Του Άγγελου Χρυσόγελου,
επίκουρου καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
Του Άγγελου Χρυσόγελου,
επίκουρου καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ έχει επικρατήσει να συζητάμε (και να διαφωνούμε) για τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα από το πρίσμα του Κυπριακού. Οι αναλογίες με το 1974 και την παράνομη εισβολή σε μια μικρή χώρα με εθνοτικές διαφορές στο εσωτερικό της από έναν επεκτατικό γείτονα προφανείς. Η επιμονή στο πλαίσιο της εισβολής όμως μάλλον περιορίζει την οπτική μας, τόσο σε ό,τι αφορά τους παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση, όσο και τις πιθανές λύσεις σε αυτήν.
Η ΟΛΗ ΠΟΡΕΙΑ του Κυπριακού, και πριν και μετά το 1974, έχει πολλά περισσότερα να μας πει και για το Ουκρανικό, ένα ζήτημα «χαμένων ευκαιριών» και αυτό, ιδιαίτερα να απαντήσει γιατί εφαρμόσιμες λύσεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν και αυτήν ακόμα τη δημιουργία «ουκρανικού προβλήματος» δεν κατέστησαν εφικτές. Άλλωστε, εάν η ανάδειξη ανεξάρτητης Ουκρανίας, μαζί με τις άλλες τέως σοβιετικές δημοκρατίες, τον Δεκέμβριο του 1991 ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, η «συμφωνία Ζυρίχης/Λονδίνου» του ουκρανικού κράτους, οι διακοινοτικές ταραχές και η ανταρσία των ρωσοφώνων σε Ντονμπάς/Κριμαία το 2014 αποτελεί για την εν λόγω χώρα τον αντίστοιχο «αιματηρό Δεκέμβριο του 1963» στην Κύπρο.
Η ΕΠΙΛΥΣΗ του ζητήματος της Ουκρανίας, δηλαδή της ακριβούς φύσεως των παραμέτρων ουκρανικού έθνους και κράτους, έχει αναδειχθεί πια ως το πλέον ακανθώδες πρόβλημα στον τέως σοβιετικό χώρο. Εύλογο, εφόσον η Ουκρανία υπήρξε, όπως συνελήφθη ως ιδέα από τους Σοβιετικούς «πατέρες», ο δεύτερος τη τάξει μετά τη Ρωσία παράγοντας προβολής ισχύος στους αρμούς εξουσίας της ΕΣΣΔ. Υπενθυμίζεται ότι η διευκόλυνση της Ουκρανίας μέσα στο νέο κράτος των Μπολσεβίκων ήταν ίσως ο κύριος λόγος για τον οποίο αυτό πήρε τη μορφή μιας Σοβιετικής Ένωσης κυριάρχων και θεωρητικώς ισοτίμων, με εθνικές μάλιστα ονομασίες, δημοκρατιών, και όχι τη μορφή μιας υπερμεγέθους ρωσικής ομοσπονδίας.
ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΛΛΗ πλευρά, η Ουκρανία υπήρξε εργαλείο για την αρπαγή εκ μέρους της ΕΣΣΔ, με την ευκαιρία της αναταραχής της περιόδου 1939-45, των κατοικούμενων από Ουκρανούς εδαφών που ανήκαν στην Πολωνία, τη Ρουμανία και την Τσεχοσλοβακία. Αυτό ανταποκρινόταν στις επιθυμίες του Στάλιν να μην υπάρχει ουκρανική εθνική εστία εκτός της άμεσης δικαιοδοσίας του. Δημιουργήθηκε έτσι μια εδαφικώς μεγάλη σοβιετική Ουκρανία, της οποίας φυσικός διάδοχος είναι μετά το 1991 η μεγάλη ανεξάρτητη Ουκρανία που δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή για το Κρεμλίνο υπό μη φιλική σε αυτό κυβέρνηση.
ΠΟΙΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ χάθηκαν λοιπόν στο εν λόγω θέμα; Έχει γίνει κατά τους τελευταίους μήνες ευρεία χρήση, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, του όρου «φινλανδοποίηση», με την οποία υποτίθεται ότι η Ρωσία επιχειρεί να περιβάλει το ουκρανικό κράτος. Ο όρος αυτός όμως μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είναι άνευ αντικειμένου λόγω της αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων. Η Φινλανδία έπαψε να εξαρτά τις κινήσεις της από τις ρωσικές επιθυμίες, οι οποίες ακόμα και αν υπήρχαν ως μύχιοι πόθοι, ουδόλως διατυπώθηκαν από τη Μόσχα. Η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. το 1995 αποτελεί αρκετή μαρτυρία σχετικώς, ενώ ακόμα και η ένταξη στο ΝΑΤΟ προσέκρουε μέχρι πρόσφατα περισσότερο στην ειλικρινή άρνηση και στις ανησυχίες της φινλανδικής κοινής γνώμης παρά σε κάποιο θεωρητικό ρωσικό βέτο.
ΟΡΘΟΤΕΡΟ θα ήταν αντίθετα για την ουκρανική περίπτωση η διερεύνηση της δυνατότητας εφαρμογής μοντέλου «αυστριοποίησης» του ουκρανικού κράτους. Η φινλανδοποίηση, άλλωστε, εξαρτάτο από τη μονομερή βούληση ή ανοχή των Σοβιετικών. Κανένα διεθνούς χαρακτήρα νομικό κείμενο δεν διασφάλιζε τη διαιώνιση των φινλανδικών «προνομίων». Στην περίπτωση της Αυστρίας αντιθέτως, το ευεργετικό για αυτήν διεθνές καθεστώς της, το οποίο δεν φαίνεται να επείγεται να εγκαταλείψει ακόμα και σήμερα, περιλαμβάνον και τη «θυσία» της διαρκούς ουδετερότητας ή της ντε φάκτο μη συμμετοχής της σε οργανισμό όπου μετείχε η Δυτική Γερμανία (εξ ου και η πολύ όψιμη εισδοχή της στην Ε.Ε. μόλις το 1995), ήταν θωρακισμένο με τη συμφωνία των τεσσάρων δυνάμεων (Αυστριακή Συνθήκη) του 1955.
ΘΑ ΗΤΑΝ ένα τέτοιο μοντέλο, βασισμένο σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και του ΟΗΕ γενικότερα, δηλαδή με τρόπο που θα κάλυπτε και τις ρωσικές ανησυχίες με ευπρόσωπο τρόπο, μια εφικτή λύση για την επίλυση του Ουκρανικού; Αν ναι, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια «χαμένη ευκαιρία» ανάλογη αυτών που είχαν η Ελλάδα και η Κύπρος στον δρόμο προς την 20ή Ιουλίου 1974, την αντίστοιχη 24η Φεβρουαρίου του 2022 της Ουκρανίας; Και αν στην Ελλάδα έχουμε μάθει πια να στηλιτεύουμε τους μαξιμαλισμούς που οδηγούν ακριβώς σε τέτοιες χαμένες ευκαιρίες, μήπως η αναλογία του Κυπριακού μάς υποχρεώνει να δούμε και τις πράξεις και εμμονές του Κιέβου, με πλήρη παραγνώριση του πλαισίου ισχύος στους μήνες πριν από τον πόλεμο, ως κρίσιμο μέρος του παζλ που οδήγησε στην καταστροφή;
ΣΕ ΟΠΟΙΑ περίπτωση, και ενώ ακόμα λαμβάνει χώρα ο σκληρός αγώνας της πλειοψηφίας του ουκρανικού λαού να αποκρούσει την εισβολή, το ερώτημα πια είναι αν ο πόλεμος έχει ακυρώσει τις όποιες λύσεις θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί πριν από αυτόν (όπως το προαναφερθέν μοντέλο της ψυχροπολεμικής Αυστρίας), ή ένα εντελώς καινούργιο πλαίσιο θα αναδυθεί. Αν μια νέα φόρμουλα επίλυσης του Ουκρανικού τελικά όντως προκύψει, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα σημάνει αυτό και για την πορεία του άλυτου Κυπριακού.