Ο Μπλάνκο, δηλαδή το «Τέλειο αφεντικό» ζει στην αιώνια πλάνη του, ενώ η Νάνσι Στόουκς του «Καλή τύχη, Λίο Γκράντε» αποφασίζει να καταστρέψει τη δική της για να ζήσει. Δυο χαρακτήρες, δυο αποφάσεις, δυο ταινίες ολότελα διαφορετικές, αλλά απολύτως ικανοποιητικές, η κάθε μια στον τομέα της. Ποια μου άρεσε περισσότερο; Α, αυτή με την οποία ξεκινώ το κείμενο.
Ο Μπλάνκο, δηλαδή το «Τέλειο αφεντικό» ζει στην αιώνια πλάνη του, ενώ η Νάνσι Στόουκς του «Καλή τύχη, Λίο Γκράντε» αποφασίζει να καταστρέψει τη δική της για να ζήσει. Δυο χαρακτήρες, δυο αποφάσεις, δυο ταινίες ολότελα διαφορετικές, αλλά απολύτως ικανοποιητικές, η κάθε μια στον τομέα της. Ποια μου άρεσε περισσότερο; Α, αυτή με την οποία ξεκινώ το κείμενο.
Το τέλειο αφεντικό
Άλλος κρατάει τη ζυγαριά, άλλος παίρνει τις αποφάσεις
Τι θα πει «τέλειο αφεντικό»; Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Μπορεί ας πούμε να είσαι εσύ το αφεντικό. Εκεί κάπως απλουστεύουν τα πράγματα: Καλό αφεντικό είναι το αφεντικό μιας επιχείρησης που αποδίδει. Μπορεί όμως και να είσαι υπάλληλος. Εκεί περιπλέκεται το πράγμα. Ποιος είναι ο τέλειος υπάλληλος; Αυτός που κάνει σωστά τη δουλειά του; Ή αυτός που συμμερίζεται τα προβλήματα του αφεντικού του; Ο Μπλάνκο πάντως («λευκός», δηλαδή «άσπιλος», τουλάχιστον κατά τον ίδιο) είναι βέβαιος πως συμμερίζεται τα προβλήματα όλου του προσωπικού του. «Είμαστε μια οικογένεια» λέει σαν πάτερ φαμίλιας, βγάζοντας λόγο στο προσωπικό του εργοστασίου του, που κατασκευάζει ζυγαριές.
Η πλάστιγγα όμως δεν γίνεται να γύρει στα ίσα για όλους.
Κάτι που όλοι γνωρίζουμε και κατανοούμε, εκτός από το ίδιο το μεγάλο αφεντικό: Υπάρχουν στιγμές που ο Μπλάνκο δείχνει εντελώς ανίδεος της θέσης του σ’ αυτό τον κόσμο. Έχει όμως και μια μεγάλη έγνοια: Την επικείμενη επιθεώρηση της επιχείρησης του. Όλα πρέπει να είναι τέλεια, όλα στη πένα καθώς μονάχα έτσι θα κερδίσει το πολυπόθητο βραβείο «Επιχειρηματικής Αριστείας» που τόσο του λείπει. Ναι, του λείπει, κι ας μην το έχει ακόμα κερδίσει. Στη μυθική έπαυλη του, έχει έναν τοίχο στολισμένο με όλες τις διακρίσεις της εταιρίας του – και ένας προβολέας ήδη «δείχνει» το σημείο όπου θα πρέπει να καρφωθεί το νέο τρόπαιο. Κοιτάζει ο Μπλάνκο το κενό, και σφίγγεται η καρδιά του.
Μοιάζει με καρικατούρα, ο Μπλάνκο όμως δεν είναι ένας μονοδιάστατος χαρακτήρας. Για παράδειγμα, ενδιαφέρεται πραγματικά για τη ζωή και την ευτυχία του διευθυντή του, ο οποίος τελευταία δείχνει ολοένα και «λιγότερος» απέναντι στο σημαντικό του πόστο: Η δουλειά πάει πίσω και φταίει αυτός. Κι όμως, ο Μπλάνκο δεν τον απολύει, καθώς τους ενώνει μια φιλία παιδική (είναι και ξαδέλφια) αλλά και μια τιμωρία που πήρε πάνω του ο ένας, για να τη γλυτώσει ο άλλος. Ο «άλλος», δηλαδή το «τέλειο αφεντικό» που αισθάνεται πως του χρωστά από τότε (γιατί κανένα αφεντικό δεν θέλει να το τιμωρούν – είτε το αξίζει, είτε όχι).
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Φερνάντο Λεόν Ντε Αρανόα συναντιέται ξανά με τον Χαβιέ Μπαρδέμ, και αυτό είναι σημαντικό γιατί μαζί συνεργάστηκαν και στις «Δεύτερες με λιακάδα», ένα πραγματικό αριστούργημα που αγαπήθηκε και στη χώρα μας το 2004 που είχε εμφανιστεί. O τελευταίος εδώ αποδεικνύει τη μεγάλη του κλάση καθώς ερμηνεύει τον Μπλάνκο με μια μοναδική κωμική χάρη, σαν ετεροχρονισμένος Κάρι Γκραντ, τοποθετημένος σε ένα σύμπαν που έχει αλλάξει εδώ και κάποιες δεκαετίες – αλλά κανένας δεν φρόντισε να τον ενημερώσει.
Α, και σε περίπτωση που αγαπήσατε τις «Δευτέρες» και ξύνετε λίγο το κεφάλι σας, οφείλω μάλλον να σας ενημερώσω πως το «Τέλειο αφεντικό» δεν είναι μια ταινία ανάλογου ύφους, αλλά μια κωμική σάτιρα που «τρέχει» ασταμάτητα, ισορροπώντας σε ένα, ας το πούμε «καλοζυγισμένο» σενάριο, σενάριο ωρολογιακής σαφήνειας. Φυσικά το πρόσημο αυτού του χιούμορ είναι εξόχως ταξικό, αλλά, όπως ακριβώς και στις καλύτερες κωμωδίες των αδελφών Κοέν, ο ισχυρός καταλύτης είναι η ανθρώπινη βλακεία. Αν και στην τελευταία, πραγματικά ιδιοφυή στη σύλληψη της σεκάνς, δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει τον Μαρξιστικό απόηχο καθώς σχεδόν ακούς τον Αρανόα να αναρωτιέται: «Τι έχετε – πλέον – να χάσετε;».
Καλή τύχη Λίο Γκράντε
Όποια και να είναι η ερώτηση, το καλό σεξ είναι η απάντηση
Η Έμα Τόμσον μας παρουσιάζεται σ’ αυτή την ταινία αρχικά ως Νάνσι Στόουκς. Δεν είναι το αληθινό της όνομα, όπως και ο Λίο Γκράντε, ο σεξεργάτης που έχει «μισθώσει» για μια βραδιά, δεν λέγεται στ’ αλήθεια Λίο Γκράντε. Σ’ αυτές τις συναντήσεις, είναι καλύτερα να διατηρείς την ανωνυμία σου. Ακόμα κι αν είσαι στ’ αλήθεια μια «ανώνυμη», δηλαδή μια «απαρατήρητη» γυναίκα, στα 60 της, που έχει βγει στη σύνταξη και αναζητά κάτι που θα δώσει ένα κάποιο νόημα στη ζωή της. Καθηγήτρια θρησκευτικών, και χήρα, η «Νάνσι» δεν γνώρισε ποτέ της δεύτερο άντρα, ούτε τι πάει να πει οργασμός. Τώρα είναι συνταξιούχα και μόνη της καθώς τα παιδιά έχουν μεγαλώσει και έχουν ακολουθήσει τις δικές τους ρότες. Νοικιάζει λοιπόν ένα δωμάτιο, και κάνει μια «τρέλα» όντας η ίδια μέσα στο άγχος και τη συστολή: Δεν παίρνει εύκολα τέτοια απόφαση μια «θρησκευτικού».
Ο Λίο Γκράντε από την άλλη, ο μελαμψός επαγγελματίας με τους κοιλιακούς – σιδηρόδρομους, μπαίνει στο δωμάτιο με άνεση ανάλογη της νεότητας του. Είναι όμορφος (και το ξέρει), έχει κάνει αυτή τη δουλειά αρκετό καιρό ούτως ώστε να γνωρίζει ακριβώς τι πρέπει να πει και πως να συμπεριφερθεί, και είναι έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Επίσης, είναι τρομερά ευφυής: Έχει μια απάντηση για κάθε ερώτηση κρίσεως που του απευθύνει η αγχωμένη Νάνσυ, καθώς πνίγεται σε ηθικές αλλά και ψυχοπαθολογικές αναστολές. Έλα όμως που, όσο περνούν τα λεπτά, αυτοί οι όροι αντιστρέφονται. Και οι Νάνσυ & Λίο θα συναντηθούν άλλες τρεις φορές, στο ίδιο ξενοδοχείο, σε μια «σχέση» που θα χαράξει βαθιά και τους δυο.
Ακούγεται γαργαλιστικό, και θα μπορούσε και να είναι, αλλά η σκηνοθέτιδα Σόφι Χάιντ δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την πικάντικη πλευρά της ιστορίας. Για την ακρίβεια, το «Καλή τύχη Λίο Γκράντε» δεν είναι μια ταινία που φτιάχτηκε «για να σοκάρει τους καημένους τους αστούς» (που έλεγε παλιά ο Ραφαηλίδης) αλλά, αντιθέτως, για να τους προσεγγίσει. Ακόμα και στα 60, τους λέει, έχετε δικαίωμα στο καλό σεξ, και αυτό δεν θα έπρεπε να είναι ταμπού πια, ούτε «επαναστατική» παντιέρα, αγαπήστε τον εαυτό σας, όσο κι αν το τρέχον κοινωνικό μας σύστημα δεν ευνοεί, που μεταξύ μας, γιατί δεν ευνοεί, από τη στιγμή που διαθέτει σεξεργάτες έτοιμους να μας ανοίξουν τα μάτια; Και αφού το κάνει αυτό, μετά απευθύνεται και στους σεξεργάτες: Είστε σίγουροι πως αυτή είναι η ζωή που θέλατε; Ποιος φταίει που επιλέξατε έναν τέτοιο δρόμο; (Το μαντέψατε: Μια κακή μητέρα).
Για να τα πετύχει όλα αυτά η Χάιντ, περιχαρακώνει τη δράση της στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου για τις τρεις πρώτες συναντήσεις, και τη μεταφέρει, έξυπνα, στο φουαγιέ του ξενοδοχείου για το φινάλε. Χρησιμοποιεί τη σινεμασκόπ φωτογραφία του (μόνιμου συνεργάτη της) Μπράιαν Μέισον για να σπάσει το θεατρικό αμπαλάζ, και εναποθέτει το δραματουργικό βάρος στις πλάτες του ερμηνευτικού διδύμου: Ο Ντάριλ Μακ Κόρμακ, γνωστός στους φίλους της τηλεόρασης από τη σειρά «Peaky Blinders», δεν είναι κανένας τυχαίος, και πηγαίνει με άνεση από την αυταρέσκια του «Λίο», στην ευάλωτη φύση του αληθινού του εαυτού – αλλά προφανώς αυτό εδώ είναι το «σόου» της Έμα Τόμσον. Δίχως στιγμή να αισθάνεσαι πως τα βάρη της Νάνσι Στόουκς βαραίνουν και την ίδια, η Τόμσον εκθέτει με άνεση αλλά και μαεστρία όλα τα ιδιοσυγκρασιακά «τικ» της ηρωίδας που ενσαρκώνει, φτιάχνοντας έναν χαρακτήρα ολοζώντανο, σπαρταριστό που λένε, αρκετά αληθινό για να σε πείσει, και αρκετά θεατρικό για να σε διασκεδάσει.
Με άλλα λόγια, ένα τρυφερό ταινιάκι, που απευθύνεται σε όλους.