Αν η ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα οφείλονταν αποκλειστικά σε διεθνείς συνθήκες και σε εισαγόμενες αιτίες, με κυριότερη αυτή του πολέμου στην Ουκρανία, τότε οι δείκτες της ακρίβειας και του πληθωρισμού, που αντανακλούν τις τιμές του ρεύματος και της βενζίνης στη χώρα μας, θα έπρεπε να είναι περίπου στα ίδια επίπεδα με εκείνα των ευρωπαϊκών κρατών. Γράφει ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος
Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου
Καθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
[email protected]
Αν η ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα οφείλονταν αποκλειστικά σε διεθνείς συνθήκες και σε εισαγόμενες αιτίες, με κυριότερη αυτή του πολέμου στην Ουκρανία, τότε οι δείκτες της ακρίβειας και του πληθωρισμού, που αντανακλούν τις τιμές του ρεύματος και της βενζίνης στη χώρα μας, θα έπρεπε να είναι περίπου στα ίδια επίπεδα με εκείνα των ευρωπαϊκών κρατών.
Τα διεθνή στοιχεία όμως διαψεύδουν αυτή την υπόθεση εργασίας.
Πρώτα γιατί ο πληθωρισμός στην Ελλάδα το μήνα Ιούνιο έφτασε στο 12%, τη στιγμή που στην Ευρωζώνη ήταν μόλις 8,6%. Η υπέρβαση κατά 40% του εγχώριου πληθωρισμού σε σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό πληθωρισμό μαρτυρά ότι η ελληνική ενεργειακή κρίση έχει και άλλες αιτίες πλην των διεθνών.
Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρώπη όσον αφορά στον ενεργειακό πληθωρισμό, ο οποίος αντανακλά στις ανατιμήσεις των ενεργειακών προϊόντων το τελευταίο δωδεκάμηνο.
Ο πληθωρισμός στον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα έφτασε στο 60,9% τον τελευταίο χρόνο, την ώρα που στην Ευρωζώνη ήταν 39,2%. Η αύξηση δηλαδή των τιμολογίων του ηλεκτρισμού κατά 50% περισσότερο στη χώρα μας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, μαρτυρά ότι η ενεργειακή κρίση εκτός από τις διεθνείς αιτίες, ειδικά στην Ελλάδα γίνεται πολύ χειρότερη εξ αιτίας μιας σειράς εγχώριων παθογενειών.
Αποτέλεσμα της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» είναι η Ελλάδα, μια χώρα με πολύ χαμηλές αμοιβές, να έχει σήμερα την ακριβότερη βενζίνη, την τρίτη ακριβότερη τιμή οικιακού ρεύματος και την ακριβότερη τιμή ρεύματος για επιχειρήσεις, σε σύγκριση με τα κράτη της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ποιες είναι όμως οι αιτίες της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» που κάνουν την Ελλάδα να είναι σήμερα η ακριβότερη ενεργειακά ευρωπαϊκή χώρα;
Η πρώτη αιτία έχει να κάνει με την αύξηση της εξάρτησης από το εισαγόμενο φυσικό αέριο. Η Ελλάδα προχώρησε λίγο πριν ξεσπάσει η ενεργειακή κρίση σε μια πρόωρη απολιγνιτοποίηση, χωρίς συγχρόνως να εξασφαλίσει την αναπλήρωση του κενού με αύξηση της παραγωγής ρεύματος από Ανανεώσιμες Πηγές.
Αυτό που συνέβη δηλαδή ήταν ότι εγκαταλείψαμε τις εγχώριες και γι’ αυτό ελεγχόμενες, ως προς τις τιμές τους, πηγές ενέργειας, για να εξαρτηθούμε από το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Δεύτερη αιτία για την «ελληνική ιδιαιτερότητα» ήταν η εσπευσμένη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Με δεδομένη την υποχρεωτική εξάρτηση των τιμών χονδρικής των πηγών της ενέργειας που εισάγονται στο Ενεργειακό Χρηματιστήριο από τις τιμές του φυσικού αερίου, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν βιάστηκαν να εισάγουν σε αυτό το σύνολο των ενεργειακών πηγών τους.
Μόνη η Ελλάδα έσπευσε να εισάγει στο Χρηματιστήριο Ενέργειας το 100% των ενεργειακών της πηγών, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη εισήχθησαν ποσοστά μικρότερα του 31%.
Η επιλογή αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, για το σύνολο των πηγών του, να εξαρτηθούν από τις αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου. Ενώ στην Ευρώπη, έχοντας εισάγει ποσοστά μικρότερα του 31% στα εκεί Χρηματιστήρια, είχαν ένα μεγάλο περιθώριο για διαμόρφωση ελεγχόμενων τιμών στις υπόλοιπες ενεργειακές πηγές.
Κερδισμένες από την εσπευσμένη απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς ήταν οι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας, οι οποίες έφτασαν να πουλούν το ρεύμα σε πολλαπλάσιες τιμές του κόστους παραγωγής του.
Τρίτη αιτία για τις ακριβότερες τιμές ρεύματος στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη ήταν η εφαρμογή της περίφημης ρήτρας αναπροσαρμογής. Από την οποία κέρδισαν οι εγχώριες επιχειρήσεις διανομής ρεύματος.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα ακυρώσει τη ρήτρα αναπροσαρμογής στα τιμολόγια και θα φορολογήσει μεγάλο μέρος των μέχρι τώρα υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων. Μια υπόσχεση που όμως η υλοποίησή της ακόμη εκκρεμεί.
Τέταρτη αιτία της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» είναι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Σε μια εποχή ενεργειακής κρίσης και ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν, η κυβέρνηση ιδιωτικοποίησε τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού.
Η ΔΕΗ προστέθηκε έτσι στις 4 μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής ρεύματος που, εκμεταλλευόμενες την απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς, κερδοσκοπούν νομίμως. Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι ακόμη και ο «πρόεδρος των πλουσίων», όπως αποκαλείται ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, προχώρησε στην πλήρη κρατικοποίηση της Γαλλικής EDF, προκειμένου να προστατέψει το δημόσιο συμφέρον και τους Γάλλους καταναλωτές ρεύματος.
Η πέμπτη αιτία για την ελληνική ενεργειακή ιδιαιτερότητα είναι ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του ευρωπαϊκού νότου και μια από τις τρεις συνολικά χώρες στην Ευρώπη που δεν πήραν μέτρα για τον έλεγχο των ανατιμήσεων.
Ενώ οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είτε έβαλαν πλαφόν στις αυξήσεις των τιμών του ρεύματος, είτε μείωσαν την υψηλή φορολογία, η Ελλάδα, ακόμη και σήμερα, δεν έχει πάρει τέτοια μέτρα υπέρ των καταναλωτών.
Η έκτη τέλος αιτία για την οποία η χώρα μας έχει την ακριβότερη βενζίνη στην Ευρώπη, είναι ότι με διάφορες προφάσεις δεν μείωσε την υψηλή φορολογία στα καύσιμα. Τελευταία δικαιολογία ήταν ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα ωφελούσε τους τουρίστες που κυκλοφορούν με αυτοκίνητο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Με κερδισμένα από αυτή την πολιτική τα δημόσια ταμεία, στα οποία εισέρρευσαν πολλά δις ευρώ από την αύξηση της τιμής της βενζίνης.
Το μόνο ευεργετικό μέτρο που έχει πάρει η χώρα μας για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας είναι οι επιχορηγήσεις των καταναλωτών, προκειμένου να καλυφθεί μέρος των απωλειών τους από τις ανατιμήσεις των τιμολογίων.
Το μέτρο των επιχορηγήσεων όμως έχει δύο σοβαρά μειονεκτήματα.
Το πρώτο είναι ότι δεν λύνουν το πρόβλημα της ακρίβειας αυτό καθ’ εαυτό. Αντίθετα το επιτείνουν, καθώς οι επιχορηγήσεις καταλήγουν τελικά στα ταμεία των ενεργειακών επιχειρήσεων.
Το δεύτερο μειονέκτημα των επιχορηγήσεων φάνηκε με την πολιτική της επιστροφής χρημάτων μέσω Power Pass. Και έχει να κάνει με το γεγονός ότι τελικά είναι μια πολιτική που, εν μέσω ακρίβειας, δεν αφήνει κανένα καταναλωτή ικανοποιημένο.
Έτσι, τα 600 ευρώ που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός σε 4,3 εκατομμύρια καταναλωτές συρρικνώθηκαν όταν ήρθε η ώρα να αποδοθούν και έγιναν πολύ λιγότερα και μάλιστα με αποδέκτες μόλις 2,5 εκατομμύρια πολίτες.
Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το συνολικό ποσό που θα διανεμηθεί με το Power Pass είναι 260 εκατομμύρια ευρώ για 2,3 εκατομμύρια καταναλωτές για 6 μήνες, μεσοσταθμικά αναλογούν 17 ευρώ το μήνα για κάθε καταναλωτή.
Η ελληνική ενεργειακή κρίση μπορεί να έχει διεθνείς αιτίες, μια σειρά όμως από εγχώριες «ιδιαιτερότητες» και παθογένειες κάνουν την χώρα μας να είναι μια από τις ακριβότερες ενεργειακά χώρες της Ευρώπης.
Οι παθογένειες αυτές, ενόψει του δύσκολου χειμώνα που έχουμε μπροστά μας, δείχνουν το δρόμο για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και την ανακούφιση των πολιτών, όπως συνέβη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Αρκεί βεβαίως να υπάρχει η αντίστοιχη πολιτική βούληση…