχει τα χαρακτηριστικά που απαιτεί στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αυτή η θέση.
Δεν έχει τα overlap, την ντρίμπλα, την επαφή με τη μπάλα και δεν είναι ούτε κατά διάνοια δημιουργός. Είναι απλά παράλογο να θες να καθιερωθείς ξανά στην κορυφή της Ευρώπης και η απάντηση στον Άρνολντ, τον Τζέιμς, τον Χακίμι και τον Γουόκερ να είναι ένας μετατοπισμένος στόπερ που νιώθει… αμήχανα όταν καλείται να δημιουργήσει.
Ο «κατσαρομάλλης» από την Ριβέρα μπορεί να εξελιχθεί (αν δεν είναι ήδη) σε έναν από τους καλύτερους κεντρικούς αμυντικούς στον κόσμο. Οτιδήποτε τον εμποδίσει να το κάνει, λογίζεται σαν ποδοσφαιρικό… έγκλημα.
Σχετικά με το αριστερό άκρο, ο Ζόρντι Άλμπα δεν έδειξε να απέχει ιδιαίτερα από τον παίκτη που γνωρίζουμε τον τελευταίο καιρό, με ό,τι θετικό και αρνητικό αυτό συνεπάγεται. Άξια αναφοράς είναι η παρουσία του 18χρονου Άλεξ Μπαλντέ, που πήρε ξανά ευκαιρίες από τον πάγκο κι έδειξε πως έχει τα στοιχεία να καθιερωθεί ως εναλλακτική λύση.
Ταχύς, με καλή κοντινή πάσα κι αίσθηση του χώρου, ο νεαρός από τη «Μασία» χρειάζεται να προσθέσει απλά λίγη περαιτέρω ποιότητα στο παιχνίδι του για να εισχωρήσει για τα καλά στα πλάνα του Τσάβι.
Όσον αφορά το κέντρο της άμυνας, το δίδυμο των Γκαρσία και Κρίστενσεν ήταν αυτό που πρωταγωνίστησε, ξεκινώντας και στα 4 φιλικά. Κανείς δεν μπορεί να πει πως οι δυο τους τα πήγαν άσχημα. Για την ακρίβεια η αμυντική συγκομιδή των 0.5 γκολ παθητικό ανά παιχνίδι φανερώνει το αντίθετο. Στον χρόνο που αγωνίζονταν μαζί, δέχτηκαν μόλις ένα γκολ, από τον Μόιζε Κιν.
Στο συγκεκριμένο τέρμα η ευθύνη βαραίνει απόλυτα τον Σερτζίνιο Ντεστ, που αντί να μαρκάρει τον αριστερό εξτρέμ Κουαδράδο, ο οποίος έμπαινε τρέιλερ στην περιοχή, επέλεξε να παίξει άμυνα από απόσταση στον Λοκατέλι και να αφήσει ανενόχλητο τον Κολομβιανό να υποδεχτεί και να πασάρει.
Οι Γκαρσία και Κρίστενσεν μπορεί να έδειξαν μερικά δείγματα έλλειψης χημείας στις σετ άμυνες (γεγονός απολύτως λογικό), όμως η σταθερότητά τους στο αμυντικό transition και η αρμονική τους συνύπαρξη όταν η Μπαρτσελόνα είχε την κατοχή (με τον Ισπανό να κουβαλά την μπάλα προς τα μπρος και τον Δανό να πραγματοποιεί γεμίσματα), έβαλαν θετικό πρόσημο στην συνεργασία τους.
Όλα αυτά βέβαια μπορεί να αλλάξουν με την προσθήκη του Ζιλ Κουντέ στα πλάνα του προπονητή. Ενός παίκτη, που όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα ολόκληρης της αμυντικής λειτουργίας.
Η άμυνα άξιζε ειδική αναφορά, αφού εδώ και χρόνια αποτελεί… μόνιμο παράπονο των φίλων της «Μπάρτσα», όμως η προετοιμασία στις ΗΠΑ μάς βοήθησε να καταλήξουμε και σε άλλα συμπεράσματα και παρατηρήσεις:
Πολλά είναι τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, που θέλουν τον Τσάβι να εντάσσει το 3-4-3 στα πλάνα του για τη νέα σεζόν. Δεν είναι παράλογο.
Ο προπονητικός εγκέφαλος του Τσάβι μπορεί να γαλουχήθηκε σε έναν τεράστιο βαθμό από τον λάτρη των διατάξεων με 4 αμυντικούς, Πεπ Γκουαρντιόλα, όμως αυτή ακριβώς είναι η αιτία που ο 42χρονος έμαθε πως πρέπει να τολμά, να κινείται κάποιες φορές έξω από τα «νερά» του και να εξελίσσεται.
Ακόμα και ο Πεπ δοκίμασε στο φινάλε της μπλαουγκράνα πορείας του να χρησιμοποιήσει συστήματα με 3 στην άμυνα, ενώ μετέπειτα τα ενέταξε και στη φαρέτρα του στην Μπάγερν.
Ο Τσάβι μάλιστα το έκανε συχνά και στο Κατάρ, όταν έκανε το... αγροτικό του στην Αλ Σαντ. Χρησιμοποιούσε τόσο το 3-4-2-1 με δύο δημιουργικούς επιτελικούς χαφ (συνήθως Καθόρλα, Τάμπατα) και έναν κεντρικό επιθετικό, ο οποίος αποτελούσε στόχο (συνήθως τον Μπουέντια), όσο και το 3-4-1-2, όπου αφαιρείτο ο ένας εκ των δύο δημιουργών και την θέση του έπαιρνε ένας «ευέλικτος» σέντερ φορ σαν τον Αντρέ Αγιού.
Ο άλλοτε θρυλικός μέσος της Μπαρτσελόνα ήξερε πολύ καλά τι έκανε στα 2,5 χρόνια του στην Ανατολή. Βελτιωνόταν, αποκτούσε γνώσεις και μετέτρεπε το «παικτικό» του μυαλό σε προπονητικό. Ακούγεται παράδοξο, αλλά πήγαινε από την πράξη στην θεωρία, μετάβαση που η ιστορία άλλων προπονητών δείχνει πως δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται.
Αναλύοντας το υλικό της Μπαρτσελόνα, καθώς και τους παίκτες που φαίνεται πως έχει στην κορυφή της λίστας της για τον υπόλοιπο μεταγραφικό σχεδιασμό (Αλόνσο και Αθπιλικουέτα), η πρόβλεψη για χρήση του 3-4-3 ή κάποιου παρεμφερούς συστήματος, μόνο παράλογη δεν είναι.
Οι δύο προσθήκες στην άμυνα (Κουντέ και Κρίστενσεν), όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, είναι παίκτες απόλυτα εξοικειωμένοι με την τριάδα, ενώ συγκεκριμένα ο Γάλλος μοιάζει… εξαρτημένος από την ελευθερία που προσφέρει στον δεξιό σέντερ μπακ το συγκεκριμένο σύστημα.
Στην περίπτωση του Δανού, ο πρώην παίκτης της Τσέλσι θα ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος αν του δινόταν και στο «Καμπ Νου» η ευκαιρία να αγωνιστεί ως κεντρικός στόπερ, με ευθύνη δημιουργίας από τα μετόπισθεν.
Στα μπακ χαφ ο Άλμπα μοιάζει ικανός να ανταπεξέλθει στις συνθήκες του 3-4-3 (το έκανε καλά ανά διαστήματα επί Κούμαν), ενώ η απόκτηση του Σέζαρ Αθπιλικουέτα, που μοιάζει πεπεισμένος να μεταγραφεί στην «Μπάρτσα», είναι το σενάριο στο οποίο ελπίζουν οι άνθρωποι της ομάδας σχετικά με το δεξί άκρο του άξονα.
Ακόμη και να μην ολοκληρωθεί ωστόσο η μετακίνηση του έμπειρου Ισπανού από την Τσέλσι, η σχετική κάλυψη που παρέχει στα μπακ χαφ η τριάδα της άμυνας μπορεί να ευνοήσει τον Σερτζίνιο Ντεστ.
Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως το 3-4-3 ενδέχεται να είναι η λύση του Τσάβι στον «πονοκέφαλο» που προκαλούν οι αρκετοί ποιοτικοί (και υψηλόμισθοι) ποδοσφαιριστές που έχουν συσσωρευτεί στις θέσεις της επίθεσης.
Συγκεκριμένα, σενάρια θέλουν τον Ραφίνια να υπολογίζεται για τη θέση του πλάγιου δίπλα στα χαφ, καθώς στην Λιντς απέδειξε πως είναι ιδιαίτερα ικανός για τα δεδομένα της θέσης του στις αμυντικές τοποθετήσεις. Μια τέτοια εξέλιξη θα έφερνε πιθανώς τον Ντεμπελέ ξανά στην θέση του δεξιού εξτρέμ και θα απελευθέρωνε χώρο για τον Άνσου Φάτι στο βασικό σχήμα.
Δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τον λόγο πίσω από τη βιασύνη και τα ρίσκα της διοίκησης Λαπόρτα. Το θέμα δεν είναι τα ποσά που δαπανήθηκαν και το 2022 δεν προκαλούν τόσο μεγάλη έκπληξη για μία κορυφαία ομάδα, αλλά τα ποσοστά, τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τα χρήματα του μέλλοντος, που η Μπαρτσελόνα πούλησε ούτως ώστε να αποκτήσει εδώ και τώρα το υλικό που επιθυμεί.
Υλικό που δεν δίνει στους ανθρώπους της ομάδας απλά «δικαίωμα» στο όνειρο, αλλά τους… υποχρεώνει να ονειρεύονται και μάλιστα να πετύχουν. Ο Τσάβι μοιάζει ικανός. Η ομάδα μοιάζει πεπεισμένη. Το ρόστερ είναι νεανικό και πλέον αρκετά πλήρες.
Στόχος του Λαπόρτα είναι να μην αποδειχθεί…. άξιος συνεχιστής της προηγούμενης διοίκησης και να επαναφέρει την ομάδα εκεί που την είχε εδραιώσει στην πρώτη θητεία του.
Η κατάσταση στην πανέμορφη πόλη της Καταλονίας επιτρέπει τον ενθουσιασμό, όμως επιβάλει την ανησυχία. Τα υπόλοιπα στο γήπεδο, προσεχώς...
naftemporiki.gr