Σε μια εκστρατεία για την συσπείρωση των ψηφοφόρων τους επιδίδονται η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές το 2023 και δεν υπάρχουν περιθώρια για καλοκαιρινή χαλάρωση. Οι δύο «μονομάχοι» στοχεύουν όχι μόνο στο παραδοσιακό τους ακροατήριο αλλά φλερτάρουν και ένα πιο κεντρώο κοινό, καθώς είναι ιδιαίτερα πιθανό η χώρα να οδηγηθεί σε διπλές κάλπες την επόμενη χρονιά.
Σε μια εκστρατεία για την συσπείρωση των ψηφοφόρων τους επιδίδονται η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές το 2023 και δεν υπάρχουν περιθώρια για καλοκαιρινή χαλάρωση. Οι δύο «μονομάχοι» στοχεύουν όχι μόνο στο παραδοσιακό τους ακροατήριο αλλά φλερτάρουν και ένα πιο κεντρώο κοινό, καθώς είναι ιδιαίτερα πιθανό η χώρα να οδηγηθεί σε διπλές κάλπες την επόμενη χρονιά.
Υπενθυμίζεται πως η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα γίνει με την απλή αναλογική, ενώ σε περίπτωση που δεν προκύψει κυβέρνηση θα υπάρξει εκ νέου προσφυγή στις κάλπες. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση η κατάκτηση της αυτοδυναμίας κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι, καθώς το πρώτο κόμμα -με βάση τον εκλογικό νόμο που ψηφίστηκε το 2020- θα πρέπει να πιάσει ένα ποσοστό κοντά στο 37.5% με 38%.
Μέσα σε αυτό το ρευστό σκηνικό - και ενώ όλα δείχνουν πως έρχεται δύσκολος χειμώνας - τα κόμματα χαράσσουν την στρατηγική, με την οποία θα πορευθούν στο δρόμο προς τις επόμενες κάλπες. H Νέα Δημοκρατία προτάσσει μια σειρά διλημμάτων, όπως για παράδειγμα «σταθερότητα ή περιπέτειες» και «πρόοδος ή συντήρηση», ενώ βασικό σύνθημα θα είναι το «δίπλα στον πολίτη». Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ προτάσσει την ανάγκη για «πολιτική αλλαγή» και «προοδευτική διακυβέρνηση», επισημαίνοντας πως χρειάζεται αλλαγή σελίδας καθώς η κυβέρνηση έχει αποτύχει στη διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων (πανδημία, ενέργεια, οικονομία κ.α.).
Στενούς δεσμούς με το χώρο του κέντρου θέλει να διατηρήσει η Νέα Δημοκρατία και στο πλαίσιο αυτό θα συνεχιστούν τα πολιτικά ανοίγματα. Αδιαμφισβήτητα κεντρικός στόχος είναι να συσπειρωθεί η «γαλάζια» εκλογική βάση και να αποφευχθούν διαρροές στην κάλπη της απλής αναλογικής (η οποία ευνοεί την χαλαρή ψήφο).
Από εκεί και πέρα ωστόσο θα δοθεί μια μάχη για την σύσφιξη των σχέσεων με κεντρώους ψηφοφόρους που το 2019 είχαν ψηφίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη αλλά δεν διατηρούν επαφή με το κόμμα. Οι σχέσεις με το λεγόμενο εκσυγχρονιστικό κέντρο παραμένουν στενές, με το κυβερνών κόμμα να επιθυμεί τη διατήρηση των διαύλων επικοινωνίας με αυτό το ακροατήριο.
Παράλληλα στη Νέα Δημοκρατία εστιάζουν και στη μεσαία τάξη και ενόψει της ΔΕΘ αναζητούν ένα πακέτο μέτρων στοχευμένο στο συγκεκριμένο ακροατήριο. Το βασικό ζητούμενο είναι βέβαια η απορρόφηση των ενεργειακών κραδασμών αλλά από κει και πέρα αναζητούνται και κάποια φορολογικά κίνητρα καθώς το θέμα της μείωσης των φόρων ήταν κυρίαρχο στο γαλάζιο προεκλογικό πρόγραμμμα το 2019.
Να πείσει ένα κεντροαριστερό κοινό να φτάσει μέχρι την κάλπη και να μην επιλέξει την αποχή επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ, εστιάζοντας σε μεγάλο βαθμό στις νεότερες ηλικίες. Πρώτη επιδίωξη βέβαια είναι η συσπείρωση όσων είχαν ψηφίσει το κόμμα το 2019, ωστόσο παράλληλα παραμένει ο στόχος για ένα άνοιγμα σε ένα προοδευτικό ακροατήριο.
Στην Κουμουνδούρου εκτιμούν πως το άνοιγμα που έγινε με τις πρόσφατες εσωκομματικές διαδικασίες απέδωσε καρπούς και στόχος είναι να συνεχιστεί η προσπάθεια και το επόμενο διάστημα. Δεν είναι τυχαίο πως ζητούνται «φρέσκα» πρόσωπα για τα ψηφοδέλτια με στόχο να σταλεί μήνυμα ανανέωσης και να ανοιχθεί το κόμμα σε ένα μεγαλύτερο κοινό.
Παράλληλα στην αξιωματική αντιπολίτευση κοιτούν προς δύο μεγάλες ομάδες - τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους συνταξιούχους- που στις προηγούμενες εκλογές σε μεγάλο βαθμό είχαν στραφεί προς τη Νέα Δημοκρατία. Η εκτίμηση στην Κουμουνδούρου είναι πως το ράλι των ανατιμήσεων έχει αλλάξει τα δεδομένα και πλέον μπορούν να προσεγγίσουν ευκολότερα αυτό το κοινό.