Της Βάλιας Αρανίτου,
αναπληρώτριας καθηγήτριας Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντριας ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ
Της Βάλιας Αρανίτου,
αναπληρώτριας καθηγήτριας Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντριας ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ
ΧΩΡΙΣ αμφιβολία το δημογραφικό ζήτημα και πιο συγκεκριμένα η μείωση και γήρανση του πληθυσμού μιας χώρας έχει πολλαπλές και πολλαπλασιαστικές απολήξεις. Με άλλα λόγια, εάν αποδεχτούμε ότι ο πληθυσμός αποτελεί ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας, είναι σαφές ότι η μείωσή του έχει σημαντικές οικονομικές, πολιτικές αλλά και κοινωνικές συνέπειες. Μία από τις οποίες σχετίζεται με το αρνητικό αποτύπωμα στην κοινωνική συνοχή.
ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, η Ελλάδα εμφανίζεται ως η μόνη χώρα της Ευρώπης που καταγράφει μείωση του πληθυσμού της κατά 0,45% (50.000 άνθρωποι). Πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε το 2011, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της χώρας να έχει μειωθεί σε μία δεκαετία κατά 445 χιλιάδες άτομα.
ΒΕΒΑΙΑ ο πληθυσμός μιας χώρας δεν μειώνεται ή αυξάνεται μόνο εξαιτίας της μείωσης ή της αύξησης των γεννήσεων, αν και το τελευταίο αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα. Μια άλλη παράλληλη και σημαντική παράμετρος είναι η συμβολή της μετανάστευσης, που αποτυπώνεται μέσω αυτού που αποκαλείται push and pull effect. Με άλλα λόγια μια χώρα που αναπτύσσεται «τραβάει» μετανάστες (pull) αφού προσφέρει υψηλότερα μεροκάματα, καλύτερες θέσεις εργασίας και καλύτερες κοινωνικές συνθήκες ζωής. Αντίστροφα «διώχνει» (push) πληθυσμό όταν οι πολίτες της ψάχνουν καλύτερες συνθήκες εργασίας ή ακόμα απλά εργασία.
ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα μετατράπηκε από χώρα αποστολής μεταναστών σε χώρα υποδοχής. Ειδικά μετά την κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ, η είσοδος γίνεται μαζική. Η σύνδεση των μεταναστών στην αγορά εργασίας σχετίστηκε με την οικογενειακή βάση της επιχειρηματικότητας αλλά και την εποχικότητα συγκεκριμένων κλάδων, όπως του τουρισμού, της αγροτικής παραγωγής και των κατασκευών. Ειδικότερα, ο κλάδος των κατασκευών απορρόφησε ένα μεγάλο ποσοστό των μεταναστευτικών ροών, γεγονός που στήριξε την παραγωγική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.
ΕΤΣΙ, ενώ η Ελλάδα είχε αναδειχθεί σε «χώρα ευκαιριών» εργασίας και κατοικίας για περισσότερο από 15 χρόνια, σταδιακά χάνει αυτό το πλεονέκτημα. Είναι γνωστό ότι εξαιτίας της κρίσης και των χαμηλών μισθών η χώρα «έχασε» πληθυσμό (brain drain): 600 χιλιάδες κάτοικοι αποχώρησαν το διάστημα 2010-2015 και 400 χιλιάδες μεταξύ 2016-2019. Από αυτούς το 46% ήταν άτομα 20- 34 ετών και το 24% άτομα 35-49 ετών, στοιχείο που καταδεικνύει δραματική μείωση στις νεαρές και κεντρικές παραγωγικές ηλικίες, μια τάση που επιβραδύνθηκε λόγω της πανδημίας. Το τελευταίο συνδέεται χωρίς αμφιβολία με την «παγίδευση» της ελληνικής οικονομίας στις οικονομίες ενδιάμεσης ανάπτυξης, δηλαδή στο ενδιάμεσο μεταξύ των ανεπτυγμένων (καινοτόμων) και των λιγότερο ανεπτυγμένων (χαμηλής καινοτομίας) που δεν βοηθά στη συγκράτηση του πληθυσμού υψηλών προσόντων.
ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ με άλλα λόγια επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας. Επομένως το brain drain σε συνδυασμό με τις χαμηλές γεννήσεις και τη μείωση των μεταναστών που εντάσσονται στην ελληνική κοινωνία αναμένεται να αυξήσουν τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό. Η δημοσιονομική κρίση, όμως, του 2010 ενέτεινε μαζί με την κρίση του παραγωγικού υποδείγματος και το δημογραφικό προφίλ της οικονομίας.
ΕΚΤΟΣ από τα προφανή, οι έμμεσες επιπτώσεις είναι περισσότερο μακροπρόθεσμες και απειλούν σοβαρά την κοινωνική συνοχή.
1. Το πρόβλημα των περιφερειακών ανισοτήτων αποτελεί ένα από τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα παρουσιάζει το ένατο υψηλότερο επίπεδο περιφερειακών ανισοτήτων, ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μεταξύ των 30 χωρών-μελών του. Βραχυπρόθεσμα, η μείωση του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού συνεισέφερε στη συγκράτηση της απομείωσης της παραγωγικότητας. Μακροπρόθεσμα, όμως, η δημογραφική συρρίκνωση θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο παραγόμενο προϊόν και στη συρρίκνωση της παραγωγής, οξύνοντας τις περιφερειακές ανισότητες. Συγχρόνως στις περιφέρειες όπου ο πληθυσμός είναι ήδη αρκετά γερασμένος, θα ανακύψουν κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα υποστήριξης αυτού του πληθυσμού που μένει πίσω. Ενώ δύσκολα υπολογίσιμες θα είναι οι επιπτώσεις από την εγκατάλειψη της υπαίθρου στην κλιματική αλλαγή.
2. Ακόμα μια σημαντική επίπτωση του δημογραφικού σχετίζεται με τη μείωση της μικρής επιχειρηματικότητας (ιδιαίτερα της γυναικείας), που συχνά είναι επιχειρηματικότητα ανάγκης και που αποτελεί ένα δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας. Η πληθυσμιακή περιφερειακή απομείωση αλλά και οι τεράστιες δυσκολίες συνδυασμού επαγγελματικής δραστηριότητας με την οικογενειακή ζωή υπονομεύουν περαιτέρω τη διατήρηση των μικρών επιχειρήσεων που μέχρι σήμερα κρατούσαν ζωντανές γειτονιές και μικρές πόλεις.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για δύο πεδία που συνδέονται ευθέως με την κοινωνική συνοχή αλλά και τις συνακόλουθες ενδοπεριφερειακές ανισότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου.