Αφιερώματα
Τρίτη, 14 Ιουνίου 2022 16:07

Επενδύσεις 12 Δισ. Δολ. στη Second hand αγορά

Του Γιώργου Γεωργίου, [email protected]

Του Γιώργου Γεωργίου, [email protected]

Η «Ν» συγκέντρωσε και παρουσιάζει στοιχεία για τα deals που έχουν πραγματοποιηθεί από τις αρχές του 2020 έως το πρώτο τρίμηνο φέτος από τους Έλληνες εφοπλιστές, οι οποίοι πρωταγωνιστούν στη second hand αγορά

Επενδύσεις που υπερβαίνουν τα 12 δισ. δολάρια έχουν υλοποιήσει από τις αρχές του 2020 και μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2022 οι Έλληνες εφοπλιστές στην αγορά μεταχειρισμένων πλοίων. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η «Ν» από εκθέσεις ναυλομεσιτικών εταιρειών και οίκων αναλύσεων δεδομένων, οι Έλληνες ενισχύθηκαν αυτό το διάστημα με 666 second hand πλοία, καταβάλλοντας συνολικά 12,17 δισ. δολάρια. Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων των Ελλήνων έχει διοχετευτεί στον κλάδο των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, ενώ ακολουθούν τα δεξαμενόπλοια. Ειδικότερα, έχουν αγοράσει 405 bulk carriers, 187 tankers, 47 containerships, 12 gas carriers, μεταφοράς LNG και LPG, ενώ έχουν κινηθεί και για την απόκτηση λιγότερων general cargo, καθώς και επιβατηγών πλοίων. Αναλύοντας τις επενδύσεις των «Greeks» ανά έτος, συμπεραίνεται ότι το 2020 δαπάνησαν 3,59 δισ. δολάρια για 233 πλοία, το 2021 7,57 δισ. δολάρια για 375 πλοία και το πρώτο διάστημα του νέου έτους πάνω από 1 δισ. δολάρια για 58 βαπόρια. Το ισοζύγιο αγορών/πωλήσεων των Ελλήνων από το 2020 είναι θετικό, δείγμα της αναπτυξιακής πορείας που διαγράφει ο ελληνόκτητος στόλος, ο οποίος, άλλωστε, είναι και ο κορυφαίος σε παγκόσμιο επίπεδο. Συγκεκριμένα, αυτό το διάστημα οι Έλληνες πούλησαν 452 second hand πλοία, εισπράττοντας 7,42 δισ. δολάρια. Από αυτά, τα 212 είναι bulk carriers, 176 tankers, 29 containerships, 14 gas carriers και ορισμένα άλλου τύπου βαπόρια. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύεται από τα δεδομένα είναι ότι φέτος σε ένα τρίμηνο πουλήθηκαν 9 gas carriers, έναντι μόλις 5 την περίοδο 2020 - 2021.

Τα περισσότερα εκ των βαποριών που παραχωρήθηκαν φέτος είναι μεγάλης ηλικίας, γεγονός που αποδίδεται στην αναμενόμενη εφαρμογή των περιβαλλοντικών κανονισμών από το 2023 και στην ανάγκη των πλοιοκτητών να ανανεώσουν τους στόλους τους. Παράλληλα, όπως φαίνεται από τις κινήσεις του εγχώριου εφοπλισμού, η δραστηριότητα αγοραπωλησιών εστιάζει στους κλάδους bulk carriers και tankers, στους οποίους κατέχει πρωταγωνιστικά μερίδια διεθνώς. Αναλυτές επισημαίνουν ότι η εμφάνιση της πανδημίας και η ραγδαία εξάπλωσή της στον πλανήτη κατά τη διάρκεια του 2020 διατάραξε τα δεδομένα στις ναυλαγορές και «πάγωσε» τα επενδυτικά πλάνα του εφοπλισμού. Ωστόσο, η θεαματική πορεία των κλάδων χύδην ξηρού φορτίου και εμπορευματοκιβωτίων το 2021 και η συνεπακόλουθη «εκτόξευση» των αξιών ευνόησαν τα deals. Σε υψηλά επίπεδα διαμορφώθηκαν και οι συναλλαγές για τα tankers, παρά τα υποτονικά έσοδα στο μεγαλύτερο μέρος του έτους.

Έτσι, οι επενδύσεις των Ελλήνων υπερδιπλασιάστηκαν μέσα σε ένα έτος, φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ. Με ικανοποιητικό ρυθμό κινείται η αγορά και το 2022, κι ενώ εισέρχονται σταδιακά και τα tankers σε τροχιά κερδοφορίας. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε σε αγοραπωλησίες ρεκόρ για μεταχειρισμένα πλοία είναι ο δισταγμός της επένδυσης στα ναυπηγεία. Πλοιοκτήτες με δραστηριότητα ιδιαίτερα σε bulk carriers και tankers αποφεύγουν να παραγγείλουν τονάζ, επικαλούμενοι αβεβαιότητα για τις τεχνολογίες του μέλλοντος, ανησυχίες ότι ένα πλοίο που κατασκευάζεται σήμερα ενδέχεται να καταστεί «απαρχαιωμένο» σε βάθος δεκαετίας και το υψηλό κόστος ναυπήγησης. Έτσι, η second hand αγορά έδωσε μία διέξοδο σε όσους στοχεύουν σε ανανέωση του στόλου, παρότι οι τιμές αυξήθηκαν σημαντικά και σε αυτήν την περίπτωση.

Οι πρωταγωνιστές

Το deal της χρονιάς μέχρι τώρα φαίνεται πως έχει υλοποιήσει η Maran Dry, ο βραχίονας bulk carriers του ομίλου συμφερόντων Μαρίας Αγγελικούση. Ναυλομεσιτικές πηγές συνέδεσαν την εταιρεία στις αρχές Απριλίου με την πώληση των οκτώ mini capes του στόλου της, έναντι 200 εκατ. δολαρίων. Ο λόγος για τα Maran Progress, Maran Wisdom, Maran Zenith, Maran Aspiration, Maran Dawn, Maran Sky, Maran Sun και Maran Ocean (ηλικίας 8-11 ετών και χωρητικότητας 114.000 dwt έκαστο). Ιδιαίτερα δραστήριος σε αγοραπωλησίες είναι και ο όμιλος συμφερόντων Γιώργου Οικονόμου. Η «Ν» υπολογίζει ότι από τον Αύγουστο του 2021 και μέχρι το πρώτο διάστημα του νέου έτους έχει ξοδέψει περισσότερα από 155 εκατ. δολάρια για second hand bulk carriers, με πιο πρόσφατο απόκτημα ένα μεγάλο βαπόρι, τύπου newcastlemax. Μία από τις εταιρείες που πρωταγωνιστούν σε αγοραπωλησίες second hand πλοίων είναι η Costamare του Κωστή Κωνσταντακόπουλου, η οποία έκανε εντυπωσιακό άνοιγμα στον κλάδο των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου. Μόνο πέρυσι η εισηγμένη στη Wall Street εταιρεία αγόρασε 46 πλοία, καταβάλλοντας περισσότερα από 750 εκατ. δολάρια, ενώ παραμένει δραστήρια και φέτος, καθώς έχει συνδεθεί με την απόκτηση τουλάχιστον ενός bulk carrier. Ο λόγος για το supramax Magda (χωρητικότητας 58.018 dwt και κατασκευής 2010), το οποίο αναφέρεται ότι κόστισε περίπου 16,5- 16,85 εκατ. δολάρια.

Εσχάτως, μάλιστα, προχώρησε και στην πρώτη πώληση bulk carrier, μετά το άνοιγμα στον κλάδο, παραχωρώντας το supramax Thunder (χωρητικότητας 57.334 dwt και κατασκευής 2009). Ένα mega deal φέρεται να έκλεισε εντός του 2022 η Minerva Marine του Ανδρέα Μαρτίνου. Συγκεκριμένα, συνδέθηκε με την αγορά των capes Dong-A Eos (χωρητικότητας 179.600 dwt και κατασκευής 2009), Dong-A Oknos και Dong-A Astrea (χωρητικότητας 179.300 dwt και κατασκευής 2010 έκαστο), έναντι συνολικά 81 εκατ. δολαρίων. Δύο μεγάλα πλοία, τύπου capesize, έχει αποκτήσει μέσα στο 2022 η εισηγμένη Safe Bulkers του Πόλυ Β. Χατζηιωάννου, με συνολικά κεφάλαια άνω των 60 εκατ. δολαρίων. Η ναυτιλιακή υλοποιεί ευρύ πρόγραμμα ανανέωσης του στόλου, εστιάζοντας κυρίως σε ναυπηγήσεις, αλλά και αγοραπωλησίες.

Παράλληλα, η NGM Shipping, συμφερόντων της οικογένειας Μουνδρέα, φέρεται να αγόρασε μέσα στο 2022 το panamax Oceanic (χωρητικότητας 82.500 dwt και κατασκευής 2007), έναντι περίπου 21 εκατ. δολαρίων. Το 2021 η εταιρεία δαπάνησε περισσότερα από 200 εκατ. δολάρια για εννέα μεταχειρισμένα βαπόρια. Τέλος, σημαντική δραστηριότητα έχουν αναπτύξει οι δύο εισηγμένες εταιρείες συμφερόντων Αριστείδη Πίττα. Συγκεκριμένα, η Eurodry έχει κινηθεί για την εξαγορά δύο bulk carriers το τρέχον έτος, έναντι σχεδόν 37 εκατ. δολαρίων. Από την άλλη, η Euroseas ενέταξε στον στόλο της δύο containerships, καταβάλλοντας συνδυαστικά περίπου 37 εκατ. δολάρια.

Η εικόνα σε παγκόσμιο επίπεδο

Από το 2020 έως και τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους έχουν «αλλάξει χέρια» περίπου 3.606 πλοία διεθνώς, με τα συνολικά επενδυτικά κεφάλαια να προσεγγίζουν τα 57,7 δισ. δολάρια. Αυτοί οι αριθμοί καταδεικνύουν ότι οι ελληνικές επενδύσεις καταλαμβάνουν πάνω από το ένα πέμπτο των παγκόσμιων deals, βάσει αξίας. Η έρευνα της Ν» αναδεικνύει ότι οι πλοιοκτήτες αγόρασαν 1.657 bulk carriers, 1.040 tankers, 506 containerships και 102 gas carriers, μεταξύ άλλων κατηγοριών πλοίων. Πίσω από την ελληνική πλοιοκτησία κατατάσσονται οι Κινέζοι εφοπλιστές, ο στόλος των οποίων σημειώνει εκθετική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, έχουν ενισχυθεί με περίπου 559 βαπόρια, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων είναι bulk carriers. Ανάμεσα σε Έλληνες και Κινέζους έχει αναπτυχθεί ένα άτυπο «ντέρμπι» στις αγορές φορτηγών πλοίων τα τελευταία χρόνια, με τους πρώτους, ωστόσο, να κυριαρχούν στο φίνις κάθε χρονιάς. Στις παρακάτω θέσεις της λίστας ο ανταγωνισμός είναι ακόμη μεγαλύτερος. Τα στοιχεία αναδεικνύουν πως τρίτοι κορυφαίοι αγοραστές είναι οι πλοιοκτήτες από τη Σιγκαπούρη, οι οποίοι έχουν ενισχυθεί με 105 βαπόρια. Έπονται με οριακή διαφορά οι Ελβετοί εφοπλιστές, στον στόλο των οποίων έχουν ενταχθεί 104 μεταχειρισμένα πλοία. Οι Ελβετοί αναδείχτηκαν κυρίως από το 2021 κι έπειτα, όταν και η κορυφαία εταιρεία τακτικών γραμμών διεθνώς, Mediterranean Shipping Co (MSC), επιδόθηκε σε μπαράζ αγορών containerships, λόγω έλλειψης διαθέσιμου προς ναύλωση τονάζ. Στην πέμπτη θέση κατατάσσονται οι Βιετναμέζοι εφοπλιστές με αγορές 69 πλοίων. Τη λίστα συμπληρώνουν πλοιοκτήτες από τη Νορβηγία (64 αγορές), τη Μέση Ανατολή (53) και τη Γερμανία (51). Σε επίπεδο πωλήσεων, σημειώνεται ότι οι Ιάπωνες πλοιοκτήτες πούλησαν την προαναφερθείσα περίοδο 465 βαπόρια, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση παγκοσμίως στη σχετική λίστα. Ακολουθούν οι Έλληνες, βάσει των στοιχείων που παρουσιάστηκαν παραπάνω.

Εκτόξευση των τιμών

Όπως ειπώθηκε, η ικανοποιητική πορεία των ναυλαγορών την τελευταία διετία έχει ευνοήσει την άνοδο των τιμών στη second hand αγορά. Στο ξηρό φορτίο, στοιχεία του ναυλομεσιτικού οίκου Xclusiv Shipbrokers φανερώνουν ότι ένα handysize πενταετίας κόστιζε τον Απρίλιο του 2022 28,5 εκατ. δολάρια, ποσό μεγαλύτερο κατά 35,71% εν συγκρίσει με τη μέση τιμή του 2020. Αντίστοιχα, η αξία ενός cape ίδιας ηλικίας σημειώνει άνοδο 17,06% (50,1 εκατ. δολάρια), ενώ αυξήσεις 23,63% και 29,96% καταγράφονται σε kamsarmaxes (36,1 εκατ. δολάρια) και ultramaxes (33,4 εκατ. δολάρια) αντίστοιχα. Ακόμη μεγαλύτερη άνοδο σημειώνουν οι αξίες συγκριτικά με το 2021. Ενδεικτικά, ένα handy δεκαπενταετίας αποτιμάτο τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους στα 12,7 εκατ. δολάρια, τιμή ενισχυμένη κατά 88% σε ετήσια βάση.

Στα δεξαμενόπλοια τώρα, η αξία ενός VLCC πενταετίας έχει αναρριχηθεί περίπου 6,5% σε σχέση με το 2020, διαμορφούμενη τον Απρίλιο στα 73,7 εκατ. δολάρια. Μεγαλύτερη είναι η άνοδος στα μικρότερα μεγέθη, τα οποία ωφελούνται περισσότερο μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, αποκομίζοντας πλέον αρκετά ικανοποιητικά ναύλα. Συγκεκριμένα, η αξία ενός suezmax ίδιας ηλικίας έχει ανέβει 7,28% (50,1 εκατ. δολ.), ενός aframax 18,28% (45,3 εκατ. δολ.) και ενός MR tanker 14,07% (31,6 εκατ. δολ.). Εντυπωσιακότερα είναι τα στοιχεία για την αγορά μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Σύμφωνα με τη ναυλομεσιτική εταιρεία WeberSeas, ένα containership, χωρητικότητας 8.800 TEUs και ηλικίας 10 ετών, αποτιμάται σήμερα στα 150 εκατ. δολάρια. Η μέση τιμή της τελευταίας πενταετίας (2017-2021) είναι 38 εκατ. δολάρια, ήτοι έχει καταγραφεί αύξηση 294,74%. Η αξία ενός βαποριού ίδιας ηλικίας και χωρητικότητας 6.600 TEUs διαμορφώνεται στα 140 εκατ. δολάρια, ποσό ενισχυμένο κατά 366,67%. Στα μικρότερα μεγέθη, ένα βαπόρι δεκαετίας και χωρητικότητας 2.600 TEUs κοστίζει 58 εκατ. δολάρια, με τη μέση τιμή των προηγούμενων πέντε ετών να είναι 14 εκατ. δολ. (αύξηση 314,29%).