Δεν είναι απλώς μια καυτή πατάτα αυτή που ετοιμάζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης να παραχωρήσει «ευγενώς» στην κυβέρνηση που θα διαδεχθεί τη δική του. Είναι ολόκληρο μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα.
Του Γρηγόρη Ρουμπάνη
Δεν είναι απλώς μια καυτή πατάτα αυτή που ετοιμάζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης να παραχωρήσει «ευγενώς» στην κυβέρνηση που θα διαδεχθεί τη δική του. Είναι ολόκληρο μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα.
Μια αγκαλιά με κάρβουνα είναι από μόνο του το τουρκικό και άλλη μια η διεθνής οικονομική κρίση που έχει σκεπάσει και την ελληνική κοινωνία απειλώντας την με ακόμη χειρότερα αποτελέσματα από εκείνα που έφεραν τα μνημόνια του 2010, του 2012 και του 2015 μαζί. Αυτός που πρώτος απ’ όλους το γνωρίζει αυτό είναι ο πρωθυπουργός, που προκειμένου να μην καεί ετοιμάζεται να αποχωρήσει ευπρεπώς δια των εκλογών, πριν τον προλάβουν οι «Άγγελοι της Κολάσεως».
Τα σημάδια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης με την επιμονή ΗΠΑ και Γερμανίας έδωσαν ήδη Παναγιωτόπουλος και Ακάρ, στο περιθώριο της Νατοϊκής συνάντησης στις Βρυξέλλες, έστω σ’ αυτήν την «στο πόδι» ολιγόλεπτη κουβέντα τους. Συγκρατημένος ο Έλληνας υπουργός και προκειμένου ν’ αποφύγει κι αυτός τα… εγκαύματα, αρκέστηκε στο αυτονόητο, ότι «για να γίνουν βήματα μπροστά πρέπει να σταματήσουν οι εντάσεις, οι παραβιάσεις και οι λεκτικές επιθέσεις». Φυσικά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κυρίως η σύνταξη της ατζέντας των όποιων συζητήσεων. Πιο προχωρημένος ο Τούρκος ομόλογός του, έβαλε κιόλας τη δική του ατζέντα λέγοντας πόσο είναι «σημαντικό να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας για την επίλυση των τρεχόντων προβλημάτων». Το θέμα είναι ο πληθυντικός αριθμός που χρησιμοποιεί η τουρκική πλευρά αξιοποιώντας το «βρείτε τα», το οποίο όσο και αν ακούγεται ειρηνικό και εποικοδομητικό, επί της ουσίας είναι πονηρή προτροπή για μια μεγάλη εθνική υποχώρηση: εγκατάλειψη της από το 1974 εθνικής πολιτικής, η οποία συνοψίζεται στη θέση ότι η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει καμία διαφορά με την Τουρκία πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (από την οποία προκύπτει και η ΑΟΖ), τελεία και παύλα.
Λίγο πιο κάτω από τις Βρυξέλλες, από το Λουξεμβούργο, ήρθαν οι ήχοι της καμπάνας που χτύπησε για την ελληνική οικονομία. Τι κι αν το Eurogroup πανηγύρισε (δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς) την έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας (που την έχει σακατέψει) και την είσοδο σε μια υπό όρους κανονικότητα (με αρκετούς ελέγχους και αξιολογήσεις); Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) ήρθε να επισημάνει ότι μπορεί η χώρα μας να πέτυχε προς το παρόν σοβαρούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά έχει εξασφαλισμένη μια άνετη θέση ρευστότητας μόνο βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα «η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη λόγω μακροοικονομικών ανισορροπιών, ιδιαίτερα του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους της καθώς και του διαρκούς επενδυτικού κενού, της χαμηλής παραγωγικότητας και των υψηλών NPLs» (τουτέστιν των μη εξυπηρετούμενων δανείων). Διαθέτει δηλαδή το τέλειο μείγμα για μια νέα έκρηξη και ενώ ήδη το δημόσιο χρέος, συμπεριλαμβανομένων των repos, έχει ανέβει στα 394,5 δισεκατομμύρια ευρώ, το μεγαλύτερο (και απειλητικότερο) στην ευρωζώνη.
Σα να μην αρκούν οι προειδοποιήσεις απ’ έξω-που συνήθως αρκούν-το σήμα κινδύνου πάτησε και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης λέγοντας ξεκάθαρα, για όποιον δεν κατάλαβε, «μπαίνουμε σε μία θυελλώδη περίοδο στη διεθνή οικονομία».
Αυτή είναι η κατάσταση και από τη στιγμή που έχουν σημαδευτεί στο ημερολόγιο οι πιθανές εκλογικές ημερομηνίες του φθινοπώρου, η κυβέρνηση μεταβάλλεται σε οιονεί υπηρεσιακή, διεκπεραιωτική με άλλα λόγια των τρεχουσών υποθέσεων του κράτους και όχι των μεγάλων αποφάσεων. Αυτή θα είναι η κυβέρνηση την οποία θα αναδείξει ο λαός της κάλπης, ο οποίος συχνά έχει διαφορετική γνώμη από το λαό των δημοσκοπήσεων και των τηλεοπτικών δειπνοσοφιστών.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν θα είναι (και) ο επόμενος πρωθυπουργός για δυο βασικούς λόγους:
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να φύγει αφήνοντας το μαγκάλι αναμμένο, γιατί μια καταστροφική πυρκαγιά είναι η λογικότερη συνέπεια. Δεν είναι ανάγκη να συνεργαστεί με τους πολιτικούς αντιπάλους του. Προφανώς, λογικώς σκεπτόμενοι επειδή έχουν διαφορετικούς προσανατολισμούς, δεν το θέλουν και οι ίδιοι. Οφείλει όμως να τους ενημερώσει για τα πραγματικά στοιχεία και τους παρασκηνιακούς χειρισμούς του που θα δεσμεύουν την αυριανή κυβέρνηση, στην οποία-στο κάτω της γραφής-ενδεχομένως να συμμετέχει και το κόμμα του.
Πρώτον, η αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου για να είναι αποτελεσματική χρειάζεται τη μέγιστη συνεργασία όλων των πολιτικών κομμάτων. Επιβάλλεται όχι μόνο η ενημέρωσή τους αλλά και η κοινή αναζήτηση πρωτοβουλιών που θα μπλοκάρουν την αναίδεια της Άγκυρας και θα προλάβουν νέες προκλήσεις πριν φτάσει η κατάσταση στο «μη περαιτέρω».
Δεύτερον, η νέα διεθνής οικονομική κρίση που έχει ήδη ξεσπάσει και δεν οφείλεται μόνο στο ουκρανικό πρόβλημα αλλά στις εγγενείς αδυναμίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης-που έχει ξεπεράσει από καιρό τα όριά της και τώρα τρώει τις σάρκες (όχι τις δικές της) της κοινωνίας που η ίδια έχει διαμορφώσει-απαιτεί μέτρα. Ειδικά για την Ελλάδα, αυτά τα μέτρα δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν συνέχεια των μνημονιακών. Ούτε η κοινωνία τα αντέχει ούτε αποτελέσματα θα φέρουν, όπως δεν έφεραν τα μνημόνια. Κατά συνέπεια τη λύση αυτή τη φορά δεν μπορούν να δώσουν οι τραπεζίτες, όπως δεν την έδωσαν και στην Ευρώπη. Η Ιταλία παραπαίει κι ας είναι στο ταμείο της χώρας ο σούπερ τραπεζίτης Ντράγκι, όπως δοκιμάζεται και η Γαλλία που διευθύνεται από τον άνθρωπο των τραπεζών Μακρόν. Μέτρα που θα μεταγγίσουν αίμα από τα υψηλά στρώματα στα χαμηλότερα χρειάζονται και όχι καταδίκη της κοινωνίας στην δουλοπαροικία της ανέχειας.
Οι πρώτες καταιγίδες που έχουν ξεσπάσει είναι το προμήνυμα του μείγματος τυφώνων που πλησιάζουν. Ως εκ τούτου οι συνήθεις πρακτικές παράδοσης και παραλαβής της εξουσίας δεν έχουν εφαρμογή. Η λογική της «δεύτερης κάλπης» σε διάστημα μερικών εβδομάδων είναι πολυτέλεια που δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην παρούσα συγκυρία. Ας αναλογιστούν τις ευθύνες τους τόσο ο πρωθυπουργός όσο και «το επιτελικό του κράτος».