«Πρέπει να προετοιμαστούμε για ένα σενάριο όπου θα πρέπει να ζήσουμε χωρίς το ρωσικό αέριο εντελώς », προειδοποίησε ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, σε τηλεοπτική του συνέντευξη με αφορμή την εθνική επέτειο της Γαλλίας. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι θα κρατήσει και το φθινόπωρο θα είναι σκληρό», προειδοποίησε ο Γάλλος πρόεδρος.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Πρέπει να προετοιμαστούμε για ένα σενάριο όπου θα πρέπει να ζήσουμε χωρίς το ρωσικό αέριο εντελώς », προειδοποίησε ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, σε τηλεοπτική του συνέντευξη με αφορμή την εθνική επέτειο της Γαλλίας. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι θα κρατήσει και το φθινόπωρο θα είναι σκληρό», προειδοποίησε ο Γάλλος πρόεδρος.
Λίγο νωρίτερα, η Μαρία Ζαχάροβα, εκπρόσωπος του Ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, είχε φροντίσει να στείλει άσχημα μαντάτα στην Ευρώπη για την προμήθεια με ρωσικό φυσικό αέριο: Η επανέναρξη των παραδόσεων μέσω του αγωγού Nord Stream , θα εξαρτηθεί «από τη ζήτηση των εταίρων μας και τις παράνομες κυρώσεις», δήλωσε η Ζαχάροβα στο πρακτορείο Interfax. Μόλις μια μέρα πριν, η Gazprom είχε ρίξει «αλάτι στις πληγές» των Ευρωπαίων, προειδοποιώντας πώς δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη για την επαναλειτουργία του αγωγού. Δεν ήθελαν και πολύ σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες να τεθούν σε κατάσταση ενεργειακού συναγερμού. Ηδη, 12 χώρες μέλη της ΕΕ αντιμετωπίζουν μερική ή ολική μείωση των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου και θα αναγκαστούν να κηρύξουν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Προς το παρόν βέβαια, οι κυβερνήσεις απευθύνουν εκκλήσεις στους πολίτες να μειώσουν εθελοντικά την κατανάλωση ενέργειας, μειώνοντας τη χρήση των κλιματιστικών, παρά το γεγονός ότι η Κεντρική Ευρώπη αντιμετωπίζει τον χειρότερο καύσωνα εδώ και δεκαετίες.
Ολες οι χώρες αναμένουν βέβαια και τις ανακοινώσεις της Κομισιόν την προσεχή Τετάρτη, 20 Ιουλίου, καθώς θα παρουσιαστεί το σχέδιο για την «Εξοικονόμηση φυσικού αερίου για έναν χειμώνα χωρίς κινδύνους». Ένα προσχέδιο κυκλοφόρησε ήδη χθες, δίχως όμως να κατευνάσει τις ανησυχίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αφού η Κομισιόν αναμασά απλά τη λέξη «αλληλεγγύη». Ηδη πάντως, η Ουγγαρία έσπευσε να ανακοινώσει ότι θα απαγορεύσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου από τον Αύγουστο για να εγγυηθεί ότι η χώρα θα έχει τις απαραίτητες ποσότητες ενέργειας τον χειμώνα για να μην «παγώσει» η χώρα.
Η κρίση αναγκάζει τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να επιστρέψουν στην ρυπογόνο καύση άνθρακα για να αυξήσουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα καθυστερήσει την απόσυρση ορισμένων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και πετρελαίου, που συνολικά έδιναν περίπου 10 γιγαβάτ. Η Ολλανδία επίσης, αφαίρεσε το ανώτατο όριο στην παραγωγή ενέργειας από άνθρακα. Η Αυστρία διέταξε την δημόσια επιχείρηση ενέργειας να επαναλειτουργήσει έναν κλειστό σταθμό παραγωγής από άνθρακα και η Γαλλία ετοιμάζεται να ανοίξει και πάλι ένα εργοστάσιο καύσης λιθάνθρακα, ως λύση έκτακτης ανάγκης για το χειμώνα. «Η επαναλειτουργία σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα για την κάλυψη βραχυπρόθεσμων ενεργειακών αναγκών είναι μια γρήγορη λύση», λέει ο Πήτερ Βις,πρώην ανώτατο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κλιματική πολιτική, ο οποίος τώρα εργάζεται στην εταιρεία συμβούλων Rud Pedersen Public Affairs.
Από τότε που τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, όλα έχουν αλλάξει.Οι ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να καταναλώνουν περισσότερο άνθρακα, να σχεδιάζουν νέους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου και να επεκτείνουν το δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου, στη Γηραιά Ηπειρο. «Κατανοώ ότι ορισμένες κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν δύσκολες αποφάσεις για να εξασφαλίσουν τον ενεργειακό εφοδιασμό των πολιτών τους», λέει ο Φατίχ Μπιρόλ, εκτελεστικός διευθυντής στη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας. Από τον περασμένο Φεβρουάριο, οι εκπομπές άνθρακα έχουν αυξηθεί πάνω από 6%, σε σχέση με το 2019, σύμφωνα με την συμβουλευτική εταιρεία Kayrros. Ο Μάρτιν Μπράντλεϊ, επικεφαλής στον τομέα ευρωπαϊκών επενδύσεων υποδομής στη Macquarie Asset Management.,προειδοποιεί ότι «θα υπάρξει ένας αγώνας πέντε έως δέκα ετών για την αντιμετώπιση της ρωσικής ενεργειακής εξάρτησης».
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ΕΕ εξακολουθεί να εισάγει από τη Ρωσία, πάνω από το 50% των συνολικών εξαγωγών πετρελαίου της Μόσχας. Σύμφωνα με το Φινλανδικό Κέντρο Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (CREA), τον περασμένο μήνα, η Ρωσία εξήγαγε στην ΕΕ το 51% των συνολικών της εξαγωγών πετρελαίου, στην Κίνα το 25% και την Ινδία μόνο το 4%. Το φινλανδικό think tank λέει μάλιστα ότι «οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης για υποτιθέμενες μεγάλες ποσότητες πετρελαίου που εισάγονται εξάγει η Ρωσία στην Κίνα και την Ινδία, δημιουργούν παραπλανητική εντύπωση».
Για τη Μόσχα πάντως τα νέα δεν είναι πάντως, άσχημα. Μπορεί οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου να έφτασαν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Αύγουστο, αλλά ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ανέφερε ότι τα κέρδη της Ρωσίας αυξήθηκαν κατά 700 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα λόγω της αύξησης των τιμών. Ο Οργανισμός σημειώνει μάλιστα ότι τα κέρδη από το πετρέλαιο, τα οποία ήταν 40% πάνω από τον μέσο όρο του περασμένου έτους, στήριξαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία!
Οι 27 έχουν αποφασίσει να επιβάλουν από το φθινόπωρο εμπάργκο στο ρωσικό αέριο που μεταφέρεται μέσω αγωγών, αλλά ουδείς γνωρίζει από πού θα καλυφθούν οι ανάγκες της Γηραιάς ηπείρου. Μπορεί βέβαια να ακούγεται ενθαρρυντικό ότι οι τιμές του πετρελαίου έχουν πέσει κατακόρυφα τις τελευταίες δύο εβδομάδες- με το Brent να διαπραγματεύεται χθες στα 95 δολάρια το βαρέλι, για πρώτη φορά από τη ρωσική εισβολή, αλλά αυτό έχει και αντίστροφη ανάγνωση: Οφείλεται στους φόβους για ύφεση, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μείωσε χθες τις προβλέψεις της για την οικονομική ανάπτυξη και να ανέβασε τον αναμενόμενο πληθωρισμό στην ευρωζώνη στο 7,6%. Φυσικά, η πτώση των τιμών του πετρελαίου συνδέονται και με τις ανησυχίες για την εξάπλωση των παραλλαγών του covid στην Κίνα, αλλά και στην επιβράδυνση της ζήτησης στην Αμερική. «Σπάνια οι προοπτικές για τις αγορές πετρελαίου ήταν τόσο αβέβαιες», εκτιμά ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας. Σημειώνει μάλιστα ότι «προς το παρόν, η ανθεκτικότητα της ρωσικής προσφοράς έχει μειώσει τις εντάσεις στην αγορά».