Ότι ο πληθωρισμός αποτελεί ένα φαινόμενο διαρκείας και όχι παροδικό, αποδέχονται πλέον και οι πλέον σφοδροί αρνητές της πραγματικότητας. Ασφαλώς, σε μια εποχή που η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, μάλιστα με επικάλυψη, είναι δύσκολο να κάνει κανείς αξιόπιστες προβλέψεις για τις εξελίξεις των οικονομικών μεγεθών ακόμη και για το άμεσο μέλλον.
Του Χαράλαμπου Γκότση*
Ότι ο πληθωρισμός αποτελεί ένα φαινόμενο διαρκείας και όχι παροδικό, αποδέχονται πλέον και οι πλέον σφοδροί αρνητές της πραγματικότητας. Ασφαλώς, σε μια εποχή που η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, μάλιστα με επικάλυψη, είναι δύσκολο να κάνει κανείς αξιόπιστες προβλέψεις για τις εξελίξεις των οικονομικών μεγεθών ακόμη και για το άμεσο μέλλον. Όμως, όταν οι αρνητικές επιπτώσεις του φαινομένου γίνονται ορατές δια γυμνού οφθαλμού, χωρίς την χρήση μοντέλων και πολύπλοκων μαθηματικών υπολογισμών, απλά με την παρακολούθηση των εξελίξεων στις αγορές, ad hoc και προθεσμιακές, τότε θα μπορούσε να υποθέσει κανείς αμέλεια αν όχι σκοπιμότητα. Η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντική, όχι μόνο επειδή αποτελεί τη βάση για το σχεδιασμό και την επιλογή των μέτρων παρέμβασης, αλλά και για το μέγεθός της. Το σωστό timing και η κατάλληλη δοσολογία εγγυώνται άλλωστε και το βαθμό αποτελεσματικότητας μιας οικονομικής πολιτικής στην αντιμετώπιση του όποιου ανεπιθύμητου φαινομένου. Το βέβαιο είναι, ότι όσο καθυστερεί κανείς να πάρει μέτρα για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τόσο αυξάνεται το κόστος της παρέμβασης. Στόχος πάντα της αποπληθωριστικής πολιτικής είναι η μείωση των πληθωριστικών πιέσεων, που επιτυγχάνεται με την αποκλιμάκωση της ταχύτητας αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών. Τα κλασικά μέσα που διαθέτουμε ανήκουν σε δυο ομάδες. Τα νομισματικά, που βρίσκονται στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και τα δημοσιονομικά που χειρίζεται το κράτος.
Τη βασική ευθύνη για την καταπολέμηση του πληθωρισμού έχει, όπως προκύπτει και από το καταστατικό ίδρυσή της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία διαθέτει το αποκλειστικό μονοπώλιο της δημιουργίας χρήματος για τον εμπλουτισμό της οικονομίας σε περιπτώσεις ανεπαρκούς ρευστότητας καθώς και τα εργαλεία περιστολής της, όταν η οικονομία κινδυνεύει από υπερθέρμανση. Η υπερβολική ρευστότητα εκφράζεται με αυξημένη ενεργό ζήτηση, σε μια περίοδο όπου η οικονομία τείνει να εξαντλήσει τα όρια παραγωγής της και το κόστος για τη χρήση συντελεστών παραγωγής, λόγω στενότητας, ανέρχεται. Οι επιχειρήσεις στη συνέχεια το μετακυλούν στις τελικές τιμές των προϊόντων τους, ωθούν τον πληθωρισμό στα ύψη, με συνέπεια να διαβρώνεται η αγοραστική δύναμη των κατόχων του χρήματος, το οποίο χάνει μέρος της αξίας του, κάτι που οι κεντρικές τράπεζες έχουν υποχρέωση να προστατέψουν.
Έτσι, όταν εμφανιστούν πιέσεις σε βαθμό που να παραπέμπουν σε καλπάζοντα πληθωρισμό, τότε οι κεντρικές τράπεζες επιβάλλεται να εφαρμόσουν πρόγραμμα περιοριστικής πολιτικής, μειώνοντας τις αγορές ομολόγων και αυξάνοντας τα επιτόκια αναφοράς. Μέσω του μηχανισμού μετάδοσης αποσκοπείται η μείωση στη ζήτηση δανείων, ιδιωτών και επιχειρήσεων, και κατ’ επέκτασιν και η κυκλοφορία χρήματος στην οικονομία, η οποία συμβάλλει στην αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων. Η διαδικασία αυτή εγγυάται αποτέλεσμα υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με πληθωρισμό ζήτησης και ακόμη όταν οι αρνητικές παρενέργειες από τα μέτρα υπολογίζουμε ότι θα κινηθούν σε περιορισμένη έκταση, κάτι που δε συμβαίνει σήμερα.
Οι βασικές αιτίες για τον πληθωρισμό στην Ευρώπη βρίσκονται στην πλευρά της προσφοράς. Το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί υπέρμετρα, κυρίως λόγω της εκτόξευσης των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα και τις πρώτες ύλες καθώς και με τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, που περιπλέκονται ακόμη πιο πολύ από τη μεγάλη αύξηση των ναύλων τα τελευταία χρόνια. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να αφήσουμε τη ζήτηση τελείως εκτός πεδίου παρεμβάσεων.
Κυρίως όταν γνωρίζουμε ότι, τη διετία 2020-21 δαπανήθηκαν τεράστια ποσά με σκοπό την αντιμετώπιση των αρνητικών κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Στη χώρα μας μάλιστα πραγματοποιήθηκαν οριζόντιες δαπάνες ύψους 43 δις Ευρώ για τη στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων, εκ των οποίων τα 30 προήλθαν από νέο δανεισμό. Τα ποσά λειτούργησαν ενισχυτικά της ζήτησης και οδήγησαν στην αναθέρμανση της οικονομίας, η οποία αντέδρασε άμεσα μέσα στο 2021, καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο του ΑΕΠ που απωλέσαμε τον πρώτο χρόνο της πανδημίας. Η υπέρμετρη αύξηση των εισοδημάτων βέβαια είχε και τις αρνητικές της παρενέργειες, αφού στην αυξημένη ζήτηση δεν αντιστοιχούσε ανάλογη προσφορά προϊόντων, τα οποία προήλθαν από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αλλά και να πιεστούν οι τιμές προς τα πάνω.
Χωρίς αμφιβολία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι σε θέση να επηρεάσει τις τιμές ούτε του πετρελαίου, ούτε την ομαλή τροφοδότηση της ευρωπαϊκής αγοράς με ρωσικό φυσικό αέριο ή πρώτες ύλες. Όμως αυτό δε σημαίνει, ότι παρεμβάσεις όπως αυτές, που έστω και καθυστερημένα, αποφασίσθηκαν πρόσφατα, τόσο σε ότι αφορά το εσπευσμένο τέλος του πανδημικού προγράμματος αγοράς ομολόγων όπως και της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων αναφοράς, δεν θα έχουν κάποιες έμμεσες έστω θετικές επιπτώσεις στις τιμές. Για παράδειγμα μέσω της ενίσχυσης του Ευρώ έναντι του Δολαρίου, η οποία θα προκύψει μετά από την αύξηση των επιτοκίων. Με την αποδυνάμωση του Ευρώ έναντι του Δολαρίου το τελευταίο διάστημα χειροτέρευσαν οι όροι εμπορίου (terms of trade) για την Ευρωζώνη με αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και συνεπώς τη φαλκίδευση ενός μέρους της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου. Οι απώλειες αυτές είναι δυνατό να εξουδετερωθούν με μια λελογισμένη αύξηση των επιτοκίων αναφοράς. Ταυτόχρονα θα βοηθήσει στον επαναπατρισμό αν όχι στη συρροή νέων κεφαλαίων προς την Ευρώπη, τα οποία τώρα κινούνται προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες βρίσκονται πολύ μπροστά στο πρόγραμμα προσαρμογής των επιτοκίων.
Στις αρνητικές επιπτώσεις των μέτρων νομισματικής πολιτικής, πέραν της βέβαιης επιβράδυνσης της αναπτυξιακής διαδικασίας που προκαλούν, θα πρέπει ειδικά για την Ευρώπη να ληφθούν υπόψη προβλήματα που έχουν σχέση με τη θεσμική της διαφοροποίηση. Το γεγονός, ότι οι χώρες της Ευρωζώνης παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα σχετικά με το εξωτερικό δημόσιο χρέος τους, δημιουργεί πρόβλημα στις υπερχρεωμένες (Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), οι οποίες αναγκάζονται να πληρώνουν σημαντικά υψηλότερα επιτόκια για τα δάνειά τους, τα οποία δυσχεραίνουν την εξυπηρέτησή τους. Έτσι, εμφανίζεται σταδιακά το φαινόμενο της ομαδοποίησης (fragmentation) της ευρωπαϊκής αγοράς, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ομαλή πορεία της Ευρωζώνης, κάτι που έχει ήδη από την ΕΚΤ επισημανθεί. Υπάρχει συνεπώς μεγάλη ανάγκη δημιουργίας μιας ομπρέλας προστασίας για τις χώρες αυτές, η οποία ταυτόχρονα θα λειτουργήσει ευεργετικά και για την προάσπιση του ίδιου του νομίσματός μας του Ευρώ. Από τα χαρακτηριστικά και κυρίως το μέγεθος αυτού του μηχανισμού θα εξαρτηθεί και η ομαλοποίηση της αγοράς, αλλά και η θέση όπως και η δύναμη του Ευρώ στις διεθνείς συναλλαγές. Άλλωστε, όπως φάνηκε, η απλή αναγγελία για τη δημιουργία του, μπορεί να λειτούργησε καταπραϋντικά, δεν ήταν όμως ικανή να αποκλιμακώσει σημαντικά τις αποδόσεις των ομολόγων των ευάλωτων χωρών. Με την προϋπόθεση ότι θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ομαδοποίησης εγκαίρως και αποτελεσματικά, η ΕΚΤ θα μπορέσει στη συνέχεια να εφαρμόσει τη νομισματική της πολιτική απρόσκοπτα. Παρότι η ενέργεια αυτή αποτελεί sine qua non, κανείς δεν εγγυάται ότι θα έχει και βέβαιο αποτέλεσμα στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Πρώτον διότι η επίδραση των επιτοκίων ασκείται με μεγάλη χρονική υστέρηση, εμπειρικά απαιτούνται από έξη μήνες μέχρι δύο χρόνια, ενώ είναι σαφές, ότι δεν είναι σε θέση να επηρεάσει τις βασικές αιτίες, που εμφανίζονται ως εισροές στο κόστος παραγωγής των προϊόντων.
Ο πληθωρισμός, έχει διαπιστωθεί σε άπειρες μελέτες, ότι πρωτίστως πλήττει βάναυσα τα εισοδηματικά αδύναμα στρώματα της κοινωνίας. Ενοίκια, διατροφή, ρεύμα, φυσικό αέριο, καύσιμα για τις μετακινήσεις, είναι τα βασικά προϊόντα που καταναλώνει καθημερινά κάθε νοικοκυριό. Το 80% ενός χαμηλού εισοδήματος απορροφάτε από αυτά τα αγαθά. Από την άλλη εκτός από τις επιχειρήσεις που παράγουν ή εμπορεύονται αυτά τα προϊόντα, μεγάλος κερδισμένος είναι και το κράτος. Όταν ανεβαίνουν οι τιμές στα τρόφιμα ή στα καύσιμα, αυξάνονται και τα έσοδα του κράτους από τη φορολογία. Ακόμη και από τις αυξήσεις των μισθών, όταν οι μισθωτοί αλλάζουν φορολογική κλίμακα, εισπράττει επιπρόσθετα μεγαλύτερους φόρους. Επειδή λοιπόν το κράτος είναι ανίσχυρο να ελέγξει τον εισαγόμενο πληθωρισμό κόστους, εκτός από την υποχρέωσή του να διενεργεί ελέγχους, ώστε να αποφεύγεται η κερδοσκοπία, επιβάλλεται τα πρόσθετα έσοδα να τα διαθέσει με στόχο την αποδυνάμωση των επιπτώσεών του. Να βοηθήσει δηλαδή με τα αυξημένα έσοδα στοχευμένα τα μέλη της κοινωνίας που πλήττονται περισσότερο και αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα.
Επειδή όμως στη χώρα μας η πραγματική οικονομική κατάσταση ενός νοικοκυριού δεν εμφανίζεται αξιόπιστα στις φορολογικές δηλώσεις, είναι ανάγκη να χρησιμοποιούνται πρόσθετα κοινωνικά κριτήρια σχετικά με το επίπεδο διαβίωσης, ώστε τα όποια ποσά διατίθενται να καταλήγουν στους ευάλωτους αποδέκτες και να μην εισπράττονται από επαγγελματίες φοροφυγάδες. Θα πρέπει δηλαδή να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει στοχευμένη ενίσχυση και τι οριζόντια, που στην περίπτωση μιας υπερχρεωμένης χώρας ισοδυναμεί με ανεπίτρεπτη σπατάλη. Κυρίως όταν βιώνουμε από μήνα σε μήνα ένα νέο ρεκόρ σε αυξήσεις τιμών, ξεπεράσαμε ήδη το 12%, που απειλούν με φτωχοποίηση ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας, η οποία έχει ξεμείνει από δημοσιονομικό χώρο, αφού οι όποιες δυνατότητες διέθετε, δαπανήθηκαν με την πανδημία. Όσο συντομότερα γίνει αυτό τόσο το καλύτερο, αφού ο στασιμοπληθωρισμός είναι ένα φαινόμενο που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα, ήλθε για να μείνει, χωρίς να είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε χρονικά το τέλος του. Άρα αυτό που μας απομένει, είναι να οργανώσουμε ως κοινωνία τις παρεμβάσεις μας, ώστε στο τέλος να μετρήσουμε όσο το δυνατό λιγότερα θύματα.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς